Οι πιέσεις κατά των μελών της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας και κατά της οργάνωσής της «ΟΜΟΝΟΙΑ», κάθε μέρα και αυξάνονται. Το αποκορύφωμα η απέλαση του Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομου Μαϊδώνη από την Μητρόπολη του Αργυροκάστρου.
Ο κόσμος και οι πιστοί αντέδρασαν και άγρια συμπλοκή συνέβη με την αστυνομία. Από τους Αγίους Σαράντα για την υποστήριξη του Αρχιμανδρίτη ξεκίνησαν δώδεκα λεωφορεία με πιστούς, τους οποίους η αστυνομία δεν τους άφησε να πάνε για το Αργυρόκαστρο. Τους σταμάτησαν στις στροφές της Μουζίνας και ποδαράτοι πήγαν στην εκκλησία της Γράψης, όπου και διαμαρτυρήθηκαν. Τα πιο σκληρά γεγονότα διαδραματίστηκαν στη Δερβιτσιάνη, όπου οι κάτοικοι ήρθαν στα χέρια με την αστυνομία.
Για τα έκτροπα που συνέβησαν στο χώρο μας το διάστημα αυτό και για την απέλαση του Αρχιμανδρίτη, παραθέτουμε απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Κυριακού, που ήταν αυτόπτης μάρτυρας:
«…Αυτή την περίοδο, δηλαδή το 1993-1994, ο Ελληνισμός της Αλβανίας δοκιμάστηκε σκληρά στο θρησκευτικό, σχολικό, πολιτιστικό, οικονομικό και στον πολιτικό τομέα. Αυτός ο επί αιώνες δοκιμασμένος λαός, υπέφερε, έκλαψε, πικράθηκε, υποβαθμίστηκε, λεηλατήθηκε, εξαπατήθηκε και απογοητεύτηκε. Οι άνθρωποι που πρωτοστατούσαν και ήθελαν να ξεχάσουν την εποχή του ραγιά, επιχειρώντας να ζήσουν με αξιοπρέπεια, και με αληθινή φιλία και αδελφοσύνη με τον αλβανικό λαό γεύτηκαν μόνο πίκρες, βάσανα και πόνο. Όργανα του κρατικού αστυνομικού μηχανισμού ξυλοκόπησαν και εκφόβισαν στους δρόμους και στα αστυνομικά τμήματα πολλούς Βορειοηπειρώτες, όπως τον Αριστείδη Μπόμπολη, Θωμά Κυριακού, Κώστα Κυριακού, Μιχάλη Τόλη, Βαγγέλη Λίτση, Θοδωρή Πάσκο και άλλους. Βίαια κατέβαζαν από τα μαγαζιά τις ταμπέλες που γράφανε στα ελληνικά το είδος του μαγαζιού και τρομοκρατούσαν τους ιδιοκτήτες, για να μην εμφανίζονταν ούτε σε κανάλια, ούτε σε εφημερίδες. Στις 25.3.1993 απαγορεύτηκε αυστηρότατα η ύψωση της ελληνικής σημαίας στις περιοχές μας. Όσοι το επιχείρησαν βασανίστηκαν. Πραγματοποιήσαμε τότε πολλές συναντήσεις με αρμοδίους των κρατικών μηχανισμών, στείλαμε τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας στην κυβέρνηση και στον Πρόεδρο Μπερίσια, άλλα δεν βρέθηκαν ποτέ τα άτομα που μας βασάνιζαν. Ήρθαν οι μοιραίες στιγμές και για την θρησκεία μας. Κάηκε η φημισμένη εκκλησία της Γοραντζής. Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Η συνέχεια έγινε με τον βίαιο διωγμό του Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομου Μαϋδώνη.
Στις 24 Ιουνίου 1993, το σπίτι που έμενε ο Αρχιμανδρίτης, στη συνοικία Βαρόσι Αργυροκάστρου, περικυκλώθηκε από δεκάδες αστυνομικούς. Φώναξαν τον παπά και του έδωσαν ένα κομμάτι χαρτί με το όποιο το αλβανικό κράτος αποκαλούσε τον ταπεινό υπηρέτη του Θεού ανεπιθύμητο για την Αλβανία και τον διέταζαν να απομακρυνθεί αμέσως από το αλβανικό έδαφος. Σαν μέλισσες, συγκεντρώθηκαν γύρω από το σπίτι του Αρχιμανδρίτη χιλιάδες πιστοί Αλβανοί και Έλληνες, οι οποίοι ηρωικά συμπαραστάθηκαν στον Ιερέα τους. Στο σπίτι του ταπεινού Ιερέα βρέθηκε αυτή την ημέρα και ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος Γιαννουλάτος. Έξω από το σπίτι, απλοί άνθρωποι και μέχρι καθηγητές κατέκλυσαν τα σοκάκια του μαχαλά, αποφασισμένοι για κάθε είδους θυσία εις υπεράσπιση του αντιπροσώπου της εκκλησίας μας. Οι άνθρωποι του ΘΕΟΥ, πολιορκημένοι μέσα στο σπίτι, δεν ήθελαν θύματα, δεν ήθελαν αιματηρά επεισόδια, βγήκαν έξω λέγοντας: «Ό Ιησούς Χριστός νικά και όλα τα κακά σκορπά». Έκαμαν έκκληση στους πιστούς να σκορπιστούν και τότε ο ταπεινός Αρχιμανδρίτης δόθηκε στα χέρια της αστυνομίας. Συνοδεία με πολλά αυτοκίνητα, τον πέταξαν έξω από τα σύνορα της Αλβανίας. Οι πιστοί χριστιανοί τώρα έμειναν δίχως τον επικεφαλής τους.
Η «ΟΜΟΝΟΙΑ» σε συνεργασία με το Σύλλογο αποφυλακισθέντων και τα συμβούλια της Κάτω και Πάνω Δροπόλεως, σε συγκεντρώσεις που είχαμε στην εκκλησία Αργυροκάστρου, στα Σωφράτικα και στη Δερβιτσιάνη προγραμματίσαμε και μοιράσαμε τα καθήκοντα για την επιτυχία ενός μεγάλου συλλαλητηρίου, που θέλησαν οι πιστοί να κάμουν σε ένδειξη συμπαραστάσεως για τον άδικο διωγμό του Αρχιμανδρίτη. Η διαμαρτυρία καθορίστηκε για τις 30.6.1993.
Στις 30-6-93, (μέρα των 12 Αποστόλων), ο κόσμος μαζεύονταν στην εκκλησία των Ταξιαρχών στο Αργυρόκαστρο. Από τα ξημερώματα πήγαμε μέχρι την Πάνω Δρόπολη βοηθώντας τον κόσμο στην μετάβαση του προς το Αργυρόκαστρο. Σ' ένα από τα ταξίδια προς την Δρόπολη βρήκαμε μπλόκο στα αμπέλια της Δερβιτσιάνης. Δεκάδες αστυνομικοί κουνούσαν τα γκλόμπ και χτυπούσαν αλύπητα όσους επιχειρούσαν να περνούν το μπλοκ. Μπήκαμε ανάμεσα στους αστυνομικούς και προσπαθήσαμε να μάθουμε το τι συνέβαινε και γιατί δεν άφηναν τον κόσμο να περάσει για το Αργυρόκαστρο. Στην γενικότητα οι αστυνομικοί ήταν από το Βορρά. Γνώρισα μόνο έναν αξιωματικό που ήταν από το Λιαζαράτι που μου είπε: «Κώστα, σου θέλω το καλό, πες στον κόσμο να γυρίσει πίσω γιατί δεν πρόκειται να περάσει κανείς. Έχομε διαταγή από τον πρόεδρο Μπερίσια να μην αφήσομε να περάσει ούτε παιδί της σαμαρίτσας».
Πήγαμε από την πλευρά του συγκεντρωμένου πλήθους, επιχειρήσαμε να σπάσουμε το μπλόκο βάζοντας στην πρώτη γραμμή τα γυναικόπαιδα. Αδίκως προσπαθούσαμε, γιατί και τα μικρά παιδιά τα χτυπούσαν αλύπητα. Το ανθρωποκυνηγητό συνεχίστηκε μέχρι και τις αυλές των σπιτιών. Με τον Ηρακλή, για να ξεφύγουμε τη σύγκρουση με τα αστυνομικά όργανα, αποφασίσαμε να πάμε από τα χωράφια, έχοντας το δρόμο ανοικτό για την πόλη. Μας βγήκαν μπροστά κλούβες της αστυνομίας και μας μπλοκάρισαν το δρόμο. Έφτασαν και αυτοί που με κυνηγούσαν. Με χτύπησαν, όπου μπόρεσαν και προσπαθούσαν να με βάλουν σε αστυνομική κλούβα. Ο αδελφός μου, ο Θωμάς, που τότε ήταν γραμματέας της ΟΜΟΝΟΙΑΣ παραρτήματος Αργυροκάστρου, προσπαθούσε να τους πείσει να μη με χτυπούν.
Μετά από λίγες στιγμές έφθασε στο «πεδίο της μάχης», κάποιος άγνωστος και με αστραπιαίες γροθιές σώριασε τον αδελφό μου καταγής. Ο Θωμάς πνίγηκε στα αίματα, του έκανε το στόμα κομμάτια σπάζοντας του τρία δόντια. Λιποθυμισμένο τον βάζουν μέσα στην κλούβα. Τώρα πιά και εμένα με έχουν αρπάξει τόσοι αστυνομικοί που δεν μπορούσα ούτε να κουνηθώ και έτσι με πέταξαν και εμένα μέσα. Κάπου κοντά στο νεκροταφείο Αργυροκάστρου, ο Θωμάς συνήλθε. Ο οδηγός σταμάτησε και διέταξαν το Θωμά να κατεβεί και να πλύνει τα αίματα. Ο Θωμάς δεν δέχθηκε και τελικά μας μετέφεραν στα κρατητήρια Αργυροκάστρου. Ζητήσαμε συνάντηση με τον εισαγγελέα, με τον διευθυντή της αστυνομίας και με γιατρό, αλλά κανείς δεν μας άκουσε
Έκτος από το μπλόκο στα αμπέλια της Δερβιτσιάνης, είχε και άλλα δύο μπλόκα, ένα στη Γράψη και ένα στη Μουζίνα, αλλά παρ' όλα αυτά ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί στη διαμαρτυρία του Αργυροκάστρου, ήταν μερικές χιλιάδες. Ακούγαμε τις φωνές τους και παίρναμε δύναμη. Εμάς μας χτύπησαν, αλλά νικήσαμε, ο σκοπός πραγματοποιήθηκε, η διαμαρτυρία πέτυχε. Πολλοί ήταν και αυτοί που χτυπήθηκαν βάρβαρα στην διαμαρτυρία. Τα μαύρα σημάδια, από τα γκλόμπ στο κορμί της Ζωίτσας Ξέρα, Άννας Καρατζιά, Μιρέλας Καρατζιά, Κωνστάντως Μπαρούτα, Όλγας Παππά και άλλων, έμειναν για πολύ καιρό. Την ίδια τύχη είχαν και πολλοί Ελλαδίτες που βρέθηκαν εκεί την μέρα του συλλαλητηρίου, όπως οι Γιώργος Κουρκούτας, Χρύσανθος Σηχλιμίρης και άλλοι. Η μάνα, συγγενείς και πολύς κόσμος είχε συγκεντρωθεί έξω από το τμήμα της αστυνομίας και φώναζαν για την απελευθέρωσή μας. Μετά από 7-8 ώρες μας μετέφεραν σ' ένα γραφείο και ένας αξιωματικός μας καταλόγησε τεράστιες ευθύνες ως οργανωτές παράνομης διαμαρτυρίας. Μας τιμώρησαν με χρηματικά ποσά και μας άφησαν ελεύθερους. Στα παράπονα μας δεν έδωσαν καμία σημασία, λέγοντας ότι: «Αν σας χτύπησαν, έχουμε δικαιοσύνη και ρίξτε τους στο δικαστήριο».
Μετά από τα χτυπήματα στο σχολικό και τον θρησκευτικό τομέα, ήρθε η σειρά να χτυπηθεί και ο οικονομικός τομέας του χώρου μας. Αυτό έγινε με την φυλάκιση των μεγαλοεπιχειρηματιών του χώρου μας, όπως των αδελφών Νάτση από την Κακαβιά και του έμπορα Πράσου. Η χαριστική βολή εναντίον του Ελληνισμού της Αλβανίας δόθηκε μετά από τα γεγονότα της 10-4-1994, που ο χώρος μας εξολοθρεύθηκε και πολιτικά.
Βαγγέλης Παπαχρήστος, sfeva.gr
Σχόλια