Ιστορικά στοιχεία για τη δημογεροντία της Χιμάρας

 Ιστορικά στοιχεία για τη δημογεροντία της Χιμάρας

Γράφει ο Δημήτρης Ν. Κανταρτζόπουλος

Διαβάζοντας τις δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις τού Γάλλου φιλέλληνα René Puaux, αυτές που δημοσίευσε το 1913 και που περιέχονται στο βιβλίο του Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος – Οδοιπορικό του 1913, μού τράβηξε την προσοχή η ακόλουθη παράγραφος, στη σελίδα 77 του βιβλίου, όπου ο Puaux καταγράφει τα γεγονότα της 8ης όταν βρέθηκε στη Χειμάρρα:

«Αυτοκυβερνώνται [οι Χειμαρριώτες] με το αρχέγονο σύστημα της δημογεροντίας (λαϊκή γερουσία). Οι οκτώ αρχαιότεροι στα χωριά απονέμουν τη δικαιοσύνη και διοικούν την κοινότητα. Για τις υποθέσεις που αφορούν ολόκληρη της επαρχία οι δημογέροντες συγκεντρώνονται στο κυριότερο χωριό της Χειμάρρας και αυτός ο πατριαρχικός θεσμός αρκεί για να εξασφαλίσει την τάξη και την ηρεμία».

Τότε, τα χωριά της επαρχίας Χειμάρρας, όπως ο ίδιος μας ενημερώνει, ήταν 7 (εφτά): «Χειμάρρα, Κήπαρο, Βουνό, Δρυμάδες, Παλάσσα, Πυλιόρι και Κουβέτσι». Σ’ αυτά, γράφει ο Puaux, κατοικούσαν 12.000 άτομα που πλήρωναν στην «Υψηλή Πύλη» συνολικά 16.000 φράγκα το χρόνο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρει το Γενικό Στρατηγείο Ελληνικού Στρατού στον Εθνογραφικό Χάρτη Βορείου Ηπείρου για το έτος 1913, στον «καζά» της Χειμάρρας περιλαμβάνονταν 13χωριά, στα οποία κατοικούσαν συνολικά 6.188 Έλληνες και 4.460 Αλβανοί. Σε 7 από αυτά τα 13 χωριά κατοικούσαν μόνο Έλληνες: 1) Χειμάρρα (1000), 2) Κηπαρό (1200), 3) Κούδεσι (295), 4) Πήλιουρι (473), 5) Βούνος (950), 6) Δρυμάδες (1400) και 7) Παλιάσσα (550).Σε 5από τα 13 χωριά κατοικούσαν μόνο Αλβανοί: 1) Κούτσι (1180) 2) Μπολένα (980) 3) Μπόρσι (1100) 4) Φτέρα (250) και 5) Καλαράτες (650). Τέλος, στο 13ο χωριό, το Τσοράι, κατοικούσαν 320 Έλληνες και 330 Αλβανοί. Όσον αφορά τα ονόματα των χωριών, μάλλον θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι αποδίδονται ορθότερα από το Γενικό Στρατηγείο Ελληνικού Στρατού, δεδομένου ότι ο Εθνογραφικός Χάρτης Βορείου Ηπείρου που συνέταξε αποτελεί επίσημη και πρωτογενή πηγή.

Ο René Puaux επανέρχεται στο θεσμό της δημογεροντίας στις 9 Μαΐου 1913 (ό.π. σελ. 88): «Ομολογώ πως ο θεσμός της δημογεροντίας, του συμβουλίου των οκτώ γερόντων οι οποίοι διαχειρίζονται τις υποθέσεις από κοινού, με γοήτευσε». Και δεν ήταν ο μόνος. Πλείστοι μελετητές των θεσμού έχουν ασχοληθεί μ’ αυτόν κι έχουν συγγράψει πλήθος μελετών μέχρι σήμερα, όπου περιγράφουν τις ομοιότητες και τις διαφορές που παρουσίαζε ο θεσμός στις διάφορες κοινότητες των Ελλήνων. Καμία, όμως, από αυτές τις μελέτες δεν αφορά την ιστορία της δημογεροντίας της Χειμάρρας ή εγώ δεν βρήκα κάποια σχετική στις μέχρι σήμερα βιβλιογραφικές μου αναζητήσεις. Οπότε, περιορίζομαι για την ώρα σε όσες πληροφορίες προσθέτει στην ανταπόκρισή του ο Γαλλος φιλέλληνας:

«Μου έδωσαν αρκετές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες σχετικά με την αποστολή τους. Οι Χειμαρριώτες ―πάντα ζωσμένοι με τις φυσιγγιοθήκες τους και μη χαλαρώνοντας ποτέ το χέρι από το τουφέκι― έχουν κάτι από την ιδιοσυγκρασία των Κορσικανών. Έρχονται λοιπόν στιγμές που οι νεαροί πολεμιστές ανταλλάσσουν θανατηφόρους πυροβολισμούς είτε για λόγους ζηλοτυπίας είτε εξαιτίας μιας προσβολής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αρχίζει μια βεντέτα. Τότε οι δημογέροντες καταπιάνονται με τη συνδιαλλαγή. Καλούν τις οικογένειες που χωρίζει η έχθρα, και, όπως ένας πρόεδρος δικαστηρίου διαζυγίων, τους προτρέπουν να ξεχάσουν τις προσβολές. Εάν η λογική υπερισχύσει της διάθεσης για εκδίκηση, όλα τελειώνουν με ένα γεύμα, στη διάρκεια του οποίου όλοι αγκαλιάζονται και φιλιούνται. Αν η μεσολάβηση αποτύχει, η βεντέτα συνεχίζεται». Κι όπως συμβαίνει με άλλα κοινωνικά φαινόμενα, η αρχική αφορμή μπορεί να έχει ξεχαστεί, αλλά η τελευταία είναι πάντα ένας φόνος που επιζητά κάποιον επόμενο. Με άλλα λόγια, πρόκειται για έναν φονικό φαύλο κύκλο χωρίς διέξοδο.

Ο Puauxδεν επέμεινε να μάθει και να μας μεταφέρει περισσότερα για τη δημογεροντία της Χειμάρρας. Άλλωστε, παρά το ενδιαφέρον που του προκάλεσε αυτός ο θεσμός, η βασική του αποστολή ήταν η δημοσιογραφική και αυτή δεν αφορούσε την λεπτομερή καταγραφή τού συνόλου των αρμοδιοτήτων της δημογεροντίας.

Κάποια πρόσθετα, όμως, στοιχεία στα όσα έγραψε ο René Puauxγια τη δημογεροντία αναφέρονται στο άρθρο «ΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΧΕΙΜΑΡΡΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΠΕΤΡΙΔΗ» (Μεταφορά στη δημοτική: Ν. Θαλασσινός), που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΡΥΣ, στις 21 Μαΐου 2018 και που αφορά τον θεσμό στα 1892 (Αθανάσιος Πετρίδης, Φωνή της Ηπείρου, 20.11.1892 – 27.11.1892). Στο κείμενο αυτό αναφέρονται και τα ακόλουθα :

«[...] Β – Κάθε υπόθεση των ντόπιων δικάζονταν από τη Δημογεροντία, αποτελούμενη από τους πρόκριτους και τους προεστούς των σημαντικότερων κωμοπόλεων της επαρχίας, που ήταν οι εξής: Νίβιτσα, Άγιος Βασίλειος, Λούκοβο, Κυπαρό, Χειμάρρα, Δρυμάδες, Βούνος, Πικέρνι. Γ – Οι αποφάσεις της Δημογεροντίας επικυρώνονταν από τον ειδικό επίσκοπο, τον οποίο είχε τότε η Χειμάρρα, με έδρα του το Βουθρωτό (τώρα Vivarium) και που υπάγονταν στον Μητροπολίτη Ιωαννίνων.»

Εκτός από το πρόβλημα της ταυτοποίησης των χωριών που αποτελούσαν στα 1892 και στα 1913την επαρχία της Χειμάρρας, οι αναφορές του Puaux και του Πετρίδη συμφωνούν σε ένα βασικό σημείο: οι δικαστικές διαφορές εκδικάζονταν από την Δημογεροντία. Ο Peuax αναφέρεται στις υποθέσεις της βεντέτας, ενώ ο Πετρίδης μιλάει για «κάθε υπόθεση», οπότε θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι οι δικαστικές αρμοδιότητες της δημογεροντίας αφορούσαν κάθε είδους υποθέσεις: αστικές και ποινικές. Αυτό, όμως, είναι ένα ζήτημα που απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση σε πρωτογενείς πηγές, όπως θα ήταν, για παράδειγμα, τα σχετικά έγγραφα των δικαστικών αποφάσεων.

Περαιτέρω, ως προς την ταξική σύνθεση της δημογεροντίας, ο Πετρίδης μας πληροφορεί ότι αυτή αποτελούνταν «από τους πρόκριτους και τους προεστούς των σημαντικότερων κωμοπόλεων της επαρχίας», κάτι που μάλλον αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό του θεσμού σε όλες σχεδόν τις περιοχές των κοινοτήτων του ελληνισμού. Σ’ αυτές τις άλλες περιοχές οι άρχοντες που συνέθεταν τη δημογεροντία αποκαλούνταν με διάφορα ονόματα: προεστοί, επίτροποι, δημογέροντες, πρωτόγεροι ή γέροντες, σύνδικοι, κοτζαμπάσηδες, επιστάτες... Πάντως, όποια κι αν ήταν η ονομασία τους, διαπιστώθηκε είτε άμεσα είτε έμμεσα από τους φορολογικούς καταλόγους των κοινοτήτων ότι ανάμεσα στα βασικά τους προσόντα ήταν η οικονομική τους ευμάρεια και, μάλιστα, σε ορισμένες περιοχές, αυτή αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για να θέσει κανείς υποψηφιότητα στις εκλογές της δημογεροντίας.

Το έργο αυτών των αρχόντων περιελάμβανε καθήκοντα διοικητικά, δικαστικά, δημοσιονομικά, εκτελεστικά και κάποια δευτερεύοντα άλλα με σκοπό να καλυφθούν οι διάφορες κοινωνικές λειτουργίες και ανάγκες των τοπικών κοινωνιών και της οθωμανικής διοίκησης. Έτσι, επιφορτισμένοι οι δημογέροντες να επιβλέπουν και να αποκαθιστούν την τάξη στο εσωτερικό της κοινότητας, ασκούσαν και τα σχετικά δικαστικά καθήκοντα. Σε κάποιες περιοχές, τα καθήκοντα αυτά ήταν μάλλον περιορισμένα σε υποθέσεις αστικού δικαίου, ενώ σε κάποιες άλλες θα επεκταθούν και στις εκδικάσεις υποθέσεων ποινικού χαρακτήρα, με τη συνεργασία των τοπικών οθωμανικών αρχών ή χωρίς αυτές. Από την προαναφερόμενη σχετική μαρτυρία του René Puaux για τη Χειμάρρα, φαίνεται ότι οι δικαστικές ποινικές αρμοδιότητες της δημογεροντίας της Χειμάρρας ήταν μάλλον περιορισμένες στο ρόλο της ειρηνευτικής διαμεσολάβησης ανάμεσα στους αντιδίκους. Στην περίπτωση της βεντέτας, λέει ο René Puaux, «οι δημογέροντες καταπιάνονται με τη συνδιαλλαγή. [...] Αν η μεσολάβηση αποτύχει, η βεντέτα συνεχίζεται». Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με τις δικαστικές αρμοδιότητες της δημογεροντίας σε διάφορες κοινότητες της Πελοποννήσου, όπου ο ρόλος των δημογερόντων ήταν δευτερεύων και περιορισμένος στην ειρηνευτική διαμεσολάβηση ανάμεσα στους αντιδίκους, ενώ στις νησιωτικές κοινότητες, κυρίως από τον 18ο αιώνα, οι δικαστικές αρμοδιότητες των προεστών εμφανίζονται διευρυμένες.

Ένα πρωταρχικό καθήκον των δημογερόντων ήταν οι οικονομικές λειτουργίες που ασκούσαν. Σύμφωνα με το οθωμανικό φορολογικό σύστημα ο φόρος επιβαλλόταν συνολικά στις κοινότητες και οι δημογεροντίες έπρεπε να καθορίσουν το ποσό που έπρεπε να πληρώσει το κάθε φορολογούμενο μέλος της κοινότητάς τους ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα. Ο René Puaux αναφέρει στρογγυλεμένο το ποσό («16.000 φράγκα») που έπρεπε να καταβάλει ως φόρο συνολικά η κοινότητα της Χειμάρρας και, μάλλον, το υπολογίζει σε γαλλικό νόμισμα. Στρογγυλεμένο, άλλωστε, μας αναφέρει και τον αριθμό των κατοίκων («12.000») που θα έπρεπε να πληρώσουν αυτό το φόρο. Για να είναι κανείς ακριβής στις σχετικές αναφορές του, θα έπρεπε, μάλλον, να μελετήσει επισταμένως τους διάφορους φορολογικούς καταλόγους της εποχής εκείνης, εφόσον φυσικά υπάρχουν, ώστε να μας δώσει αναλυτικά και τις αναγκαίες πληροφορίες. Από αυτούς τους καταλόγους, άλλωστε, θα μπορούσαμε, ίσως, να συναγάγουμε και την κοινωνική διαστρωμάτωση των κατοίκων της Χειμάρρας. Και λέω «ίσως», γιατί υπήρξαν κάποια αρνητικά φαινόμενα σε διάφορες ελληνικές κοινότητες, όπου οι προεστοί της δημογεροντίας δεν άφησαν καλό όνομα, δεδομένου ότι στις φορολογικές κατανομές υπολόγιζαν μικρό το φόρο για τους πλούσιους και μεγάλο για τους φτωχούς. Για κάποιον από αυτούς μιλάει κι ένα ιστορικό δημοτικό τραγούδι σε μια παραλλαγή του:

Άσπρος αϊτός καθότανε ψηλά, σε μία ράχη
κι εκράταγε στα νύχια του ανθρώπινο κεφάλι.
–Κεφάλι, τι κακό ’καμες και σε κρατώ στα νύχια;
-Εκείνον τον παλιό καιρό και το παλιό ζαμάνι,
μ’ είχεν η χώρα προεστόν, μ’ είχεν η χώρα πρώτον,
στους πλούσιους έριχνα εκατό, στις χήρες τετρακόσια,
στη δόλια τη φτωχολογιά έριχνα πεντακόσια…

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου