Η πορεία του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού από το 1919 έως το 1925

Η πορεία του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού από το 1919 έως το 1925

Στις παρακάτω παραγράφους να γνωρίσουμε συγκεκριμένες πολιτικές και στρατιωτικές κινήσεις, τόσο της Ελλάδας, όσο και των Μεγάλων Δυναμένων που στη συνέχεια όρισαν την επιδίκαση της Βορείου Ηπείρου και του γηγενούς ελληνικού της στοιχείου, στο νεοσύστατο τότε, αλβανικό κράτος.

Αριθμοί, συμφωνίες που δεν καρποφόρησαν και υψηλά ξένα συμφέροντα, κατάφεραν να υποτάξουν τους Βορειοηπειρώτες, να αποτελέσουν εμπόδιο τόσο για το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Αλβανία και εν τέλει να οδηγήσουν στην απώλεια της εθνικής ελληνικής συνείδησης, μεγάλο αριθμό Βορειοηπειρωτών που δεν ήταν ελληνόφωνοι.

Ο κ. Σάββας Χ. Ιακωβίδης αποτυπώνει με σαφήνεια και με χρονική σειρά, τα γεγονότα που απέκοψαν μια για πάντα τους Βορειοηπειρώτες από την Μητέρα Ελλάδα, από το 1919 και έως το 1925.

Η συνέχεια φυσικά και είναι γνωστή, με την δημιουργία μιας περιορισμένης και μόνον ελληνόφωνης Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας, η οποία αυθαίρετα ορίστηκε από το καθεστώς του Χότζα, αφήνοντας εκτός σημαντικά βορειοηπειρωτικά κέντρα όπως τη Χιμάρα, την Κορυτσά κ.α. Μετά τη λήξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου οι εκκρεμότητες μεταξύ των νικητών και των ηττημένων επρόκειτο να διακανονισθούν από το συνέδριο ειρήνης του Παρισιού (5 Ιανουαρίου 1919 – 8 Ιανουαρίου 1920).

Άποψη από την Πρεμετή του 1920

Οι σημαντικότερες αποφάσεις λαμβάνονταν από το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο, αρμόδιο όργανο του συνεδρίου ειρήνης. Οι ελληνικές θέσεις επί του Βορειοηπειρωτικού υποβλήθηκαν από τον Έλληνα πρωθυπουργό, Βενιζέλο, στο Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο, στις 30 Δεκεμβρίου 1918. Η ελληνική κυβέρνηση προέβαλλε το επιχείρημα ότι από τους 200.000 κατοίκους της Βόρειας Ηπείρου συνολικά, οι 120.000 ήταν χριστιανοί ελληνόφωνοι ορθόδοξοι, αλβανόφωνοι και βλαχόφωνοι με ελληνική εθνική συνείδηση. Στο ίδιο πλαίσιο, της υπεράσπισης των ελληνικών θέσεων στο παραπάνω Συμβούλιο, έγινε λόγος από την ελληνική αντιπροσωπεία, η και για τη γεωγραφική και οικονομική σύνδεση της Βόρειας Ηπείρου με την υπόλοιπη Ήπειρο.

Στις 5 Φεβρουαρίου 1919 το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο συγκρότησε ειδική επιτροπή, η οποία επρόκειτο να εξετάσει το ζήτημα των ελληνικών διεκδικήσεων. Η ιταλική αντιπροσωπεία, κατά τη διάρκεια των εργασιών του συνεδρίου ειρήνης, ενώπιον των υπόλοιπων μελών της παραπάνω ειδικής επιτροπής, υποστήριξε τη διατήρηση της συνοριακής γραμμής μεταξύ Ελλάδας- Αλβανίας, όπως αυτή οριζόταν από το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας. Η αντιπροσωπεία των Η.Π.Α. πρότεινε να δοθεί η περιφέρεια του Αργυροκάστρου στην Ελλάδα, όχι όμως και η περιφέρεια της Κορυτσάς, ενώ οι Γάλλοι και οι Βρετανοί αντιπρόσωποι ταυτίστηκαν με τα ελληνικά αιτήματα.

Συμφωνία Ελλάδας και Γαλλίας στην Κορυτσά το 1919

Τελικά η επιτροπή στις 30 Μαρτίου 1919 ολοκλήρωσε το έργο της, υποβάλλοντας στο Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο σχετικό υπόμνημα με τις θέσεις των αντιπροσώπων των τεσσάρων κρατών, νικητών του πρώτου παγκοσμίου πολέμου (Η.Π.Α., Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία), χωρίς όμως να επιτευχθεί συμβιβασμός για τη ρύθμιση του Βορειοηπειρωτικού.

Η κινητικότητα του Βενιζέλου στο Βορειοηπειρωτικό ζήτημα την περίοδο εκείνη είχε ως αποτέλεσμα την προσέγγιση με την ιταλική πλευρά, με αποτέλεσμα την υπογραφή μυστικής συμφωνίας μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών της Ιταλίας και της Ελλάδας, στις 16/29 Ιουλίου 1919. Με την παραπάνω συμφωνία, η οποία έμεινε γνωστή ως το Σύμφωνο Tittoni- Βενιζέλου, η ιταλική κυβέρνηση αποδέχτηκε την ένωση της Βόρειας Ηπείρου με την Ελλάδα.

Όμως η τύχη του Βορειοηπειρωτικού συνδέθηκε με το Αδριατικό ζήτημα, με τρόπο έτσι για να αποκτήσει διεθνή αναγνώριση το Σύμφωνο Tittoni- Βενιζέλου έπρεπε πρώτα να επιλυθεί το Αδριατικό ζήτημα.

Γενικότερα με το παραπάνω Σύμφωνο η Ιταλία αναγνώρισε την προσάρτηση της Βόρειας Ηπείρου στην Ελλάδα συμπεριλαμβανομένων των χριστιανικών χωριών της Χειμάρρας, του Δέλβινου, του Αργυροκάστρου, της Πρεμετής, του Λεσκοβικίου, της Ερσέκας, της Μοσχόπολης, της Κορυτσάς και της περιοχής Ρίζης και Ζαγοράς.

Στη συνέχεια προέκυψε ομόφωνη απόφαση των αντιπροσώπων της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας για την εκχώρηση της Βόρειας Ηπείρου στην Ελλάδα, της Κορυτσάς συμπεριλαμβανομένης, υπό τον όρο όμως η ελληνική κυβέρνηση να μην καταλάβει την περιοχή μέχρι την οριστική ρύθμιση του Αδριατικού ζητήματος μεταξύ της Ιταλίας και της Γιουγκοσλαβίας.

Τελικά το Αδριατικό ζήτημα ρυθμίστηκε με τη Συνθήκη του Rapallo, η οποία υπογράφηκε μεταξύ της Ιταλίας και της Γιουγκοσλαβίας στις 30 Οκτωβρίου/12 Νοεμβρίου 1920.

Στις 14 Ιανουαρίου 1920 η Συνδιάσκεψη της ειρήνης εξέδωσε διακοίνωση της οποίας η τέταρτη παράγραφος όριζε ότι η Ιταλία θα κρατούσε τον έλεγχο της Αυλώνας και την εντολή για τα ζητήματα της Αλβανίας, ενώ το νότιο σύνορο της Αλβανίας θα ήταν η προταθείσα γραμμή από τη γαλλική και τη βρετανική αντιπροσωπεία στην Επιτροπή επί των ελληνοαλβανικών συνόρων.

Ο Ιταλός πρωθυπουργός Giovanni Giolitti

Στις ιταλοαλβανικές διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν, στα μέσα Απριλίου 1920, επιτεύχθηκε συμφωνία, βάσει της οποίας τα ιταλικά στρατεύματα επρόκειτο να αποχωρήσουν από το Αργυρόκαστρο, την Πρεμετή και το Λεσκοβίκι, ενώ τον επόμενο μήνα αποχώρησαν και τα γαλλικά στρατεύματα από την Κορυτσά, χωρίς να υπάρξει συνεννόηση με την ελληνική κυβέρνηση για αντικατάσταση των γαλλικών δυνάμεων με ελληνικές. Οι ελληνοαλβανικές διαπραγματεύσεις κατέληξαν στις 15/28 Μαΐου 1920 στο Πρωτόκολλο της Καπεστίτσας, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα δεσμεύτηκε να μην καταλάβει την Κορυτσά, αναμένοντας τη διευθέτηση του ζητήματος είτε από τη Συνδιάσκεψη είτε κατόπιν διμερούς συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Με βάση το ίδιο Πρωτόκολλο η Αλβανία δεσμεύτηκε να επιληφθεί της προστασίας του ελληνικού στοιχείου της Βόρειας Ηπείρου και να σεβαστεί οποιαδήποτε απόφαση λάμβαναν οι Μεγάλες Δυνάμεις για τα ελληνοαλβανικά σύνορα.

Στις 17 Μαΐου 1920 η Αμερικανική Γερουσία αναγνώρισε με σχετικό της ψήφισμα τα ελληνικά δίκαια στη Βόρεια Ήπειρο.370 Στα τέλη Ιουνίου 1920 ο νέος πρωθυπουργός της Ιταλίας, Giovanni Giolitti, μίλησε δημόσια για την ανεξαρτησία της Αλβανίας, ενώ στις 22 Ιουλίου 1920, ο νέος υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας, Sforza, κατήγγειλε τη συμφωνία Tittoni- Βενιζέλου, στηριζόμενος στο άρθρο 7 της παραπάνω συμφωνίας, το οποίο αναγνώριζε το δικαίωμα σε κάθε πλευρά να αποδεσμευθεί από την υποχρέωση τήρησης των όρων της συμφωνίας εφόσον δεν ικανοποιούνταν οι διεκδικήσεις της.

Στις 17 Δεκεμβρίου 1920 η Αλβανία έγινε δεκτή ως ισότιμο μέλος στην Κοινωνία των Εθνών, ενώ στις 25 Ιουνίου 1921 το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών παρέπεμψε το αλβανικό ζήτημα στην Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη, καθώς αποποιήθηκε κάθε αρμοδιότητα να ασχοληθεί το ίδιο με το παραπάνω ζήτημα. Στις 29 Ιουλίου 1921 η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη στο Παρίσι παρέπεμψε το αλβανικό ζήτημα σε ειδική επιτροπή, η οποία κατόπιν της έντονης πίεσης του Ιταλού αντιπροσώπου Galli αποφάσισε την παραχώρηση της Βόρειας Ηπείρου στην Αλβανία. Στις 9 Νοεμβρίου 1921, η Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη, με σχετική απόφαση που εξέδωσε, κατακύρωσε τη Βόρεια Ήπειρο στην Αλβανία, την οποία αναγνώρισε ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος, με νότια σύνορα τα καθορισθέντα από το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17-12-1913).

Η αλβανική αποστολή στην Κοινωνία των Εθνών

Η παραπάνω απόφαση υπογράφηκε από τις κυβερνήσεις της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας. Στις 27 Ιανουαρίου 1925, στη Φλωρεντία, η ειδική ιταλοαγγλική επιτροπή, υπό την προεδρία Ιταλού στρατηγού, υπογράφηκε το τελικό Πρωτόκολλο το οποίο στην ουσία επικύρωνε τα όρια της νότιας αλβανικής μεθορίου, όπως αυτή καθορίστηκε από το πρώτο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας της 17ης Δεκεμβρίου 1913.

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου