Η ραγδαία ανάπτυξη της αλβανικής ριβιέρας και το πανθομολογουμένως μαύρο χρήμα των ολιγαρχών, που διατηρούν ισχυρές διασυνδέσεις με την κυβέρνηση Ράμα, φαίνεται πως δεν είναι καθόλου άσχετα με την προφυλάκιση του εκλεγμένου δημάρχου Χειμάρρας Φρέντι Μπελέρη.
Της Ντίνας Καράτζιου
Οι εκπρόσωποι της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία που μίλησαν στη LiFO καταγγέλλουν ότι η κράτηση Μπελέρη έχει πολιτικά κίνητρα και πίσω από αυτή εξυφαίνεται ένα σχέδιο πολλαπλών επιδιώξεων με επίκεντρο την υφαρπαγή των περιουσιών της ελληνικής μειονότητας στη Χειμάρρα. Το ζήτημα έχει καταγγελθεί πολλές φορές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τα τελευταία χρόνια και υπάρχουν και σχετικές αναφορές σε ευρωπαϊκές εκθέσεις εναντίον της αλβανικής κυβέρνησης για αυτό, αλλά χωρίς να σημειώνεται πρόοδος.
Η ακτογραμμή της νότιας Αλβανίας έχει όλα τα χαρακτηριστικά των ακτών του Ιονίου: σμαραγδένια νερά, τοπία πνιγμένα στο πράσινο, άγριας ομορφιάς κολπίσκους αλλά και οικοσυστήματα υψηλής περιβαλλοντικής αξίας. Το εθνικό πάρκο Βουθρωτού, που βρίσκεται στην περιοχή της ομώνυμης αρχαίας ελληνικής πόλης, κοντά στους Αγίους Σαράντα, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση ενός τέτοιου οικοσυστήματος.
Στην ίδια περιοχή βρίσκεται και η ακίνητη περιουσία πολλών μελών της ελληνικής μειονότητας, τα οποία, όμως, δεν έχουν το δικαίωμα να εκμεταλλευτούν την περιουσία τους. Πολλές φορές μάλιστα κάποιοι από αυτούς εξαναγκάστηκαν να την πουλήσουν έναντι πινακίου φακής.
Το ζήτημα με τις καταπατήσεις, τις αναγκαστικές αγοραπωλησίες και τη δήμευση των περιουσιών της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία είναι ένα γνωστό και μεγάλο πρόβλημα που αφορά στα δικαιώματα της μειονότητας και δεν καταγγέλλεται πρώτη φορά, αλλά ποτέ δεν του δόθηκε η προσοχή που του αξίζει. Οι Έλληνες μειονοτικοί πολίτες Αλβανίας είχαν πάντα το παράπονο ότι αντιμετωπίζονταν ως πολίτες β' κατηγορίας και τα προβλήματά τους παρέμεναν πάντα «εντός των τειχών» και άλυτα, ξεχασμένοι ακόμα και από τις ελληνικές κυβερνήσεις.
Τώρα, όμως, η πίεση εναντίον τους είναι ακόμα μεγαλύτερη και ασκείται μέσω «μίας σειράς νόμων και αποφάσεων περί στρατηγικών επενδύσεων στον τομέα του τουρισμού που θεσμοθέτησε το υπουργικό συμβούλιο της κυβέρνησης Ράμα, ειδικά από το 2015 και μετά», όπως εξηγούν. Στην αλώβητη ακόμη από τον μαζικό τουρισμό ακτογραμμή της Αλβανίας, που εκτείνεται από τους Αγίους Σαράντα έως και βορειοδυτικά στην Αυλώνα, η κυβέρνηση του Έντι Ράμα προσπαθεί να δημιουργήσει το δικό της τουριστικό Ελ Ντοράντο. Στην περιοχή αυτή κατασκευάζονται ήδη πολυτελή resort από επενδυτές στους οποίους η αλβανική κυβέρνηση παρέχει ειδικά κίνητρα και διευκολύνσεις.
Πίσω από κάποιους επενδυτές, όμως, υπάρχουν μεγαλοκαρχαρίες, ακόμη και κυβερνητικά στελέχη, που ξεπλένουν μαύρο χρήμα με τουριστικές επενδύσεις στη Χειμάρρα. Για τα συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα και το πώς λειτουργούν στην περιοχή υπήρξαν κατά καιρούς πολλές καταγγελίες και από την αλβανική αντιπολίτευση, καταγγέλλουν εκπρόσωποι της ελληνικής μειονότητας στη LiFO.
Η εκλογή Μπελέρη, υποστηρίζουν, χαλούσε τα σχέδια της κυβέρνησης Ράμα, η οποία ήθελε «να είναι η περιοχή πλυντήριο μαύρου χρήματος εκλεκτών ολιγαρχών της και ταυτόχρονα να υφαρπάξει και τις περιουσίες των Ελλήνων της μειονότητας». Αυτή η μεθόδευση, αν ολοκληρωθεί, θα οδηγήσει στον ξεριζωμό του γηγενούς πληθυσμού, της ελληνικής μειονότητας δηλαδή, που έχει βαθιές ιστορικές ρίζες και συνεχίζει να αποτελεί τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της περιοχής.
«Αναλφάβητος, τούβλο και ασχημομούρης» είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιούσε πολύ συχνά ο Αλβανός πρωθυπουργός Έντι Ράμα όταν μιλούσε για τον Φρέντι Μπελέρη κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.
Στην τελευταία τηλεοπτική του συνέντευξη στο υψηλής τηλεθέασης κανάλι Klan, λίγο πριν πέσει η αυλαία των δημοτικών εκλογών, τον αποκάλεσε «μασκαρά» και διέκοψε τον παρουσιαστή όταν προσπάθησε να του διαβάσει ένα μήνυμα του Φρέντι Μπελέρη.
Λίγη ώρα μετά τη συνέντευξη Ράμα, οι αλβανικές αρχές συνέλαβαν τον υποψήφιο, τότε ακόμα, δήμαρχο Χειμάρρας Φρέντι Μπελέρη και τον στενό του συνεργάτη Παντελή Κοκαβέση, με την κατηγορία της εξαγοράς ψήφων.
Δύο εικοσιτετράωρα μετά, στις 14 Μαΐου, ο προφυλακισμένος Μπελέρης εκλέγεται θριαμβευτικά δήμαρχος Χειμάρρας και μέχρι σήμερα κρατείται προφυλακισμένος, ενώ ο Κοκαβέσης αποφυλακίστηκε υπό όρους, λόγω των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει.
«Στην πορεία προς την κάλπη ο Φρέντι Μπελέρης δέχτηκε σκληρές επιθέσεις από τον Αλβανό πρωθυπουργό, όπως και από την πλειοψηφία των αλβανικών ΜΜΕ που συνδέονται με την κυβέρνηση», αναφέρει ο βουλευτής και πρόεδρος του ελληνικού μειονοτικού κόμματος ΚΕΑΔ (Κόμμα Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) Βαγγέλης Ντούλες.
«Ο κ. Ράμα μάς εξέπληξε όλους, ακόμη και εμάς που τον ξέρουμε. Μας εξέπληξε με την άκρως επιθετική, υβριστική ρητορική, τόσο στο πρόσωπο του Φρέντι Μπελέρη όσο και όλων εκείνων που τον στήριζαν. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τους χαρακτηρισμούς. Έλεγε ότι το πρόσωπό του μπορεί να χρησιμοποιείται για να φοβούνται τα παιδιά και ότι αν μπει σε τουριστική διαφήμιση, θα απωθήσει όλους τους τουρίστες». Ο Αλβανός πρωθυπουργός, δηλαδή, κορόιδευε έναν εκπρόσωπο της μειονότητας για την εμφάνιση και τα χαρακτηριστικά του προσώπου και του σώματός του και προσπαθούσε να πείσει ότι δεν πρέπει να ψηφιστεί.
Από τις 6 ως τις 12 Μαΐου, «όπου πήγαινε ο Αλβανός πρωθυπουργός, ανάλωνε το ήμισυ του χρόνου του βρίζοντάς τον. Ακόμη και στην κεντρική προεκλογική του ομιλία, τον περισσότερο χρόνο τον αφιέρωσε μιλώντας με τον χειρότερο τρόπο για τον υποψήφιο δήμαρχο της Χειμάρρας».
Ο Μπελέρης είναι επικεφαλής της Δημοκρατικής Ένωσης Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας «Ομόνοια» στη Χειμάρρα. Η «Ομόνοια» είναι μια πολιτική οργάνωση η οποία δημιουργήθηκε το 1991, μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα στην Αλβανία. Μαζί με το ελληνικό μειονοτικό κόμμα ΚΕΑΔ, είναι οι κύριοι φορείς έκφρασης της αναγνωρισμένης εθνικής ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία.
Στις δημοτικές εκλογές ο Μπελέρης κατέβηκε υποψήφιος υποστηριζόμενος από το ελληνικό μειονοτικό κόμμα ΚΕΑΔ, αλλά και από τη συμμαχία των δύο κομμάτων της αντιπολίτευσης, του «Δημοκρατικού Κόμματος» του Σαλί Μπερίσα και του «Κόμματος Ελευθερίας» του Ιλίρ Μέτα.
Ο Αλβανός πρωθυπουργός «έχει μένος εναντίον του κ. Μπελέρη», λέει στη LiFO ο Θοδωρής Γκούμας, πρόεδρος της Ένωσης Χειμαρριωτών, επειδή «του χαλάει τα σχέδια. Είναι η ασπίδα των Χειμαρριωτών όλα αυτά χρόνια, σε όλες τις απόπειρες και τα σχέδια υφαρπαγής των περιουσιών μας. Είναι ο άνθρωπος που καταγγέλλει τις μεθοδεύσεις του Αλβανού πρωθυπουργού στους διεθνείς φορείς και στο ελληνοαμερικανικό λόμπι, κάτι που ενοχλεί πολύ τον κ. Ράμα».
Ο Θ. Γκούμας, που θεωρεί και αυτός ότι οι λόγοι της κράτησης του Μπελέρη είναι πολιτικοί, υποστηρίζει ότι κρατείται για να μη βρεθεί στη θέση του δημάρχου. Και αυτό συνδέεται με τα συμφέροντα που εξυπηρετεί ο κ. Ράμα, αναφέρει.
Στη Χειμάρρα, ο κύριος αντίπαλος του Μπελέρη στις δημοτικές εκλογές του Μαΐου ήταν ο Γιώργος Γκόρο, επίσης μειονοτικός, που υποστηρίχθηκε από το κόμμα του Έντι Ράμα. Ο Γκόρο ήταν δήμαρχος για τρεις συνεχόμενες θητείες και στόχευε σε μια τέταρτη δημαρχιακή θητεία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2017, όταν υπουργός Εξωτερικών ήταν ο Νίκος Κοτζιάς, του αφαιρέθηκε η ελληνική υπηκοότητα. Η αιτιολόγηση ήταν ότι «ανέλαβε δημόσια υπηρεσία στην αλλοδαπή, αντίθετη προς τα συμφέροντα της Ελλάδας», όπως ανέφερε η απόφαση του Συμβουλίου Ιθαγένειας, που προηγήθηκε της υπουργικής απόφασης.
Στις σκοτεινές για τη μειονότητα ενέργειές του συγκαταλέγεται και η κατεδάφιση του ιερού ναού του Αγίου Αθανασίου στους Δρυμάδες Χειμάρρας το καλοκαίρι του 2015. Λέγεται επίσης ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην υφαρπαγή ελληνικών περιουσιών. Οι περιουσίες αυτές συγκαταλέγονται στα πιο περιζήτητα και αξιοποιήσιμα ακίνητα της αλβανικής ριβιέρας, την οποία αξιοποιεί μεθοδικά ο Ράμα.
Ο αναπτυξιακός οργασμός στις περιοχές που βρίσκονται οι πατρογονικές εστίες της ελληνικής μειονότητας προετοιμάστηκε μέσα από μια βιομηχανία νομοσχεδίων και αποφάσεων του αλβανικού υπουργικού συμβουλίου. Όπως επίσης και μέσω της κεντρικής πολεοδομικής υπηρεσίας, η οποία υπάγεται απευθείας στον ίδιο τον πρωθυπουργό από το 2019. «Στην ευρύτερη περιοχή της Χειμάρρας, τα τελευταία χρόνια και ειδικά κατά τη διακυβέρνηση της χώρας από τον κ. Ράμα, αποτελεί στρατηγικό στόχο η αλλοίωση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, εις βάρος των νόμιμων ιδιοκτητών, ως επί το πλείστον ελληνικής καταγωγής», εξηγεί ο κ. Ντούλες.
Οι στοχεύσεις Ράμα ήταν σε ευθεία αντίθεση με την αναπτυξιακή πρόταση Μπελέρη. «Η σημαία της προεκλογικής εκστρατείας του Φρέντι Μπελέρη ήταν η αξιοποίηση των περιουσιών από τους κατοίκους και όχι από τους ολιγάρχες που συνδέονται με την κυβέρνηση, όπως επιδιώκει ο κ. Ράμα», λέει στη LiFO o Λεωνίδας Παππάς, πρώην πρόεδρος της «Ομόνοιας».
Δεν είναι τυχαίο, εξηγεί, ότι «στη Χειμάρρα και τους Δρυμάδες, όπου ασκείται μεγαλύτερη οικιστική πίεση για τουριστική ανάπτυξη και υπάρχει ζήτημα με το ιδιοκτησιακό, τα ποσοστά του Μπελέρη ήταν αντίστοιχα 70% και 65%».
Αναφέρει ότι «ο Φρ. Μπελέρης επιδιώκει την ανάπτυξη οικογενειακών επιχειρήσεων και την αξιοποίηση των περιουσιών από τους ιδιοκτήτες τους». Κάτι που δεν γίνεται σήμερα, αφού η συντριπτική πλειοψηφία των Χειμαρριωτών έχει στα χέρια της μόνο προσωρινούς τίτλους ιδιοκτησίας. «Όταν ένας ντόπιος θέλει να αξιοποιήσει την περιουσία του, βρίσκει συνεχώς εμπόδια. Στην ουσία σού λένε ξεκάθαρα "πούλησέ το να ξεμπερδεύεις"» λέει ο κ. Γκούμας.
Η Χειμάρρα, αν και υπήρξε ιστορικό προπύργιο της ελληνικής παρουσίας στην Αλβανία, δεν συγκαταλέγεται στους μειονοτικούς δήμους, καθώς εξαιρέθηκε από το καθεστώς Χότζα. Οι επίσημα αναγνωρισμένοι μειονοτικοί δήμοι είναι ο δήμος Φοινίκης, που βρίσκεται κοντά στους Αγίους Σαράντα και περιλαμβάνει 59 χωριά, και ο δήμος Δρόπολης Πωγωνίου στο Αργυρόκαστρο, με 34 χωριά. Όλα αυτά τα μέρη βρίσκονται στον αλβανικό Νότο, στην πλευρά του Ιονίου, και αποτελούν τις περιοχές της Αλβανίας που μπορούν να αξιοποιηθούν τουριστικά.
Μετά την πτώση του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα, με τον νόμο 7501 αποδόθηκαν στους Έλληνες της μειονότητας κάποιες από τις εκτάσεις γης που είχαν περάσει στην κατοχή του αλβανικού κράτους. Η παραχώρηση έγινε με προσωρινούς τίτλους ιδιοκτησίας, αυστηρά και μόνο ως καλλιεργήσιμη γη.
Έκτοτε όλες οι κυβερνήσεις εξέδιδαν νέες πράξεις παραχώρησης τις οποίες διένειμαν για ψηφοθηρικούς λόγους στην εκλογική τους πελατεία, μεθοδεύοντας παράλληλα και την αλλοίωση ή ακόμη και την έμμεση εκδίωξη του γηγενούς πληθυσμού. Δημιουργήθηκε έτσι σε αρκετές περιπτώσεις ένα ιδιοκτησιακό αλαλούμ και υπήρχαν και υπάρχουν πράξεις παραχώρησης για το ίδιο ακίνητο σε δύο ή και τρεις διαφορετικούς δικαιούχους.
Όσοι Έλληνες της μειονότητας στην Αλβανία θελήσουν να αποκτήσουν ισχυρούς τίτλους ιδιοκτησίας και στη συνέχεια να εκμεταλλευτούν με άλλο τρόπο τη γη τους είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αποτύχουν: «Είναι πάρα πολύ δύσκολο για κάποιον νόμιμο ιδιοκτήτη να μπορέσει να γράψει την ιδιοκτησία του στο υποθηκοφυλακείο, παρόλο που μπορεί να διαθέτει όλα τα νόμιμα δικαιολογητικά. Κι αν αυτό το καταφέρει, του είναι εξίσου δύσκολο να βγάλει άδεια εκμετάλλευσης για το ακίνητό του», εξηγεί ο κ. Ντούλες.
Για τους Χειμαρριώτες είναι δύσκολο ακόμη και να πάρουν άδεια για να κάνουν ανακαίνιση στο σπίτι τους, λέει ο κ. Γκούμας: «Από τους δέκα Χειμαρριώτες που θα ζητήσουν άδεια, οι εννιά θα λάβουν αρνητική απάντηση από τις υπηρεσίες του δήμου».
Αντιθέτως, καμία από αυτές τις δυσκολίες δεν αντιμετωπίζουν οι Αλβανοί που έχουν διασυνδέσεις με την κυβέρνηση Ράμα: «Έρχονται Αλβανοί μεγαλοδημοσιογράφοι, δικηγόροι, πολιτικοί και μας προτείνουν να αγοράσουν σε μια καλύτερη τιμή τις εκτάσεις μας, τις οποίες εμείς δεν μπορούμε να αξιοποιήσουμε ακόμη, αν και στην περιοχή μου επιτρέπεται η δόμηση. Αυτοί, όμως, μπορούν να αλλάζουν με συνοπτικές διαδικασίες το καθεστώς της ακίνητης περιουσίας. Από καλλιεργήσιμη γη μετατρέπεται σε δομήσιμη έκταση και στη συνέχεια τη χτίζουν ανεμπόδιστα», λέει ο κ. Γκούμας.
Στον δήμο Χειμάρρας η γη που διαμοιράστηκε το 1990 αντιστοιχεί περίπου στο 25% της συνολικής γης. Το άλλο 75% παρέμεινε στο κράτος. Όπως εξηγεί ο κ. Παππάς, οι Χειμαρριώτες δεν δέχτηκαν ποτέ αυτόν το διαμοιρασμό. Πάγιο αίτημα των Χειμαρριωτών ήταν να αποδοθεί σε κάθε οικογένεια η ακίνητη περιουσία που κατασχέθηκε από τον γεωργικό συνεταιρισμό ο οποίος είχε φτιαχτεί επί κομμουνιστικού καθεστώτος και στον οποίο περιήλθε τότε όλη η ακίνητη περιουσία τους.
Το επιχείρημα στο οποίο στηρίζονται οι Χειμαρριώτες για την επιστροφή των περιουσιών τους είναι ότι υπάρχει από το αλβανικό κράτος ακριβής καταγραφή. Η πρώτη καταγραφή είχε γίνει το 1939 λόγω αγροτικής μεταρρύθμισης, αλλά και επί Χότζα, πριν κρατικοποιηθούν όλες οι περιουσίες, είχε πραγματοποιηθεί επίσης ακριβής καταγραφή των περιουσιών.
Οι Χειμαρριώτες που μίλησαν στη LiFO υποστηρίζουν ότι πίσω από τον λεγόμενο «στρατηγικό επενδυτή» κρύβεται ένας κύκλος επιχειρηματικών συμφερόντων που στηρίζεται από την κυβέρνηση Ράμα και χρησιμοποιεί τις τουριστικές επενδύσεις για να ξεπλύνει χρήμα από εγκληματικές δραστηριότητες. Το πλυντήριο των τουριστικών επενδύσεων στην Αλβανία «δεν αποτελεί πλέον μυστικό. Θα το βρείτε στις εκθέσεις προόδου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε πολλές άλλες αναφορές διεθνών οργανισμών», λέει ο κ. Ντούλες.
Σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν το 2021 παραπέμφθηκαν στην ειδική εισαγγελία κατά της διαφθοράς της Αλβανίας 317 υποθέσεις ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, έναντι 280 το 2020.Παρά την αύξηση αυτή όμως, ο αριθμός των προσώπων που καταδικάστηκαν για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος «παραμένει σχεδόν ανύπαρκτος», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται. Το 2020 καταδικάστηκαν 4 δράστες τέτοιων υποθέσεων και το 2021, μόνο ένας.
Πολλοί αναφέρουν ότι αυτοί που κάνουν τις επενδύσεις φαίνεται να είναι συνδεδεμένοι με πολιτικά πρόσωπα: «Ο σύζυγος της υπουργού Εξωτερικών, Όλτα Τζάτσκα, και ο αδελφός του πρωθυπουργού, ο Όλσι Ράμα, είναι μόνο δύο από αυτούς τους ανθρώπους που έχουν μεγάλα συμφέροντα στον δήμο Χειμάρρας».
Ειδικά για την περίπτωση του Αρτάν Γκάτσι, συζύγου της υπουργού, μέλη της ελληνικής μειονότητας έχουν καταφέρει να συγκεντρώσουν έγγραφα «τα οποία αποδεικνύουν παρανομίες σε όλα τα στάδια της διαδικασίας χαρακτηρισμού του ως "στρατηγικού επενδυτή" και απόκτησης της γης στην οποία χτίζει το ξενοδοχειακό του συγκρότημα».
Ο Αλβανός πρωθυπουργός διατείνεται ότι δεν κατέχει ούτε ένα τετραγωνικό γης στη Χειμάρρα, αλλά «είναι ανόητο να τον αποσυνδέουμε από τις περιουσίες που έχουν περάσει στην κατοχή του αδελφού του» λένε οι Χειμαρριώτες.
Η στόχευση του Ράμα τώρα είναι να βγάλει από τη μέση τον Μπελέρη, λένε οι μειονοτικοί, αφαιρώντας του το δημαρχιακό αξίωμα: υπάρχει ένα παραθυράκι στον αλβανικό εκλογικό νόμο, σύμφωνα με το οποίο αν ο Φρ. Μπελέρης δεν παραστεί στην ορκωμοσία, η οποία είναι στα τέλη Αυγούστου, θα εκπέσει του αξιώματός του, ακόμη κι αν δεν έχει γίνει η δίκη. Το αίτημα που διατυπώνουν οι εκπρόσωποι της μειονότητας είναι να αποφυλακιστεί μέχρι να γίνει η δίκη, κάτι που δεν γίνεται αποδεκτό, παρότι, όπως υποστηρίζουν πολλοί, η κατηγορία που του αποδίδεται είναι αστήρικτη.
Προς το παρόν, ο Έντι Ράμα φαίνεται να έχει το πάνω χέρι στην υπόθεση Μπελέρη, καθώς ο εκλεγμένος δήμαρχος συνεχίζει να είναι προφυλακισμένος. Ο Έντι Ράμα μοιάζει να μην πτοείται και από τη στάση της Αθήνας, η οποία, ενώ στην αρχή ήταν δυναμική, στη συνέχεια ατόνησε.
Αρχικά και αμέσως μετά τη σύλληψη του Φρέντι Μπελέρη ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε υψώσει τους τόνους, λέγοντας ότι «εκπτώσεις στο κράτος δικαίου και στην προστασία των δικαιωμάτων της ελληνικής εθνικής μειονότητας η Ελλάδα δεν πρόκειται να δεχτεί». Άφησε μάλιστα ανοιχτή απειλή-προειδοποίηση για το ενδεχόμενο λήψης μέτρων που θα ανακόπτουν την ενταξιακή πορεία της Αλβανίας: «Αν η Αλβανία θέλει να πλησιάσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει υποχρέωση να εξασφαλίσει ελεύθερες και δίκαιες δημοτικές εκλογές και να απελευθερώσει άμεσα αυτούς τους οποίους φυλάκισε, για να μπορούν να συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία».
Εκπρόσωποι των μειονοτικών εκτιμούν ότι μόνο «ένα όπλο έχει μείνει» που μπορεί να υποχρεώσει την αλβανική κυβέρνηση να σεβαστεί τα δικαιώματα της μειονότητας και αυτό είναι το βέτο στην ένταξη της Αλβανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση με ταυτόχρονο πάγωμα των κονδυλίων που διοχετεύονται στην Αλβανία εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Πάντως, η Αλβανή υπουργός Εξωτερικών (της οποίας ο σύζυγος έχει οικονομικά συμφέροντα στη Χειμάρρα) στις συναντήσεις που είχε τόσο με τον Νίκο Δένδια τον Μάιο όσο και με τον υπηρεσιακό υπουργό Βασίλη Κασκαρέλη πρόσφατα στο Όσλο παρουσίασε την προφυλάκιση ενός εκλεγμένου δημάρχου ως «ένα δικαστικό θέμα», το οποίο δεν συνιστά πολιτικό ζήτημα, «ούτε υπόθεση καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων», και ανέφερε ότι για την υπόθεση έχει επιληφθεί η «ανεξάρτητη αλβανική Δικαιοσύνη».
Το έλλειμμα του κράτους δικαίου στην Αλβανία, ωστόσο, καταγράφεται στις εκθέσεις πολλών διεθνών οργανισμών και οι εκπρόσωποι της μειονότητας υποστηρίζουν ότι «το σύνολο σχεδόν των δικαστικών λειτουργών στην Αλβανία έχει δεσμούς με την κυβέρνηση».
Επί των ημερών του Ράμα το 2019 ιδρύθηκε η Ειδική Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς και του Οργανωμένου Εγκλήματος, γνωστή με το ακρωνύμιο SPAK. «Με την ίδρυση της SPAK πραγματοποιήθηκε η αποπομπή δεκάδων δικαστικών και εισαγγελέων από την αλβανική Δικαιοσύνη. Στη συνέχεια η κυβέρνηση οργάνωσε ένα ολιγόμηνο σεμινάριο δικαστών για αποφοίτους Νομικής, από το οποίο βγήκαν πριν λίγα χρόνια οι νέοι δικαστές και εισαγγελείς της Αλβανίας».
Σύμφωνα με καταγγελίες της αντιπολίτευσης, τα 3/4 των νέων δικαστικών ήταν πρώην στελέχη της δημόσιας διοίκησης που πελατειακά βρίσκονταν σε αυτές τις θέσεις ως υποστηρικτές της κυβέρνησης Ράμα.
Για την ελληνική μειονότητα η Αλβανία «έχει πια τον δικό της πολιτικό κρατούμενο». Η αλβανική κυβέρνηση όμως πετάει την μπάλα στην εξέδρα. Αποδίδει στην υπόθεση τον χαρακτήρα μιας δικαστικής εκκρεμότητας, παρόλο που γνωρίζει ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της συνεπάγεται τον σεβασμό και την προσήλωση των Τιράνων στις αρχές του κράτους δικαίου.
Πηγή: Lifo.gr
Σχόλια