Απάντηση του Πατριάρχη Βαρθολομαίου στον Αρχιεπίσκοπο Τιράνων Αναστάσιο

 Απάντηση του Πατριάρχη Βαρθολομαίου στον Αρχιεπίσκοπο Τιράνων Αναστάσιο

Απαντητικό γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου στην από 14ης.01.2019 επιστολή του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου έδωσε την Κυριακή στη δημοσιότητα το Γραφείο Τύπου του Πατριαρχείου, στο οποίο, μεταξύ άλλων, κάνει λόγο για κατασυκοφάντηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του ιδίου με αφορμή το ουκρανικό εκκλησιαστικό ζήτημα.

Η πατριαρχική απάντηση αφορά την από 14 Ιανουαρίου 2019 επιστολή του Προκαθημένου της Εκκλησίας της Αλβανίας Αναστασίου που ζήτησε τη σύγκληση της Πανορθόδοξης Συνόδου για τη διευθέτηση του εκκλησιαστικού αδιεξόδου στο φλέγον ζήτημα.

Παράλληλα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος διευκρινίζει ότι δεν υπήρξαν πολιτικές σκοπιμότητες και άλλου είδους κίνητρα για την απονομή του περίφημου Τόμου της Αυτοκεφαλίας.

Αναλυτικά η επιστολή έχει ως εξής:

Φανάρι, 9 Μαρτίου 2019

Κατόπιν της δημοσιοποιήσεως από την Αγιωτάτη Εκκλησία της Αλβανίας του από 14.01.2019 γράμματος του Προκαθημένου της προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, σε σχέση με την Αυτοκεφαλία της Ουκρανίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο δημοσιεύει σήμερα την σχετική απάντησή του προς την Α. Μακαριότητα.

Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Τιράνων και πάσης Αλβανίας, εν Χριστώ τω Θεώ λίαν αγαπητέ και περιπόθητε αδελφέ και συλλειτουργέ της ημών Μετριότητος κύριε Αναστάσιε, την Υμετέραν σεβασμίαν Μακαριότητα αδελφικώς εν Κυρίω κατασπαζόμενοι, υπερήδιστα προσαγορεύομεν.

Ελάβομεν και διεξοδικώς εμελετήσαμεν το από 14ης παρελθόντος μηνός Ιανουαρίου ε.ε Υμέτερον αδελφικόν Γράμμα κατ᾿ ακολουθίαν των από 24ης Δεκεμβρίου ημετέρων τοιούτων, σχετικώς προς τας εν Ουκρανία υφ᾿ ημών κανονικώς γενομένας Εκκλησιαστικάς Πράξεις και επί την απάντησιν ήκοντες προαγόμεθα, όπως, εν πνεύματι αληθευούσης διδαχής, περί ης ως ο ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης έχομεν χρέος έναντι των εκασταχού αγίων αδελφών, εκθέσωμεν Υμίν τα ακόλουθα:

Οι Θεοφόροι Πατέρες, οι και διά των Θείων και Ιερών Κανόνων αναθέσαντες εις τον Θρόνον της του Κωνσταντίνου τας γνωστάς τοις πάσιν πανιέρους και φρικτάς αυτού υπερορίους ευθύνας, ουχί εν είδει προνομιών αλλά θυσίας, διείδον, Πνεύματι Θεού αγόμενοι, την ανάγκην οριστικής διευθετήσεως των ανά τας Τοπικάς Εκκλησίας αναφυομένων προβλημάτων των μη δυναμένων ίνα επιλυθώσιν υπ᾿ αυτών. Αύτη η κληρουχία της καθ᾿ ημάς Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας διηκονήθη αδιαστίκτως καθ᾿ όλους τους παρελθόντας αιώνας εν πνεύματι συνέσεως και μετά φόβου Θεού υπό των μακαρίων και αοιδίμων Προκατόχων ημών εντός πάντοτε του καθηγιασμένου και κανονικώς αμεταθέτου καθεστώτος της Πενταρχίας των Πρεσβυγενών Θρόνων διά της φιλαδέλφου, ως εικός, αλληλοπεριχωρήσεως «εις μίαν σύμπνοιαν και συμφυίαν πνευματικήν ενούμενοι, διά της εν Αγίω Πνεύματι αγάπης, αλλήλων αντ[ιλαμβανόμενοι]»[1]. Εκ ταύτης της διαρκούς δισυποστάτου σχέσεως τούτο μεν, η πρωτεύουσα του Κωνσταντινουπόλεως θέσις παντάπασι διακηρύττεται ουδένα ενδοιασμόν η ανησυχίαν προκαλέσασα πώποτε παρά τοις λοιποίς Πατριάρχαις, καθ΄όσον είπερ τις και άλλος εγίγνωσκον κάλλιστα ότι ουδείς απολύτως κίνδυνος υπήρχεν εις «μη τον καπνώδη τύφον του κόσμου δόξωμεν εισάγειν τη Χριστού Εκκλησία, ήτις το φως της απλότητος και της ταπεινοφροσύνης την ημέραν τοις τον Θεόν ιδείν επιθυμούσι προσφέρει»[2] τούτο δε, ότι «το αντιλαμβάνεσθαι μεν και εκ των ενόντων βοηθείν-καθ᾿ α Νεόφυτος Ζ,΄ο μακαρία τη λήξει Προκάτοχος ημών, περιγράφει-προς τας χρείας και τοις λοιποίς αγιωτάτοις Πατριαρχικοίς Αποστολικοίς Θρόνοις, πάνυ προσήκον εκ παλαιού ηγείται ο καθ᾿ ημάς ουτωσί αγιώτατος Πατριαρχικός Αποστολικός Οικουμενικός Θρόνος, αφαιρείσθαι γε μην εκείνων τα δίκαια και πλεονεκτείν αδικούντα, ουχ όπως πράττειν αλλ᾿ ουδέ ακούειν ανέχεται. Εκείνο μεν γαρ άξιον και δίκαιον εαυτού, τούτο δε τουναντίον άδικόν τε και απρεπές»[3].

Εν μέσω τοιούτων πανηγυρικών δηλώσεων ευλαβείας προς τα Κανονικά δικαιώματα της εσωτερικής διοικητικής αυτοτελείας των κατά τόπους αδελφών Εκκλησιών επιπροσθέτως καταγράφομεν την απόφανσιν και Ανθίμου Στ΄ προς την Εκκλησίαν Αντιοχείας καθ᾿ ον «…ουχί άπαγε προς κατάργησιν των Κανονικών λόγων και δικαιωμάτων άπερ κέκτηται ο αγιώτατος αυτός Θρόνος και προς τα οποία ουδέποτε απέβλεψεν η Μεγάλη Εκκλησία να μετέλθη επέμβασίν τινα και επίθεσιν, είτε εν χηρεία αυτού είτε άλλοτε, τουναντίον δε μάλιστα αείποτε υπεστήριξε τα προνόμια αυτού και επεχορήγησε θερμουργόν προστασίαν εις τοσαύτας κατά καιρούς δεινάς περιστάσεις αφορώσας την συντήρησιν των Ορθοδόξων από πάσης των εναντίον προσβολής• και ταύτας τας προστασίας και εναγωνίους υπερασπίσεις της Εκκλησίας υπέρ του Θρόνου άπειρα διακηρύττουσι παραδείγματα, καθώς και αυτή η εσχάτως αποκατάστασις του αγίου Αμίδης, υπέρ ου εδαπάνησε και εξακολουθεί δαπανάν αδράς ποσότητας, καθώς και προ αυτής τα κατά την Μητρόπολιν Χαλεπίου συμβάντα, και άλλαι άπειροι περιστάσεις, κατά τας οποίας η Μεγάλη Εκκλησία, μακράν παντός ιδιορρύθμου σκοπού αλλά και με πραγματικάς θυσίας, προυνόησεν, ως εξ ανωτάτης περιωπής, και πολυειδώς ηγωνίσθη υπέρ των πνευματικών συμφερόντων του Θρόνου και των αποτελούντων αυτόν Ορθοδόξων, αναλαμβάνουσα εις εαυτήν πολλά αυτού βάρη» [4].

Ταύτα πάντα συνίσχυον ομού μετά της Θεόθεν και απαραβάτως καθηγιασμένης πράξεως της Εκκλησίας, ήτις εκ των πρώτων χρόνων διαγορεύει ότι «συνήθεια άνωθεν κεκράτηκε, τους ενδημούντας τη μεγαλωνύμω Πόλει αγιωτάτους Επισκόπους, ηνίκα καιρός καλέση, περί αναπιπτόντων τινών Εκκλησιαστικών πραγμάτων συνείναι και διατυπούν έκαστα και αποκρίσεις αξιούν τους δεομένους». Ως εκ τούτου, ου μόνον ένθα περί Δογμάτων και ιερών Παραδόσεων και Κανονικών Εκκλησιαστικών Διατάξεων ή περί γενικών ζητημάτων αφορώντων εις ολόκληρον το σώμα της Εκκλησίας αλλά και εν πάσι τοις σχετικώς σπουδαίοις επί μέρους ζητήμασι τοις ενδιαφέρουσι ταύτην ή εκείνην την Τοπικήν Εκκλησίαν, η κηδεμονική πρόνοια και αντίληψις της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας παρεμβαινούσης-ποι μεν, αυτεπαγγέλτως και ως εκ καθήκοντος, ποί δε, κατ᾿ επίκλησιν των ενδιαφερομένων-και παρεχούσης την αποτελεσματικήν αυτής συμβολήν, προς διαίτησιν και επίλυσιν διαφορών αναφυεισών μεταξύ των αγίων του Θεού Εκκλησιών, προς διευθέτησιν διαφωνιών μεταξύ ποιμένων και ποιμνίου, προς απαλλαγήν από επιπρουσθουσών δυσχερειών και επάνοδον των Εκκλησιαστικών πραγμάτων εις την Κανονικήν αυτών τροχιάν, προς επίρρωσιν της έστιν ότε ανεπαρκούς ενεργείας των πνευματικών αρχηγών των επί μέρους Εκκλησιών, προς στήριξιν των ασθενών και σαλευομένων ή καταρραδιουργουμένων εν τη Ορθοδόξω πίστει, προς αποσόβησιν, συνελόντι ειπείν, των παντοίων ηθικών και υλικών κινδύνων των επαπειλούντων την ευστάθειαν των αγιωτάτων εκείνων Εκκλησιών ουδέποτε και ουδαμού βραδύνει ή ελλείπει.

Πλανάται, λοιπόν, άνευ αμφιβολίας ο θεωρών ότι αύτη η ουσιώδης και όλως αναγκαία διά το Καθολικόν Σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας λειτουργία της Μητρός Εκκλησίας αποτελεί προιόν των κάτω χρόνων καθώς αδιαψεύστως έλκει την απαρχήν αυτής εις πολλώ αρχαιοτέρους χρόνους. Και προς τούτο φέρομεν όλως ενδεικτικώς εν προκειμένω το του Καλλίστου Α΄ σχετικόν προς την υπόθεσιν του Τιρνόβου Γερμανού Β΄, του αποπειραθέντος ίνα διεκδικήση πραγματικά πατριαρχικά προνόμια παρά τον ψιλόν τίτλον του «Πατριάρχου», ον εκ της Μεγάλης Εκκλησίας έλαβεν, καθ᾿ α Κάλλιστος απεφήνατο ότι «και χωρίς δε τούτου, ει ο της Κωνσταντινουπόλεως Θρόνος και τας των άλλων Πατριαρχών Αλεξανδρείας και Αντιοχείας και Ιεροσολύμων κρίσεις επανακρίνει και διευθετεί και επιψηφίζεται και το κύρος δίδωσιν, ως οι θείοι Κανόνες διαγορεύουσιν και αι πράξεις επεμαρτύρησαν, πως ου πολλώ μάλλον της των Βουλγάρων Εκκλησίας ο Θρόνος ούτος κύριος έσται, παρ᾿ ου και το ονομάζεσθαι Πατριάρχης τετίμηται»[5], ως και Λουκά Α΄ του Χρυσοβέργη, όστις παρουσιάζεται ημίν ως εξασκών το δικαίωμα «του τας εν τοις άλλοις Θρόνοις γινομένας αμφισβητήσεις επιτηρείν και διορθούσθαι και πέρας επιτιθέναι ταίς κρίσεσι»[6], και επί τη βάσει αυτού ακυρών την υπό του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Ιωάννου και της περί αυτόν Συνόδου εκδοθείσαν ποινήν της καθαιρέσεως κατά του Επισκόπου Αμαθούντος Ιωάννου. Την αρχαίαν ταύτην πράξιν της Εκκλησίας, ως τοις Εκκλησιαστικοίς Κανόσι συνάδουσαν, επιβεβαιούσι περιτράνως και οι τέσσαρες Πατριάρχαι της Ανατολής, ήτοι ο εκ των ημετέρων Προκατόχων Διονύσιος Γ΄, ο Αλεξανδρείας Παίσιος, ο Αντιοχείας Μακάριος και ο Ιεροσολύμων Νεκτάριος εν έτει 1663 εν Τόμω δι᾿ ου επέλυσαν είκοσι και πέντε κεφάλαια ζητημάτων προβληθέντα αυτοίς υπό του κλήρου της Ρωσσικής Εκκλησίας. Εις την η' ερώτησιν: «Ει τω Κωνσταντινουπόλεως Θρόνω εφείται πάσα κρίσις άλλων Εκκλησιών και παρ᾿ αυτού λαμβάνει εκάστη υπόθεσις Εκκλησιαστική πέρας;» απήντησαν ότι «Το προνόμιον τούτο του Πάπα ην προ του διαρραγήναι της Καθολικής Εκκλησίας….ήδη δε εκείνου διαρραγήναι της Καθολικής Εκκλησίας… ήδη δε εκείνου διαρραγέντος, αι υποθέσεις πασών των Εκκλησιών εις τον της Κωνσταντινουπόλεως Θρόνον αναφέρονται και παρ᾿ αυτού τας αποφάσεις λαμβάνουσιν..». Επαναλαμβάνουσι δε περί τούτου και εις τας κα΄ και κβ΄ τοιαύτας». [7].

Ορώμεν, ουν, Μακαριώτατε, ποίας ευθύνης Θρόνος εστίν ο της Κωνσταντινουπόλεως και ποίων τρόπων μέτοχος και διάδοχος οφείλει ίνα ανυπερθέτως καθίσταται ο κατά καιρούς και χρόνους Αρχιεπίσκοπος αυτού και Οικουμενικός Πατριάρχης. Εξ όλων των ασφαλών και εστώτων τούτων συνάγεται αδιαμφισβητήτως ότι αι επί μέρους κατά τον παρελθόντα και τον νυν αιώνα διορθόδοξοι προσπάθειαι και πρωτοβουλίαι της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας εσφαλμένως εξελήφθησαν τυχόν υπό τινων ως απεμπόλησις των τοιούτων αμετακινήτων ευθυνών άμα δε και διακονικών προνομιών αυτής εν ονόματι οιονεί τινος κοινοβουλευτικής ομοσπονδίας- ως και ρητώς ελέχθη ατυχώς- των επί μέρους Τοπικών Εκκλησιών, ήτις συναποφασίζει μετά των Πρεσβυγενών Θρόνων επί παντός θέματος. Η τοιαύτη εν πνεύματι κενώσεως πάντοτε πράξις της Μητρός Εκκλησίας απέβλεπε και αποβλέπει εις την εν αγάπη Χριστού και αφελότητι καρδίας κοινωνίαν των κατά τόπους Αγίων του Χριστού Εκκλησιών, προς πλησμονήν σοφίας και χάριτος, προς καταρτισμόν και σύμπλευσιν εν τοις ποιμαντικοίς θέμασι, προς οικοδομήν εν τέλει του σώματος των πιστών. Τα νεωστί και ούτω καλούμενα «αυτοκέφαλα» εδόθησαν και δίδονται υπό της κοινής τροφού των Ορθοδόξων Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας διά την εν τοις επί μέρους καλλιτέραν και εύρυθμον εσωτερικήν οργάνωσιν των καθ᾿ έκαστα Εκκλησιών και ουχί διά να παραλλάσσεται το άγιον πολίτευμα της Εκκλησίας, το προκύψαν εκ της μακράς ιεροκανονικής εν Οικουμενικαίς Συνόδοις παραγωγής προς δημιουργίαν εσφαλμένης αντιλήψεως αυταρκών τοπικών εκκλησιών και κατακερματισμού του ενός και αδιαιρέτου Σώματος της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής του Χριστού Εκκλησίας.

Η Αυτοκεφαλία απομονουμένη και υπερτονιζομένη καθίσταται προβληματική καθώς δεν υπηρετεί τον σκοπόν δι᾿ ον αύτη εθεωρήθη εύχρηστος εν τη Εκκλησία. Ειρήσθω δ᾿ ενταύθα ότι τα Αυτοκέφαλα καθεστώτα, τα υφ᾿ όρους και τρόπους παραχωρούμενα υπό της Μητρός Εκκλησίας διά τας κατά καιρούς και χρόνους ζωτικάς ανάγκας των ανά την Οικουμένην τέκνων αυτής, ου τυγχάνουσιν αμετακίνητον και στατικόν σύστημα αλλά προσαρμοζόμενον εις τας ποιμαντικάς επιταγάς της σήμερον, μεθ᾿ ιερότητος και πολλής περισκέψεως. Τα ολίγιστα ταύτα επεσημειώθησαν προς επανατροχιασμόν του πρωτευθύνου και θυσιαστικού χαρακτήρος της Μητρός Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και προς έκφρασιν υγιούς κατά πάντα εκκλησιολογίας, καθώς ιστάμενοι ενώπιον των μακαρίων μορφών των προ ημών Πατριαρχευσάντων μη κριθώμεν υπό του Κυρίου της Ιστορίας και υπ᾿ αυτών ως απομειώσαντες, α εκείνοι εν μέσω κόπων και μόχθων και εν δυσχειμέροις καιροίς ωκοδόμησαν και περιεκράτησαν αίροντες τον σταυρόν της ευθύνης έναντι της Εκκλησίας.

Ούτως εχόντων των καθ᾿ ημάς εκκλησιαστικών πραγμάτων εμφαίνεται σαφώς και αδιαφιλονικήτως η κανονικώς τεθεσπισμένη έκκλητος πρόνοια της Μετριότητος ημών, πρόνοια, ήντινα ησκήσαμεν και εις την περίπτωσιν των Ιερωτάτων Μητροπολιτών πρ. Κιέβου κυρίου Φιλαρέτου και πρ. Λβωφ κυρίου Μακαρίου. Υπάρχει, Μακαριώτατε, μία σπουδαιοτάτη πραγματεία του εγνωσμένης, διά θαυματουργικών σημείων έτι ζώντος, αρετής του οτρηρού και εμβριθούς περί τα ιεροκανονικά ζητήματα αειμνήστου Μητροπολίτου Αγχιάλου και είτα Σμύρνης Βασιλείου συνταχθείσα και εν αωοζ΄έτει συνοδικώς κυρωθείσα περί του κύρους της χειροτονίας κληρικών υπό Επισκόπου καθηρημένου ή σχισματικού ή και αιρετικού χειροτονηθέντων, ήνπερ και συνημμένως αποστέλλομεν Υμίν, εις την οποίαν περιγράφεται διά πολλών και βεβαίων η διαχρονική θέσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί του ζητήματος τούτου.

Μη επιθυμούντες ίνα μεταφέρωμεν αυτόθι απάσας τας εν αυτή εκτεθειμένας περιπτώσεις αρκούμεθα εις το υπό των εν Νικαία το πρώτον συνελθόντων Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων επιλυθέν σχίσμα των Μελιτιανών, συνωδά τη περί Ναυατιανών διατάξει του η' Κανόνος.

Ο διαληφθείς Μελίτιος ήτο Επίσκοπος Λυκοπόλεως εν Αιγύπτω και εκατηγορήθη επί σειρά όλη παρανομιών και επί αρνήσει της πίστεως και θυσία εις τα είδωλα. Καθηρέθη δε περί το 302 μ.Χ. Μη στέρξας την καθαίρεσιν εδημιούργησε περί εαυτόν παράταξιν και εποίησε το λεγόμενον σχίσμα των Μελιτιανών. Ότε δε επετεύχθη ο συμβιβασμός μετ᾿ αυτού, καθ᾿ α περιγράφει Αθανάσιος ο Μέγας, Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, παρέδωκεν εις τον προκάτοχον του Αγίου, Αλεξανδρείας Αλέξανδρον βρέβιον ήτοι κατάλογον των υπ᾿ αυτού χειροτονηθέντων κατά το διάστημα της ποινής αυτού Επισκόπων, πρεσβυτέρων και διακόνων, απάντων αποκατασταθέντων άνευ αναχειροτονίας εις τους οικείους αυτοίς βαθμούς. Το δε σχίσμα τούτο εταλάνισε την Εκκλησίαν έως και της εβδόμης εκατονταετηρίδος, οι δε εξ αυτού επιστρέφοντες εγένοντο δεκτοί εις την κοινωνίαν της Εκκλησίας άνευ αναβαπτισμού ουδέ χρίσεως διά του Αγίου Μύρου, καθ᾿ α πληροφορεί πάντας ημάς Θεόδωρος ο Στουδίτης εν τη Μ΄ Επιστολή αυτού προς Ναυκράτιον.

Όμως και εις τους εσχάτους χρόνους, ότε εν έτει 1945 η καθ᾿ ημάς Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία συνεχώρησε τοις καταδικασθείσιν υπό της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου του έτους 1872 Βουλγάροις και τη Εκκλησία αυτών, ους ου μόνον καθήρεσε τότε αλλά και αφώρισε, πως εγένετο η αποκατάστασις; Δι᾿ αναχειροτονίας; Ήσαν μήπως οι συγχωρηθέντες οι αυτοί τοις καταδικασθείσι; Μονονουχί, αλλ᾿ ήσαν οι εκλεγέντες και κληρωθέντες υπ᾿ αυτών και των επιγενομένων αυτοίς. Και ότε η Εκκλησία της Ρωσσίας προ τινων ετών, υψηλή πολιτική πιέσει, συνεχώρησε τοις σχισματικοίς έως τότε μέλεσι της ROCOR, τίνι τρόπω τους εδέχθη εις κοινωνίαν, δι᾿ αναβαπτισμού και αναχειροτονίας;

Μακαριώτατε,

Δόξα τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι ότι εφανέρωσεν εις ημάς καθ᾿ ομοίωσιν της Τριαδικής δόξης τα εν τη Εκκλησία τελούμενα και εδραζόμενα ουχί μόνον επί της Αγίας Γραφής, ως παρά Διαμαρτυρομένοις, αλλ᾿ επί της τιμιωτάτης και κενωτικής και καθηγιασμένης ιεράς πράξεως της Εκκλησίας κατά την δισχιλιετή πορείαν αυτής επί γης. Διό και προβαλλόμενοι τα ανωτέρω, αντιλαμβανόμεθα ότι η ανοχή και η μακρόθυμος στάσις της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας εξελήφθησαν υπό των υπ᾿ αυτής μεγάλως ευεργετηθέντων ως παραίτησις αυτής εκ της περαιτέρω πορείας της Εκκλησίας.

Και απορούμεν πώς αύτη η προπέτεια και κατασυκοφάντησις της Μητρός Εκκλησίας και της ημών Μετριότητος προσωπικώς γίνεται υπ᾿ ενίων ανεκτή και εν τισι περιπτώσεσιν, εκόντων ή ακόντων αυτών, υιοθετείται υπό την μορφήν αποδοχής και επαναλήψεως της επιχειρηματολογίας των κινησάντων την πτέρναν κατά της ευεργέτιδος. Αγαπώσιν ούτοι οι μαθηταί υπέρ τους διδασκάλους την Εκκλησίαν και την ενότητα αυτής; Μη γένοιτο.

Κηρύττομεν εν Φαναρίω τα αυθεντικώς κληροδοτηθέντα ημίν περί εκκλησιολογίας, καθ᾿ ότι εκ του φρέατος των Πατέρων ημών αντλούμεν και ουχί εξ ιδιοτελείας ή άλλων ταπεινών κινήτρων και πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Συνεπώς απόκειται εις πάντας υμάς η ευθύνη της αφομιώσεως των προεκτεθεισών αληθειών, ουχί βεβαίως προς κύρωσιν αυτών, άτε όλως γνησίως κεκυρωμένων υπό της εκκλησιαστικής πράξεως ουσών, αλλά προς επανατοποθέτησιν επί το ορθόν και το καθηγιασμένον υπό της πολυτίμου και γνησίας πείρας των Πατέρων των μόνον εις Θεόν ελπισάντων, Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν.

‚βιθ' Φεβρουαρίου κ'

Της Υμετέρας σεβασμίας Μακαριότητος

αγαπητός εν Χριστώ αδελφός

[1] Σιγιλλιώδες Γράμμα Γαβριήλ Γ΄ περί της εκλογής του Ιεροσολύμων Χρυσάνθου, Καλ. Δελικάνη, Τόμος ΙΙ, σελ. 468

[2] Επιστολή Πατέρων της εν Καρθαγένη Συνόδου προς τον Πάπαν Καιλεστίνον, εν τέλει των Κανόνων της αυτής Συνόδου.

[3] Καλ. Δελικάνη, Τόμος ΙΙ, σελ. 217.

[4] Καλ. Δελικάνη, Τόμος ΙΙ, σελ. 314.

[5] Miklosisch et Mόller, Acta Patriarchatus Constantinopolitani, Τόμος Ι, σελ. 438.

[6] Ματθαίου Βλάσταρη «Σύνταγμα κτλ….Στοιχείον ΙΙ».

[7] Κανονικαί Διατάξεις» Μ. Γεδεών, Τόμος Ι, σελ. 341-346.

πηγη:ΑΠΕ


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου