Λέει ο Φίλιππος στον Ναθαναήλ «Βρήκαμε εκείνον για τον οποίον μιλούν οι προφήτες και ο Μωυσής. Είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ από την Ναζαρέτ» ,«Μα τι καλό ρε φίλε μπορεί να βγει από την Ναζαρέτ ; είπε ο Ναθαναήλ» , «Έλα και θα δεις» , του απαντά με πίστη ο Φίλιππος. Έρχου και ίδε.
του Στάθη Κεφαλούρου
Επειδή όμως άλλοι δεν μπορούν και άλλοι δεν θέλουν να πάνε να δουν από κοντά, επειδή επιπλέον ο κόσμος μας μεγάλωσε πολύ, για τους λόγους αυτούς γεννήθηκε μάλλον η δημοσιογραφία, η οποία μπορεί να γίνει ευεργετική, όταν με προθυμία μεσιτεύει ανάμεσα στην αλήθεια και τους ανθρώπους.
Πώς όμως θα μπορούσε να κάνει κανείς ρεπορτάζ από την Ναζαρέτ ; Ή έστω κάτι πολύ πολύ λιγότερο, πώς μεταφέρεται η εμπειρία και η συγκίνηση από την μαρτυρική θυσία του παιδιού στους Βουλιαράτες;
Βουλιαράτες, ένα πολύ όμορφο ηπειρώτικο χωριό σε μια πλαγιά και σε σχήμα καρδιάς. Με πέτρινα δίπατα σπίτια, καλντερίμια και καμαρωτές αυλόπορτες. Η πεδιάδα του μπροστά έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων το 1940. 86 Έλληνες τραυματίες υπέκυψαν στα τραύματά τους στο νοσοκομείο, το οποίο είχε στηθεί στους Βουλιαράτες. Άλλοι 15 έπεσαν υπέρ πατρίδος προσπαθώντας να καταλάβουν το ύψωμα στα ανατολικά.
Η ψυχή και τα χέρια του χωριού ο Κωνσταντίνος Κατσίφας. Νέος, καλοσυνάτος και δυνατός. Έσπευδε πρόθυμα σε κάθε διακόνημα. Μάστορας καλός. Εκείνος επισκεύασε το τέμπλο της ενοριακού ναού του Αγίου Αθανασίου, όταν το είχαν σπάσει οι ασεβείς. Αυτό τον καιρό δούλευε το τέμπλο στο ξωκκλήσι του Αη Θανάση, λίγα μέτρα μακρύτερα από εκεί που αντίκρισε τον θάνατο με τα χέρια ανοιχτά φωνάζοντας ζήτω η Ελλάδα, ζήτω η Βόρεια Ήπειρος. Ήταν το παλικάρι του χωριού. Έκλαιγε γοερά η νεαρά μοναχή δίπλα μου στο ψαλτήρι κατά την εξόδιο ακολουθία, γιατί το θανάσιμο αυτό περιστατικό έλαβε χώρα κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Έκλαιγε, γιατί, όπως μου εξομολογήθηκε, δεν κατάλαβε τί γινόταν, ώστε να βγει έξω από την εκκλησία και να πάει να μπει μπροστά στους αστυνομικούς να τον γλυτώσει.
Στημένη του την είχαν. Εκεί ήταν η αστυνομία από νωρίς. Κάθε χρόνο τα έκανε αυτά ο Κωνσταντίνος και το γνώριζαν. Στόλιζε με ελληνικές σημαίες το χωριό εν όψει της εθνικής επετείου. Ήταν νέος, τον αγαπούσαν όλοι και ήταν δυνατός. Εκπροσωπούσε την ελπίδα για τον τόπο του. Και τον έβγαλαν από τη μέση. Ο πρώτος αστυνομικός λένε ότι αρνήθηκε να τον πυροβολήσει. Φύγε του λέει, εγώ δεν σκοτώνω άνθρωπο, ήρθαν όμως άλλοι που σκότωναν.
Φοβούνται, φοβούνται πολύ οι Αλβανοί. Ακούσατε στην τηλεόραση για τα καψόνια που έκαναν στους Ελλαδίτες εκδρομείς. Δεν ήταν άστοχα από την πλευρά τους. Τα καψόνια έγιναν σε όλα τα γερά νέα παιδιά, που είχαν έρθει από διάφορα μέρη της Ελλάδας, γιατί τους έβλεπαν ως εν δυνάμει στρατιώτες της Βορείου Ηπείρου και άρα εχθρούς, ώστε να ταλαιπωρηθούν και να μην θελήσουν να ξαναγυρίσουν σ' εκείνα τα μέρη. Λογικό. Διότι δεν είναι και εντελώς απίθανο να προκύψει κάποτε μια κυβέρνηση, η οποία να θέλει να ανακινήσει θέμα βορείου Ηπείρου. Καψόνια έκαναν επίσης και στα στελέχη της μειονότητας. Αυτοί όμως μαθημένοι, δεν τρομοκρατούνται. Τουναντίον έλεγαν και σ' εμάς να μην φοβόμαστε. Η παρουσία του Ελληνισμού στην κηδεία του Κωνσταντίνου Κατσίφα ήταν συγκλονιστική και για τον λόγο αυτό ήθελαν να μας τιμωρήσουν για την παρουσία μας.
Συνομίλησα και με αρκετά σοφά γεροντάκια του χωριού μακρυά από τα τρανταχτά συνθήματα και τα φώτα των δημοσιογραφικών συνεργείων. «Ο Μπερίσα ήταν καλύτερος. Μπορεί να ήταν μουσουλμάνος αλλά τουλάχιστον με αυτόν μπορούσαμε να μιλήσουμε. Με άθεους δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη». Τους άκουγα με προσοχή. Μολονότι το χωριό εκείνη τη μέρα έσφυζε από ελληνική ζωή, ένας από αυτούς τους σεβάσμιους και ελληνόψυχους γέροντες, ο οποίος δεν ζει πια αναμεσά μας, έτρεξε για να ανεβάσει ξανά στον ιστό της την αλβανική σημαία από ένα μνημείο. Κάποιος θερμόαιμος από Ελλάδα κι από επιπολαιότητα κατέβασε την αλβανική σημαία χωρίς να σκεφτεί τους λιγοστούς ανθρώπους, που τώρα είναι πάλι εκεί μόνοι τους ενώ όλοι εμείς είμαστε εδώ στην ασφάλεια του διαμερίσματός μας.
Ο κήπος στο σπίτι του Κωνσταντίνου πανέμορφος, προαπεικόνιση του κήπου που βρίσκεται τώρα. Οι γονείς του και οι συγγενείς του γλυκύτατοι. Ακούσατε ότι ανεβήκαμε στους Βουλιαράτες χιλιάδες. Για όλους υπήρχε ένα κουλουράκι κι ένα μανταρίνι. Κάποιος από Ελλάδα, καλοπροαίρετα μεν, αλλά προφανώς σε ακατάλληλη περίσταση, την ώρα που η μάνα μοιρολογούσε πάνω από το φέρετρο του παιδιού της, πολιτικολογούσε και μιλούσε για τους Ελλαδίτες που δεν ενδιαφερόμαστε. «Κοιμούνται στην Ελλάδα», έλεγε. Ξαφνιάστηκα κι εγώ ο ίδιος, όταν είδα την μάνα να σταματά το μοιρολόι και να του απαντά με περισσή ψυχραιμία «Και εδώ κοιμούνται αγόρι μου» και συνέχισε να κλαίει. Ακόμη κι αυτή η πληροφορία διασταυρώθηκε, όταν στους επικήδειους λόγους, πήρε τον λόγο ένα καλό παιδί από το χωριό και ζήτησε συγγνώμη από τον Κωνσταντίνο εκ μέρους όλου του χωριού, που δεν τον στήριξαν όσο του άξιζε.
Την ώρα δε που ακούστηκε το μοιρολόι του Σάββα Σιάτρα ένιωσα να μετεωρίζεται το σώμα του εθνομάρτυρα Κωνσταντίνου Κατσίφα και να πηγαίνει να στέκεται σεμνά δίπλα στους Αθανάσιους Διάκους όλων των σχολικών κτιρίων.
Τα πούλμαν για Βουλιαράτες έγιναν μικρές ελληνικές κοινωνίες ταγμένες σε έναν σκοπό, να τιμήσουν έναν ήρωα και να πατήσουν πόδι στην Βόρειο Ήπειρο. Άνθρωποι κάθε ηλικίας και κάθε επαγγέλματος. Με τις διαφορές μας, τις διαφωνίες μας, τα γέλια, τα κλάματα, την ομοθυμία στην κρίσιμες στιγμές. Πολλά παιδιά γυρνώντας Αθήνα ξημερώματα, άυπνοι και καταταλαιπωρημένοι, πήγαν κατευθείαν στην δουλειά. Νοσταλγώ ακόμα εκείνες τις στιγμές.
Αυτά και άλλα πολλά συνέβησαν στους Βουλιαράτες ανήμερα των Ταξιαρχών, αλλά αν δεν περάσει κανείς έστω για μια φορά τα σύνορα εκεί για να ξανάρθει μετά εδώ, δεν θα καταλάβει πολλά, και κυρίως δεν θα αποκτήσει το χρήσιμο μέτρο σύγκρισης ανάμεσα σε αγώνα και αγώνα.
Για επίλογο, θα σας μεταφέρω κάτι που είδα και άκουσα μέσα στην εκκλησία κατά την διάρκεια της εξόδιου ακολουθίας, όπου χοροστάτησε ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Αργυροκάστρου κ. Δημήτριος. Κάποιος λοιπόν που στεκόταν όρθιος δίπλα στον Δεσπότη διαμαρτυρήθηκε, γιατί μάλλον ο Δεσπότης δεν φώναξε πολύ δυνατά το ¨Αθάνατος¨, έπειτα από έναν φλογερό επικήδειο λόγο, που εκφωνήθηκε. Γυρίζει λοιπόν τότε ο σοφός Δεσπότης προς τον άνθρωπο εκείνον που στεκόταν δίπλα του και του λέει με ήρεμη φωνή «Όσοι πιστεύουμε παιδί μου, είμαστε όλοι αθάνατοι».
Σχόλια