Το κείμενο "Η επιβίωσις της Χιμαραίας διαλέκτου στον 21ο αιώνα", της Ελεονώρας - Ελένης Κοκαβέση, στάλθηκε στον συγγραφικό διαγωνισμό του ΙΒΕ το 2008. Απέσπασε το Β΄ βραβείο - δεν δόθηκε Α΄.
Η εργασία ήταν αφιερωμένη στους αγνοούμενους της Χιμάρας και στους διωχθέντες της ΟΜΟΝΟΙΑΣ με την ευχή η Ευρώπη να πάψει να εθελοτυφλεί. Αφορούσε πρωτόλειο υλικό και δημοσιεύθηκε το 2010 στον Α΄ τόμο της Επιστημονικής Επετηρίδας "Βορειοηπειρωτικά", του ΙΒΕ, στις σελίδες 95 έως 130.
Διαβάστε παρακάτω το περιεχόμενο της εργασίας της Ε. Κοκαβέση.
Γεννήθηκα στη Χιμάρα της διχοτομημένης Ηπείρου, μια μικρή κωμόπολη που βρέχεται από το Ιόνιο Πέλαγος και ατενίζει περήφανα τα αντικρινά νησιά της πατρίδας την Κέρκυρα, την Ερείκουσα και τους Οθωνούς, το βορειότερο άκρο του ελλαδικού κράτους. Η Κέρκυρα ως παιδί με έχει στιγματίσει, τα φώτα που πρόβαλλαν κάθε βράδυ μου θύμιζαν, πως κάπου εκεί έξω, υπάρχει η Ελευθερία - συνάμα μου θύμιζαν και τη σκλαβιά. Πως ήταν απαγορευτικό, ακόμα και να σκεφτόμαστε κάτι τέτοιο. Σε κάποιον στο χωριό του έκαναν «λαϊκό δικαστήριο», γιατί είπε, ότι από εδώ μέχρι την Κέρκυρα είναι 18 μίλια. Εδώ είχαν κάνει «λαϊκό δικαστήριο» στον ξάδερφό μου γιατί άφησε μουστάκι και δεν θα έκαναν για τα άλλα. Το τι συνέβηκε σε αυτό τον τόπο, δεν υπάρχει λαλιά για να το μολογήσει κανείς, δεν υπάρχει λέξη, που να μπορεί, να το περιγράψει. Εφαρμόστηκε και αλλού ο «κουμμουνισμός», αλλά «το κακό το δικό μας δεν έσσει μοllοζεμό».
Στη περιοχή που μεγάλωσα ζούσε αμιγώς ελληνικός πληθυσμός. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν όμορφα από την άποψη ότι μεγάλωσα με τους παππούδες μου, δίπλα στο τζάκι να μου εξιστορούν κατορθώματα ηρώων και να μου αφηγούνται παραμύθια. Αισθάνομαι πολύ τυχερή, γιατί από εκείνους δεν μου έμειναν μόνο τα παραμύθια αλλά κυρίως ότι έχει να κάνει με τους ίδιους. Με το μέγα τους ήθος και την αξιοπρέπειά τους. Πράγματα που δεν μας τα δίδαξαν αναγκαστικά ούτε ασχολήθηκαν να μας τα μεταδώσουν, πάντως με ένα τρόπο μυστικό και χωρίς να το αντιληφθούνε γινόταν και δικός μας τρόπος ζωής. Ο παππούς δεν μιλούσε ανοιχτά για την Ελλάδα, διότι φοβόταν μήπως το μαρτυρήσουμε, ήταν η περίοδος που όλα:
«… τάσκιαζε η φοβέρα
Και τα πλάκωνε η σκλαβιά».
Ωστόσο έχω την εντύπωση, ό,τι όλη του τη ζωή μας μίλαγε μόνο για την Ελλάδα τουλάχιστον, όση ζωή ζήσαμε μαζί ώσπου άνοιξαν τα σύνορα και φύγαμε σαν κυνηγημένοι. Ο τρόπος που στεκόταν, που απευθυνόταν στους άλλους η όλη επιβλητικότητα, το όλο του παρουσιαστικό, η καλοσυνάτη έκφρασή του είναι, ω σαν να μου περνούσε την αγάπη για την Ελλάδα μέσα από τις κινήσεις των χεριών, από την ενδυμασία του, την τόσο ξεχωριστή και επιβλητική. Η μοναδική στο χωριό. Ο τελευταίος που τη φορούσε. Άλλος κανείς δεν υπήρχε από τη γενιά του είχαν όλοι πεθάνει.
Το κάθε τι που γινόταν στο σπίτι μου ήταν ως πράξη θεατρική ως ιεροτελεστία μοναδική και όλο αυτό τρυπούσε τις φλέβες μου και κυλούσε στο αίμα, εισχωρούσε βαθιά μέσα μου συμφωνούσα ή διαφωνούσα, δεν μπορούσα να το αρνηθώ. Έτσι λοιπόν μεγάλωσα και ο γλυκός μου ο παππούς, μου έμαθε κρυφά την αλφαβήτα λέγοντάς μου και το τραγούδι.
Άλφα - Βήτα μου μεγάλη σ΄τουντον κόσμο δεν είναι άλλη
Βήτα, βάλε με σο νου σου να' ρθω εγώ στους ορισμούς σου
Γάμα, γίνομαι γιοφύρι να περνούν εχθροί και φίλοιΔέλτα, δε σου φανερώνω της καρδούλας μου τον πόνοΈψιλον, ψιλή κυρά μου σε έχω μέσα στην καρδιά μου.Ζήτα (…)Ήτα, είσαι σαν το χιόνι και ψιλή σαν το λεμόνιΘήτα, θάνατος με βία πάρα τέτοια τιμωρίαΓιώτα, γίνομαι γιοφύρι να περνάν εχθροί και φίλοι
Κάπα, κάλή μου γραμμένη, κόρη μου ζωγραφισμένη
Λάμπδα, λένε το όνομά σου και γλυκό το απάντημά σου
Μι, μηλιά μου με τα μήλα και τα δροσερά σου φύλλα
Νι, νίψέ το πρόσωπό σου και τον άσπρο τον λαιμό σου.
Ξι, ξένε που πας στα ξένα κλαίν τα μάτια μου για σένα
Όμικρον μου κυπαρίσσι 'σένα ποιος θα σε φιλήσειΠι, πάνε και δε σε βρίσκώ άρρωστος απεθενήσκω
Ρο, ρωτώ τη γειτονιά μου, μη είδανε την αφεντιά μου
Σίγμα (…)Ταυ (…)
Ύψιλον (…)
Φι (…)Χι (…)Ψι (…)Ωμέγα (…)
Βιβλία ελληνικά δεν είχαμε, είχαμε όμως την μεγάλη ευλογία να έχει ο γείτονας τηλεόραση που του την είχαν στείλει από την Ελλάδα. Έτσι από την τηλεόραση εκείνη «γαλουχήθηκα» με τον ελληνικό κινηματογράφο. Δεν υπήρχε κάτι τότε που να αφορούσε την Ελλάδα και να μην το ξέραμε π.χ. ποιος έβγαλε τραγούδι καινούργιο, ποια ομάδα νίκησε και με πόσο. Τα πάντα. Τι δίψα ήταν εκείνη δεν μπορώ να την περιγράψω! Όταν 1987 πήραμε το κύπελλο στην καλαθοσφαίριση τι ενθουσιασμός μας κατέκτησε και δεν μπορούσαμε να τον δείξουμε κιόλας. Ακόμη θυμάμαι το τραγούδι που είχε βγει τότε:
Με το Γκάλη το Γιαννάκη
το Φιλίππου και τα άλλα παιδιά
η ομάδα του μπάσκετ πηγαίνει μπροστά.
Για πολλούς θα φανεί αστείο, αλλά έμαθα να διαβάζω από το «Τόλμη και Γοητεία» που είχε βάλει τότε η Ε.Ρ.Τ. Προσπαθούσα να αντιστοιχήσω την Άλφα - Βήτα που μου είχε γράψει ο παππούς, με τους υπότιτλους του έργου. Εδώ θα πρέπει να επισημάνω ότι η διοίκηση της ΕΡΤ δεν έχει κατανοήσει πλήρως το πόσο σημαντικός υπήρξε ο ρόλος της για μας τους σκλαβωμένους. Θυμάμαι τα Χριστούγεννα και το Πάσχα πως μαζευόμασταν όλοι να ακούσουμε τις ευχές, θυμάμαι και την θλίψη των δικών μου. Έλεγε η γιαγιά πάλι μας ξέχασαν. Έστελναν ευχές σε όλους τους άλλους οι δικοί μας πολιτικοί και μόνο εμάς ξεχνούσαν, τη Χιλή όμως ποτέ! Θυμάμαι επίσης κάθε Κυριακή να πηγαίνουν στην τηλεόραση για να ακούσουν τον Εθνικό Ύμνο και την θεία λειτουργία.
Η ιστορία της Χιμάρας χάνεται στα βάθη των αιώνων. Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο πως η Χιμάρα δεν έλειψε ποτέ από τους αγώνες του έθνους για ελευθερία. Τη συναντούμε παντού και στα ορλωφικά και στο Μεσολόγγι. Παρ' όλο που απελευθερώθηκε από τον αρχηγό της, τον Σπύρο Σπυρομήλιο, στις 5 Νοεμβρίου του 1912, νωρίτερα και από την πρωτεύουσα όλων των Ηπειρωτών, τα Γιάννενα. Με τις ευλογίες των μεγάλων δυνάμεων που δεν επιθυμούσαν να ελέγχει η Ελλάς τα στενά της Κέρκυρας έμεινε εκτός μητρικής αγκαλιάς. Με το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας τον Δεκέμβριο του 1913, η Ήπειρος διχοτομήθηκε για να δοθεί ως σκλάβα στους Αλβανούς. Ξεσηκώθηκαν για επανένωση οι βόρειο-Ηπειρώτες αλλά αντ' αυτού τους δόθηκε η μεσοβέζικη λύση της Αυτονομίας. Ο Σπυρομήλιος δεν δέχθηκε με αποτέλεσμα να γυρίσει στην Χιμάρα και να υψώσει την ελληνική σημαία. Εξ' ου και η ιδιαίτερη μνεία στο πρωτόκολλο της Κέρκυρας για τη Χιμάρα. Σε επιστολή του προς τις Μεγάλες Δυνάμεις γράφει ότι μας παίρνουν από τον έναν τούρκο και μας παραδίδουν εις άλλον τούρκο.
Φύλακας τον εφυλούσε
ο κακούργος δεν πονούσε
από πάνω του πατούσε
να μιλήσει δεν μπορούσε
βοήθεια που να ζητούσε.
Τι χε κάνει ο καημένος
που αγαπούσε την Ελλάδα
την Ελλάδα την θρησκεία
τον Χριστό την παναγία
τα ελληνικά σχολεία
Η Χιμάρα είναι μια καίρια περιοχή για τον ελληνισμό, με διαρκή συμμετοχή των παιδιών της στους εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες. Το όνομά της είναι καταγεγραμμένο στις δύο εκδοχές της: «Χειμάρρα» και «Χιμάρα». Θεωρώ ότι η ιστορία μας οδηγεί στο να υιοθετήσουμε τη δεύτερη γραφή καθώς σε αυτά συνηγορούν η ονομασία της αρχαίας πόλης «ΧΙΜΕΡΑ» και τα σχετικά γραπτά μνημεία. Αυτόν τον τρόπο γραφής ακολουθούμε και στην εργασία αυτή.
Είναι σημαντικό η ελληνική γλώσσα να διατηρήσει ή να διασώσει τις διάφορες εκδοχές της. Όχι μόνον για να επιβεβαιώνει και σε αυτό το σημείο, την μεγάλη φήμη της. Ο ελληνικός πολιτισμός στο σύνολό του πρέπει να ανακαλύψει εκ νέου τα στοιχεία που τον συνθέτουν και να τα αναδείξει.
Στα γεωγραφικά άκρα της γλώσσας μας, η ποικιλία, η προσαρμοστικότητα, η αφομοίωση, ακόμα και η μουσική της προφοράς, διαφοροποιούνται απ' ότι στο κέντρο της. Στην Επαρχία διατηρείται η αρχαιοελληνική προσωδία, ειδικά στα χωριά της Παλάσσας και των Δρυμάδων. Ενώ στην ίδια τη Χιμάρα οι λέξεις τονίζονται δυναμικά.
Δεν είναι μόνον η μεγαλύτερη συγγένεια με τις παλαιότερες μορφές της ελληνικής που κάνουν αυτές τις διαλέκτους, ιδιαίτερες. Είναι και η προσπάθεια να επιβιώσουν σε χαλεπούς καιρούς. Η κάθε λέξη, η κάθε έκφραση, αποπνέει αγώνα και αγάπη για τα πατρώα. Η επιβίωσή τους δεν σχετίζεται με ανθρώπους της διανόησης, αλλά με ανθρώπους καθημερινούς οι οποίοι σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «ανεκπαίδευτοι», αλλά σίγουρα όχι ως «αμόρφωτοι». Οι Χιμαραίοι, οι Ιταλιώτες, οι Πόντιοι, οι Μαριουπολίτες, οι Κύπριοι, οι Ανατολικοθρακιώτες, οι Κρήτες κ.ά., είναι ακόμα ζωντανά παραδείγματα, του ελληνικού πολιτισμού.
Η Χιμαραία διάλεκτος είναι μια τέτοια ξέχωρη περίπτωση. Περνά μέσα από τη φωτιά και το σίδερο της πολύχρονης σκλαβιάς, της εχθρότητας ενός ολόκληρου κράτους, αλλά και της πλήρους αποκοπής και απομόνωσής της από τη γλωσσική της οικογένεια.
Η διάλεκτος της Χιμάρας, δέχεται για μια μεγάλη ιστορική περίοδο, συνεχείς πιέσεις από ξένες γλωσσικές ομάδες. Οι περισσότερες άφησαν τα ίχνη τους και προσπέρασαν. Ο αγώνας όμως συνεχίζεται ενάντια στην σύγχρονη «κραταιά» ξένη γλώσσα που κατόρθωσε να επιβάλει, μερικώς έστω, το επικοινωνιακό της εργαλείο, σε πληθυσμούς της περιοχής.
Η μεταπολίτευση του 1991 - 927, επιτρέπει στους Χιμαραίους να μιλούν ανετότερα το ιδιώμά τους. Η ελληνική, μέσα από την απενοχοποίηση του ελληνισμού, επανακάμπτει σε τόπους και ανθρώπους από τους οποίους είχε οπισθοχωρήσει. Ο κίνδυνος όμως δεν εκλείπει. Τούτη τη φορά είναι το αθηναϊκό – επίσημο ελλαδικό – ιδίωμα που απειλεί να περιορίσει την Χιμαραία διάλεκτο. Αυτοί που προσέφυγαν στο ελλαδικό κράτος και κυρίως οι γόνοι τους, υιοθέτησαν αυτά τα ελληνικά που ακούν και μιλούν στο ευρύτερο περιβάλλον τους.
Η τάση είναι να περιοριστεί η γλωσσική ιδιαιτερότητα της Χιμάρας, από τους ανθρώπους της που ζουν εκτός της περιοχής της. Έτσι, στην πάγια βούληση και την κατά καιρούς κλιμακούμενη πίεση των «κραταιών» με στόχο τον περιορισμό ομιλίας της ελληνικής σε κάθε της μορφή, προστίθεται και η εξ' Ελλάδος, επίσημη γλώσσα που εισέρχεται μαζί με τους ίδιους τους Χιμαραίους που επιστρέφουν κατά καιρούς, τα ελλαδίτικα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, την Εκπαίδευση κ.λ.π.
Η ποικιλία της ντοπιολαλιάς είναι μεγάλη. Η σχέση της με την ιστορία της γλώσσας των Πανελλήνων, ακόμα μεγαλύτερη. Ο καθένας μας μπορεί να ανακαλύψει εδώ, τύπους εν χρήσει, που θεωρεί ότι έχουν χαθεί και που μόνον σε βιβλία υπάρχουν πια.
Κάποια από τα χαρακτηριστικά της διαλέκτου είναι και τα εξής:
Οι λέξεις προφέρονται ολόκληρες και χωρίς να «χάνουν» ή παραλλάσουν τα φωνήεντα. Δεν παρατηρούνται φαινόμενα κώφωσης ατόνων ή αποβολή κλειστών φθόγγων, που υπάρχουν σε πολλές περιοχές της ελεύθερης Ηπείρου.
Διατηρούνται τα ασυναίρετα σε (εα) των πρωτόκλιτων θηλυκών:
Το «κ» μετατρέπεται σε «τσ» όταν ακολουθεί «ε», «αι», και «η», «ι», «υ», «οι», «ει»:
Το «ρ» μεταφέρεται σε περιπτώσεις συμφωνικών συμπλεγμάτων όπως, «δρ», «κρ» κλπ:
Το «χ» μεταρέπεται σε «sh»:
Διατηρείται το «ε» στη θέση του «η»:
Διατηρείται το «α» αντί του «η» και του «ε»:
Διατηρείται το «ο» στη θέση του «η»:
Διατηρείται το «ο» αντί του «ε»
Διατηρείται το «ο» αντί του «υ»
Το «γ» μετατρέπεται σε ελαφρό «ζ»
Το «τ» απαλείφεται όταν προηγείται το «σ»
Διατηρούνται αρχαϊσμοί όπως:
Σχόλια