Αναπλαισιώνοντας το οθωμανικό παρελθόν στα Δυτικά Βαλκάνια

Αναπλαισιώνοντας το οθωμανικό παρελθόν στα Δυτικά Βαλκάνια

Η στρατηγική της Τουρκίας στα Βαλκάνια στηρίζεται σε δύο πυλώνες. Πρώτος είναι η εργαλειοποίηση των μουσουλμανικών μειονοτήτων, όπως γίνεται στη Θράκη. Δεύτερος, η έμμεση ή άμεση οικονομική υποστήριξη, κυρίως διά των τουρκικών επενδύσεων και των έργων υποδομών, όπως κάνει ο Ερντογάν με τον Ράμα στην Αλβανία.

Αναπλαισιώνοντας το οθωμανικό παρελθόν και χωρίς να κρύβει τις σύγχρονες αυτοκρατορικές τάσεις της, η Τουρκία του Ερντογάν βλέπει τα Βαλκάνια ως προνομιακό πεδίο άσκησης της επεκτατικής πολιτικής της. Και πράττει αναλόγως. Στον αντίποδα, και καθώς η αποκαλούμενη «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» αποτελεί πλέον ακόμα πιο κομβικό σημείο για τις γεωπολιτικές ισορροπίες, η Ελλάδα επιχειρεί να διευρύνει τα ερείσματά της στην ευρύτερη περιοχή. Ο δρόμος περνά μέσα από την αναθέρμανση της ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων, είναι όμως γεμάτος από ετερογενή αναχώματα. Ενα ιδιότυπο μπρα ντε φερ μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. «Στα Βαλκάνια υπάρχουν εχθρικοί παράγοντες που επιδιώκουν την υπονόμευση των προσπαθειών μας. Εχουν μια ανταγωνιστική αντίληψη για τον κόσμο και επιδιώξεις που ποδοπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες. Χρησιμοποιούν τη γλώσσα της μνησικακίας, του αναθεωρητισμού και της αυτοκρατορικής νοσταλγίας. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να δημιουργηθεί ένα κενό εντός του οποίου θα βρουν χώρο να λειτουργήσουν τέτοιοι παράγοντες». Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το άρθρο του Κυριάκου Μητσοτάκη, το οποίο δημοσιεύθηκε στο Politico λίγες ώρες πριν από τη σύγκληση της Συνόδου της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, τον περασμένο Ιούνιο στη Θεσσαλονίκη, με αντικείμενο την επανατοποθέτηση των βάσεων της ευρωπαϊκής διεύρυνσης προς την κατεύθυνση των Βαλκανίων.

Και αν για τους Ευρωπαίους –όπως ο καγκελάριος Σολτς και ο πρόεδρος του Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, οι οποίοι ταξίδεψαν στη συμπρωτεύουσα δίνοντας άλλη διάσταση στη Σύνοδο– στα γραφόμενα του έλληνα Πρωθυπουργού αντικατοπτρίστηκε η προσπάθεια της Μόσχας να επεκτείνει την επιρροή της στην πολύπαθη περιοχή, το μήνυμα που ήθελε να εκπέμψει η Αθήνα είχε μοναδικό αποδέκτη την Αγκυρα. Η στρατηγική της Τουρκίας στα Βαλκάνια στηρίζεται σε δύο πυλώνες. Πρώτος είναι η εργαλειοποίηση των μουσουλμανικών μειονοτήτων, με τις ίδιες μεθόδους που χρησιμοποιούνται στη Θράκη. Η πανίσχυρη Diyanet, Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων, απευθείας υπαγόμενη στον Ερντογάν και διαθέτουσα, ακόμα κι εν μέσω της οικονομικής δυσπραγίας, πακτωλό τουρκικών λιρών, επηρεάζει τους ισλαμικούς πληθυσμούς όχι μόνο στη γειτονική Βουλγαρία –παρότι η τελευταία είναι μέλος της ΕΕ– αλλά και στην Αλβανία, τη Βοσνία, το Κόσοβο και τη Βόρεια Μακεδονία.

Με «όπλο» τη θρησκεία και την τουρκική ταυτότητα και με επιστέγασμα την τακτική του τούρκου προέδρου να εμφανίζεται ως προστάτης των απανταχού μουσουλμάνων, η Αγκυρα έχει πετύχει να εγκαθιδρύσει ένα ισχυρότατο δίκτυο υποστηρικτών της στα Βαλκάνια. Δεύτερος πυλώνας είναι η έμμεση ή άμεση οικονομική υποστήριξη, κυρίως διά των τουρκικών επενδύσεων και των έργων υποδομών, που τονώνουν τα ούτως ή άλλως χλωμά ποσοστά ανάπτυξης της φτωχής βαλκανικής περιφέρειας.

Είναι πολύ πρόσφατες οι εικόνες του Ταγίπ Ερντογάν, δίπλα στον αλβανό πρωθυπουργό Εντι Ράμα, να εγκαινιάζει ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα με νεότευκτες πολυκατοικίες, νοσοκομεία και τζαμιά. Ολα χτισμένα με τουρκικό χρήμα. Επίσης πρόσφατο –και δύσκολο να ξεχαστεί– το έλλειμμα αλληλεγγύης που έδειξαν οι Ευρωπαίοι έναντι των Βαλκανίων την περίοδο της πανδημίας. Ρωσία, Κίνα και Τουρκία έσπευσαν να καλύψουν το κενό σε εμβόλια και ιατρικό υλικό, φθάνοντας μέχρι και το Βελιγράδι, κι ανεβάζοντας έτσι τις μετοχές τους στις δοκιμαζόμενες κοινωνίες.

Ειδικά στην Αλβανία, η ελληνική διπλωματία έχει να αντιμετωπίσει έναν επιπλέον και επικίνδυνο σκόπελο, καθώς, παρά το γεγονός ότι οι δύο πλευρές είχαν φτάσει σε σύγκλιση αναφορικά με τους όρους του Συνυποσχετικού περί της παραπομπής του ζητήματος διευθέτησης των θαλασσίων ζωνών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ο Ράμα, τότε ως επικεφαλής της αντιπολίτευσης και σαφώς επηρεαζόμενος από τον Ερντογάν, προσέφυγε στο εθνικό Συνταγματικό Δικαστήριο, με απόφαση του οποίου η καταρχήν συμφωνία απορρίφθηκε. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα Τίρανα δεν αποδέχονται ότι τα μικρά ελληνικά νησιά της περιοχής διαθέτουν πλήρη επήρεια. Οπως ακριβώς η Αγκυρα. Παρ’ όλα αυτά, η Αθήνα θα συνεχίζει να πιέζει τον Ράμα. Ούτως ή άλλως το Συνυποσχετικό αποτελεί ακόμα μια έμπρακτη απόδειξη ότι η Ελλάδα κινείται με πυξίδα το Διεθνές Δίκαιο και επιθυμεί την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με βάση τις αρχές καλής γειτονίας.

Ετσι έκανε, άλλωστε, με την Αίγυπτο και την Ιταλία. Πέραν αυτών, η εμμονή των Αλβανών να θέτουν ζήτημα Τσάμηδων και να καταπιέζουν δια διαφόρων μεθοδεύσεων την Εθνική Ελληνική Μειονότητα, δημιουργεί όλο και εμφανέστερα ρήγματα στις σχέσεις των δύο χωρών. Μένει να φανεί, εντός των επόμενων ημερών, αν και σε τι βαθμό η εκ του σύνεγγυς συζήτηση Μητσοτάκη – Ράμα θα μπορούσε να οδηγήσει σε χειροπιαστή πρόοδο, ειδικά σε σχέση με τη Χάγη. Καίρια προϋπόθεση για την ανάσχεση του τουρκικού επεκτατισμού στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας είναι η αναβίωση του ευρωπαϊκού οράματος των βαλκανικών λαών, το οποίο έσβηνε σταδιακά, καθώς οι Βρυξέλλες δεν ικανοποιούνταν από την πρόοδο των Βαλκανίων. Οσο είναι γεγονός ότι τα προβλήματα της διαφθοράς, της εγκληματικότητας, των εθνικιστικών αντιπαραθέσεων καθώς και της έλλειψης σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα δύσκολα αμβλύνονται, άλλο τόσο ισχύει ότι ισχυρά ευρωπαϊκά κέντρα δεν έβλεπαν ποτέ με καλό μάτι τη διεύρυνση. Μπορεί για τη Γερμανία τα Βαλκάνια να αποτελούν ακόμα έναν σημαντικό οικονομικό εταίρο, η Γαλλία, όμως, δεν μπορεί να ανεχτεί το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του οργανωμένου εγκλήματος στην Ευρώπη ενορχηστρώνεται σε κάποιες από τις βαλκανικές πρωτεύουσες. Με την πάροδο των ετών, λοιπόν, τόσο οι ελίτ όσο και οι κοινωνίες των Βαλκανίων απογοητεύονταν και η πρόσδεσή τους σε άλλα, ξένα άρματα ερχόταν ως φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Η Αθήνα πρωτοστατεί ήδη από τις αρχές του 21ου αιώνα για να κρατηθεί ζωντανή η ευρωπαϊκή προοπτική των Βαλκανίων. Αλλωστε είναι στην περιοχή το παλαιότερο μέλος όχι μόνο της ΕΕ αλλά και του ΝΑΤΟ, το οποίο θέλει να χαράξει μια δεύτερη γραμμή ευρωπαϊκής άμυνας κατά του ρωσικού αναθεωρητισμού και γνωρίζει ότι η συμπερίληψη στην Ευρωατλαντική Συμμαχία μπορεί να έχει ως βάση την ενσωμάτωση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αλλά και το αντίστροφο.

Καθώς η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία συνεχίζει να λειτουργεί ως επιταχυντής των γεωπολιτικών εξελίξεων, η ελληνική κυβέρνηση επιχειρεί στρατηγικά να ενισχύσει τα βαλκανικά ερείσματά της κυρίως πλέον δια της ενεργειακής πολιτικής της. Έχοντας ως δεδομένο ότι ήδη αποτελεί ενεργειακό κόμβο στα βόρειο-ανατολικά σύνορά της, μέσω της διακλάδωσης του αγωγού IGB, η Ελλάδα είναι βέβαιο ότι θα διαδραματίσει τα επόμενα χρόνια καίριο ρόλο στη διαδικασία απεξάρτησης από το ρωσικό αέριο και θα είναι η ενεργειακή πύλη εισόδου στην βαλκανική χερσόνησο, δημιουργώντας σχέσεις θετικής εξάρτησης στην ευρύτερη περιοχή. Αρκεί, όμως, αυτό; Σίγουρα όχι. Δυστυχώς θα έπρεπε να έχουν γινεί πολύ περισσότερα –ήδη από τις προηγούμενες δεκαετίες– στους τομείς της οικονομίας, του εμπορίου, των επενδύσεων, των υποδομών, ακόμα και της εκπαίδευσης. Πράγματι, απορεί κανείς όταν, για παράδειγμα, αναρωτιέται γιατί η Θεσσαλονίκη δεν είναι ένα εξωστρεφές κέντρο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που θα μπορούσε να συγκεντρώνει φοιτητές, άρα και πολυεπίπεδο κεφάλαιο, από όλα τα Βαλκάνια. Μπορεί στη διπλωματία να υπάρχουν χαμένες ευκαιρίες, αλλά για την Αθήνα είναι ακόμα εφικτό να καταστεί πρωταγωνίστρια στα Βαλκάνια και να θέσει τα κατάλληλα αναχώματα στις αυτοκρατορικές διαθέσεις του Ερντογάν. Η Ελλάδα μπορεί να ανήκει στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά γνωρίζει πολύ καλά τη σημασία των ισχυρών εθνικών και θρησκευτικών ταυτοτήτων, καθώς και τον ρόλο της καταγωγής και του αίματος στη συγγραφή της Ιστορίας. Οπως γνωρίζει επίσης ότι, αν το παρελθόν δεν μπει στην άκρη, τότε ο δρόμος προς την πρόοδο είναι σχεδόν απροσπέλαστος.

Πιέρρος Τζανετάκος, protagon.gr

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου