Η εἰρηνική συμβίωση τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων μπορεῖ γενικά νά προέλθει ἀπό δύο ἀντίθετες ἀφετηρίες. Εἴτε ἀπό τήν ἀδιαφορία γιά τη θρησκευτική ἐμπειρία, εἴτε ἀπό τή συνειδητή βίωση τῆς βαθύτερης οὐσίας τῆς θρησκείας, ὅπως προβάλλει στή ζωή πολλῶν ἐξαιρετικῶν προσωπικοτήτων ὅλων τῶν θρησκειῶν. Ἀντιστρόφως, ἡ θρησκευτική μισαλλοδοξία καί ἡ ἐχθρότητα ἀνάμεσα σέ συνυπάρχουσες θρησκευτικές κοινότητες εἶναι δυνατόν να ἀναπτυχθοῦν εἴτε ἀπό σπέρματα θρησκευτικοῦ τύπου, ἕναν ἀκραῖο φανατισμό, εἴτε ἀπό μή θρησκευτικές ρίζες, π.χ. παράγοντες πολιτικούς, ἐθνικιστικούς ἤ αἰτίες ψυχολογικές, ἰδιοτελεῖς, πού ζητοῦν να χρησιμοποιήσουν τή θρησκεία γιά ἄλλες ἐπιδιώξεις.