«Χάθηκε βελόνι»: Το νέο βιβλίο του Χιμαραίου συγγραφέα Χρήστου Αρμάντο Γκέζου

«Χάθηκε βελόνι»: Το νέο βιβλίο του Χιμαραίου συγγραφέα Χρήστου Αρμάντο Γκέζου

Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, γεννημένος στη Χιμάρα το 1988 και βραβευμένος από το Ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού ως Καλύτερος Πρωτοεμφανιζόμενος Συγγραφέας το 2013, επανέρχεται με ένα νέο βιβλίο. Το «Χάθηκε Βελόνι», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, είναι ένα φιλόδοξο μυθιστόρημα που μοιάζει σαν ένας συνδυασμός όλων των προηγούμενων βιβλίων του Γκέζου, διαθέτοντας τόσο παραδοσιακό όσο και μοντέρνο ύφος. Τόπος εκκίνησης και αναφοράς είναι το Δρεπένι, ένα φανταστικό μέρος που αποτελεί μυθιστορηματική μεταφορά της Χιμάρας από τον συγγραφέα. Το Δρεπένι είναι ο τόπος όπου γεννήθηκαν οι ήρωες και απλώνει τη σκιά του σε όλο το μυθιστόρημα, σαν ευχή και σαν κατάρα. Η εκδοχή που δίνεται σε κάθε κεφάλαιο για την προέλευση του ονόματός του είναι διαφορετική.

Η αρχή της αφήγησης γίνεται στο Δρεπένι, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, με επίκεντρο τον Βασίλη, ένα νέο αρχοντόπουλο της περιοχής που θα δει μια μέρα τη ζωή του να αλλάζει ριζικά, με αποτέλεσμα να περάσει σχεδόν όλη του τη ζωή στην άκρη του λόφου όπου είναι χτισμένο το πατρικό του σπίτι. Τα γεγονότα της εποχής (παγκόσμιοι πόλεμοι, προσάρτηση Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία, άνοδος κομμουνισμού, θρησκευτικές διώξεις) είναι συγκλονιστικά, όμως αφήνουν αδιάφορο τον Βασίλη, ο οποίος ζει μέσα στον δικό του κόσμο.

Το επόμενο κεφάλαιο είναι όλο γραμμένο σε τοπική γλώσσα εμπνευσμένη από το χιμαριώτικο ιδίωμα: αφηγείται η Τέτα, νύφη του Βασίλη και μάνα της οικογένειας, που ξεκινάει την ιστορία της από τα παιδικά της χρόνια στο Δρεπένι και φτάνει μέχρι την Ελλάδα του σήμερα. Μέσα από την αφήγησή της αναδεικνύονται όλες οι δυσκολίες του καθεστώτος του Χότζα στην Αλβανία, αλλά και όσα συνάντησε η οικογένειά της μετά τη μετανάστευση στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στο χωριό Μεθενιά της Πελοποννήσου. Η αφήγηση έχει φυσική ροή και ζωντάνια, περνώντας εικόνες και εμπειρίες γνώριμες σε πολλούς:

Και να μη μας λέγανε τίποτις όμως, το ήγλεπες σα μάτια τους ότι μας είχανε για Αλβανούς. Ότι μας είχανε για ξένους, για φτύματα. Εμείς κάτι παλιόρουχα είχαμε φέρει από το Δρεπένι. Παρδαλά κι ό,τι ό,τι. Σαν η μύγα σο γάλα ξεχωρίζαμε. Μου λέγανε εμένα τα αφεντικά πού τα έμαθα έτσι τα ελληνικά. Α μωρέ κακοντέληδες, μου 'ρχότανε να τους ειπώ, εγώ πού τα έμαθα τα ελληνικά ή εσείς; Αλλά δεν ήλεγα τίποτις. Έσκυβα το κεφάλι κι έβανα σην τζέπη το λέκι. Και τους φίλαγα και τα ποδάρια. Τι να ήλεγα.

Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, το πιο μοντέρνο και απαιτητικό γλωσσικά, εμφανίζεται ο τελευταίος γιος της Τέτας, Αλέξανδρος (Σάντο), πρωταγωνιστής του πρώτου μυθιστορήματος του συγγραφέα («Η λάσπη», 2014, εκδόσεις Μελάνι). Μαθαίνει τυχαία πως η οικογένειά του είχε στην πραγματικότητα έναν μικρότερο γιο, τον Μενέλαο (Νέλο), τον οποίον έχασαν στα σύνορα καθώς έρχονταν στην Ελλάδα. Αυτή η ανακάλυψη του αναζωπυρώνει το ενδιαφέρον για τη ζωή και τον οδηγεί στην Αμερική, όπου έχει ενδείξεις ότι βρίσκεται ο αδερφός του.

Μέσα από τα επιμέρους τμήματα του βιβλίου ξεδιπλώνεται η ιστορία μιας εποχής γεμάτης αντιφάσεις, με πόνο και αναταραχές, αλλά και ακλόνητη θέληση για πρόοδο.

Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία την Πέμπτη 27 Μάϊου. Μπορείτε να το προμηθευτείτε ηλεκτρονικά εδώ.

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου