Το παρόν δημοσίευμα και τα υπόλοιπα που θα ακολουθήσουν αποτελούν κατάλοιπα των αλβανικών και ελληνικών αρχείων, αποκείμενα σε ευαίσθητες αρχειακές συλλογές της ίδιας αρχειακής ενότητας, αποδελτιωμένα ή φωτοτυπημένα όλα αυτά τα χρόνια, σχετιζόμενα με βορειοηπειρώτες καταδικασθέντες στα αλβανικά κάτεργα ή με έλληνες υπηκόους που, για διάφορους λόγους, βρέθηκαν στην Αλβανία μετά το 1945 (ως δραπέτες ή αυτόμολοι οπλίτες της μεθορίου) και στη συνέχεια ενεπλάκησαν σε μυστικές αποστολές, κατασκοπεία ή πρακτορικές αναθέσεις με, μοιραίο, συνήθως τέλος. Τα τεκμήρια αυτά αναδεικνύονται αξιολογημένα πάντα υπό πρίσμα αδιάθλαστο και με απαρασάλευτο όρο την ιστορική μόνον γνώση και ουχί τον κοινό χαφιεδισμό.
Εξεταζόμενοι από κλιμάκια της ασφάλειας και του στρατού, οι πληροφορίες των δραπετών από την Ελλάδα προς την Αλβανία ελέγχονταν ως ανακριβείς και υποβολιμαίες από τις αλβανικές αρχές. Από τα στοιχεία των απόρρητων αλβανικών αρχείων αναφαίνονται οι ζωηρές επιφυλάξεις της αλβανικής ασφάλειας για την πλειοψηφία των ελλήνων δραπετών, οι οποίοι συλλήβδην αντιμετωπίζονταν με ενδοιασμό, χαρακτηριζόμενοι «ως ύποπτοι κατασκοπείας και πρακτορικών αποστολών», και οι οποίοι έμελλε στη συνέχεια να «προσπέσουν στο έλεος της αδίστακτης αλβανικής κομμουνιστικής ασφάλειας» ενώ τα βιογραφικά τους βρίθουν απαξιωτικών χαρακτηρισμών και υβριστικών σχόλιων. Περιττό να αναφέρω ότι ποτέ δεν εισήλθε κάποιος στον τραυματισμένο ψυχισμό αυτών των ανθρώπων. Όλοι τους σχεδόν βαρύνονταν με την καχύποπτη προκατάληψη της ένοχης ευθύνης και της «βεβαιωμένης κολάσιμης συμπεριφοράς εις βάρος του αλβανικού κράτους» χωρίς, όμως, αποδείξεις. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, κατά τον τρόπο σύλληψής τους, κατάσχονταν χρήματα, τιμαλφή ή προσωπικά αντικείμενα. Ως απηνής και εμμονικός διώκτης των Βορειοηπειρωτών και Ελλήνων αναφαίνεται ο αιμοδιψής, υψηλόβαθμος αλβανός ασφαλίτης, Νεβζάτ Χαζνεντάρι.
Από την άλλη, μέρος των δραπετών ή των αυτομόλων χρησιμοποιήθηκαν από το ΚΚΕ ως απεσταλμένοι στην Ελλάδα για την ανάταση του κομματικού μηχανισμού, πάντα υπό την αίρεση ή την συναίνεση των μυστικών υπηρεσιών των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και σε σύμπνοια με αυτές για συλλογή, συγχρόνως, χρήσιμων στρατιωτικών πληροφοριών ή εκτέλεση άλλων κατασκοπευτικών καθηκόντων προς όφελος των χωρών αυτών. Το ίδιο πλαίσιο ίσχυε και για την Αλβανία.
Μετά την ψύχρανση των διακομματικών σχέσεων (του Αλβανικού Κόμματος Εργασίας και του ΚΚΕ, 1956) η αλβανική ασφάλεια επέλεγε, ανεξάρτητα από τα σχέδια του ΚΚΕ και χωρίς συνεννόηση με την ηγεσία του στο Βουκουρέστι, Έλληνες πρόσφυγες στην Αλβανία για δικές της αποστολές για την πληροφοριακή κάλυψη της Βόρειας Ελλάδας (Ήπειρος, Μακεδονία και Κέρκυρα) ή άλλες πληροφοριακές ανάγκες (Βορειοηπειρωτικοί σύλλογοι, Αλβανοί φυγάδες, δολοφονίες) ή άλλες κατασκοπευτικές αναθέσεις.
Μια τέτοια κραυγαλέα περίπτωση ήταν αυτή του Βασίλειου Κατσουλίδη.
Ο Βασίλειος Κατσουλίδης γεννήθηκε στο χωριό Βουνοπλαγιά Ιωαννίνων το 1935. Την 12η Αυγούστου 1953, όταν ακόμα ήταν ανήλικος, δραπέτευσε στην Αλβανία, εμφανιζόμενος αμελλητί ενώπιον των αλβανικών τμημάτων προκαλύψεως παραταγμένων στην αλβανική μεθόριο χωρίς να γνωρίζουμε τους λόγους που τον ώθησαν στην ενέργεια αυτή. Αμέσως περιορίσθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Φίερι όπου ήταν έγκλειστοι και άλλοι ομοεθνείς του Έλληνες (εναπομείναντες μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, αιχμάλωτοι του Εθνικού Στρατού οδηγούμενοι με αποκρουστική βία και παραδομένοι στην Αλβανία από το ΚΚΕ, λοιποί έλληνες δραπέτες στην Αλβανία, κυρίως από την Κέρκυρα) και, παρότι τηρούσε ευπρεπή συμπεριφορά στους υπερπλήρεις προσφυγικούς καταυλισμούς, κρίθηκε ύποπτος κατασκοπείας. Έως το 1958, κρατήθηκε περιορισμένος και στενά παρακολουθούμενος στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Φίερι και τη Λούσνια. Τότε, χωρίς να γνωρίζουμε τον τρόπο στρατολόγησης (οικειοθελώς ή διά του ψυχικού εξαναγκασμού και της σωματικής βίας) οι αλβανικές αρχές έστειλαν στην Ελλάδα τον Βασίλη Κατσουλίδη με συγκεκριμένα καθήκοντα. Όμως, τη νύχτα της 9ης Αυγούστου 1959, εισερχόμενος στην Ελλάδα από την Αλβανία ο Κατσουλίδης φονεύθηκε σε ενέδρα ανδρών της χωροφυλακής και των ΤΕΑ. Οι άνδρες της χωροφυλακής μόλις τον εντόπισαν, του ζήτησαν τα στοιχεία του, αλλά ο Κατσουλίδης, αντιληφθείς ότι πλέον ήταν αδύνατο να διαφύγει, πυροβόλησε κατά των αστυνομικών, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί θανάσιμα και να υποκύψει αργότερα στο στρατιωτικό νοσοκομείο των Ιωαννίνων ο χωροφύλακας Στ. Γεωργίου και να τραυματισθούν οι δύο άνδρες των ΤΕΑ. Στη συνέχεια, ο Κατσουλίδης αποπειράθηκε να διαφύγει, αλλά εφονεύθη επί τόπου από τους οπλίτες.
Αμέσως μετά, συνελήφθησαν μερικοί συγχωριανοί του, κάτοικοι Βουνοπλαγιάς Ιωαννίνων, ως συνεργασθέντες με το δίκτυο πρακτόρων που ο ίδιος είχε εξυφάνει, κατηγορούμενοι και αυτοί επί κατασκοπεία. Από την ανάκριση απεδείχθη ότι ο Κατσουλίδης είχε εισέλθει πολλές φορές από την Αλβανία στην Ελλάδα με διάφορες μυστικές αποστολές, καθώς, καταγόμενος από το χωριό Βουνοπλαγιά, επέστρεφε στην Αλβανία μέσω της περιοχής Ζίτσης.
Η τελευταία πράξης του δράματος
Η περίπτωση του Κατσουλίδη και πολλές άλλες δημιουργούσαν ένα πλέγμα καχεξίας και προκαλούσαν τριβές στην επιχειρησιακή συνεργασία μεταξύ των δύο κομμάτων (ΚΚΕ και Αλβανών), καθώς, μετά τη σύλληψή τους στην Ελλάδα και τις κατηγορίες κατά του ΚΚΕ για ανατρεπτική δράση από το σύνολο του αστικού τύπου στην Ελλάδα, τα εναπομείναντα κομματικά μέλη στην Αλβανία αντιδρούσαν, «γιατί το ΚΚΕ έστελνε τους ανθρώπους ως πρόβατα επί σφαγή». Ο Γιώργης Αργυρόπουλος, απεσταλμένος του ΚΚΕ στην Αλβανία (1959) διαμαρτυρήθηκε ενώπιον των αλβανικών αρχών, καθώς ο ελληνικός τύπος απηχούσε αρνητικά και κατηγορούσε το ΚΚΕ για την αποστολή της ανατρεπτικής ομάδας του Βασίλη Κατσουλίδη, αλλά οι αλβανικές αρχές αγνοώντας τα παράπονα του ΚΚΕ δεν απολογήθηκαν ποτέ, ούτε ανασκεύασαν αλλά ούτε έδωσαν εξηγήσεις σχετικά. Στην επιστολή διαμαρτυρίας του Αργυρόπουλου δεν υπάρχει λέξη για τον άδικο χαμό του νεαρού Έλληνα.
Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ, διδάκτωρ Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ και διευθυντής της εκδοτικής εταιρείας «LITERATUS».
Σχόλια