Μνημείο για τον Φίλιππα Παπαθανάση στη γενέτειρά του


Ο Φίλιππας Παπαθανάσης, ο άνθρωπος που τιμωρήθηκε με θανατική ποινή, μετατρεπόμενη σε ισόβια κάθειρξη, με το μοναδικό έγκλημα που ζητούσε την εφαρμογή των δικαιωμάτων της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας, όπως ήδη είχαν υποσχεθεί με την έναρξη του αντιφασιστικού αγώνα, και την υλοποίηση της Συμφωνίας της Κονίσπολης για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης μετά τον αγώνα, «επέστρεψε» στη γενέτειρά του.

Ήταν μια πρωτοβουλία του Συλλόγου των Ελληνοδιδασκάλων νομών Αγ. Σαράντα και Δελβίνου σε συνεργασία με την επαρχία του Αλύκου, η ιδέα της εγκαινίασης μια προτομής στη γενέτειρά του τη Ραχούλα.

Ο Φίλιππας στη Ραχούλα σε μια φτωχή διανοούμενη οικογένεια. Ο παππούς του παπάς και ο πατέρας δάσκαλος. Τελείωσε το γυμνάσιο της Βοστίνας, όπου ήταν αριστούχος μαθητής, ειδικά στα φυσικομαθηματικά.

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρήκε καταταγμένο στις αντιφασιστικές

– ναζιστικές δυνάμεις της Ε. Ε. Μ. μέχρι την απελευθέρωση. Στη μάχη του Δελβίνου πληγώθηκε και νοσηλεύτηκε στο παρτιζάνικο νοσοκομείο του Θεολόγου. Ο κοινός αγώνας των συμμαθητών και συναγωνιστών του ομοεθνών, ήταν αγώνας κατά του φασισμού, όμως, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της Κονίσπολης, η δική μας Μειονότητα να είχε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης.

Με τη λήξη του Αντιφασιστικού Αγώνα, λόγω της προσφοράς του και τις διανοητικές του ικανότητες, διορίζεται Υπεύθυνος του Τμήματος Παιδείας, Υγείας και Μόρφωσης του νομού Αγ. Σαράντα. Στην πινακίδα του γραφείου, εκτός της επιγραφής στ’ αλβανικά, έγραψε με μεγάλα γράμματα στην ελληνική: «ΤΜΗΜΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΡΦΩΣΗΣ». Όλη την αλληλογραφία με τα ελληνικά χωριά την έκανε στα ελληνικά. Στην Συνδιάσκεψη των δασκάλων Περιφέρειας Αργυροκάστρου βάσταξε ανένδοτη στάση για τα θέματα της παιδείας και μάλιστα έκανε έκκληση να μην παραστεί κανένας Έλληνας δάσκαλος στην συνδιάσκεψη εάν δεν μεταφράζονταν και στην ελληνική γλώσσα το περιεχόμενό της (το οποίο κι έγινε).

Για τις πράξεις αυτές οι κομματικές αρχές της Περιφέρειας του κάνανε παρατήρηση.

Μετά από ένα εξάμηνο τον «πάψανε» απ’ αυτό το καθήκον και τον διόρισαν δάσκαλο στην Τσούκα. Εκεί επί καθημερινής βάσης οργάνωνε με τα παιδιά και τη νεολαία χορούς και τραγούδια με καθαρά εθνικό πατριωτικό περιεχόμενο, τα οποία ο ίδιος έγραφε. Αυτό δεν μπορούσε να μείνει απαρατήρητο και ατιμώρητο από το αλβανικό κατεστημένο: Τον μετάθεσαν στο χωριό Καλύβια- Πασά. Ο Φίλιππας ανένδοτος συνέχιζε το καθήκον προς το έθνος του. Τον ξαναμετάθεσαν στο συνοριακό χωριό Ζμίνετση απ' όπου τον συνέλαβαν στις 17 Φεβρουαρίου1946.

Όταν το περιβόητο «11» της αστυνομίας ανηφορούσε προς το χωριό, όλοι οι χωριανοί φοβηθήκανε, ενώ ο Φίλιππας τους καθησύχασε: «Μη φοβάστε, ήρθε για μένα». Τον συμβούλεψαν να φύγει, ενώ εκείνος τους απάντησε: «Όχι αδέρφια, εγώ δεν είμαι εγκληματίας, αγωνίζομαι γι’ αυτά που σας λέω καθημερινά και αυτά θα υπερασπιστώ στο δικαστήριο». Έτσι και έγινε. Τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον πήγαν στα ανακριτήρια έως την ημέρα της δίκης. Στο κελί ήταν με τον συναγωνιστή, φίλο και συνάδελφό του Αριστοτέλη Χαρμπάτση από τη Δίβρη, ενώ στην αίθουσα του δικαστηρίου αντίκρισε άλλα 18 άτομα, συμμαθητές και συναγωνιστές του. Ήταν όλα παλικάρια της Ε. Ε. Μειονότητας, σπουδασμένα και μορφωμένα, από την αφρόκρεμα των διανοούμενών της.

Στο στρατιωτικό δικαστήριο ο Φίλιππας δε δέχτηκε να μιλήσει αλβανικά και του βάλανε διερμηνέα. Όταν ο εισαγγελέας του είπε πως γνωρίζεις την αλβανική αλλά δεν θέλεις να μιλήσεις γιατί είσαι ένας βρωμοφιλέλληνας», ο Φίλιππας του απάντησε: «Φιλέλληνας μπορεί να είναι ο καθένας ακόμα και κάποιο μέλος του δικαστηρίου. Εγώ είμαι EΛΛΗΝΑΣ γι’ αυτό και δικάζομαι ενώπιον σας». Με θανατική ποινή στην αρχή και αργότερα με ισόβια δεσμά χωρίς δικαίωμα έφεσης και αναστολής τον καταδίκασαν.

Τον Αύγουστο του 1946 μετατέθηκε στις φυλακές του Μπουρελιού με πολλούς άλλους συγκατηγορούμενους του. Δεν βγήκε στην υποχρεωτική εργασία, κλείστηκε σε ένα ξεχωριστό κελί και εκεί τον αφήσανε έως το θάνατό του, δίνοντας του επί καθημερινής βάσης 400 γρ. μπομπότα και ένα παγούρι νερό για όλες τις ανάγκες. Τα νύχια των χεριών, των ποδιών του και τα δόντια του, μαρτυρούσαν την γλυπτική δουλειά που του κάνανε οι «γλύπτες» ανακριτές της κομμουνιστικής ιδεολογίας.

Ο Φίλιππας πέθανε αμετανόητος για τον αγώνα που έκανε όπως και οι συναγωνιστές του Τέλης Χαρμπάσης, Σωτήρης Σκεύης, Νάσιος Πάντος, Γιάννης Καραθάνος, Γρηγόρης Λαμποβιτιάδης κ.α

Όταν η οικογένεια ζήτησε τα οστά του, της απάντησαν ότι είναι ισοβίτης και δεν μπορείτε να τα πάρετε και δείχνοντας με το δάχτυλο προς την πλαγιά απέναντι τους πρόσθεσαν ειρωνικά: «Δέστε τα αμπέλια απέναντι, λιπαίνονται με τα κόκαλα των εχθρών».

Αυτός ήταν ο Φίλιππας Παπαθανασίου, που αγωνίστηκε για ένα όραμα, που δεν υπέκυψε στα απάνθρωπα βασανιστήρια των φονιάδων ανακριτών, που καταδικάστηκε σε ισόβια και πέθανε στις μεσαιωνικές φυλακές χωρίς να έχει έναν τάφο κι ένα όνομα. Το όνομά του, όμως, θα ζει για πάντα, όπως και το όραμά του».

ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Ο Φίλιππος Παπαθανασίου, γεννήθηκε το 1921 στο χωριό Καλύβια-Σούσι (σήμερα Ραχούλα), σε μια φτωχή διανοούμενη οικογένεια. Ο παππούς του παπάς και ο πατέρας δάσκαλος. Αφού τελείωσε το δημοτικό σχολείο στην Γέρμα, γράφτηκε στο γυμνάσιο της Βοστίνας, όπου σύμφωνα και με τις μαρτυρίες των συμμαθητών του, ήταν αριστούχος μαθητής και εξαιρετικά στα φυσικομαθηματικά. Σαν αντιπρόσωπος μαθητής των τελειόφοιτων των γυμνασίων της Ελλάδας, έπιασε την πρώτη θέση στις πανελλήνιες εξετάσεις των μαθηματικών, τιμώντας και το σχολείο του τη Βοστίνα.

Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος τον βρήκε καταταγμένο με τις αντιφασιστικές – ναζιστικές δυνάμεις της Ε. Ε. Μ. μέχρι την απελευθέρωση. Στη μάχη του Δελβίνου πληγώθηκε και νοσηλεύτηκε στο παρτιζάνικο νοσοκομείο του Θεολόγου. Η μόλυνση πέρασε σε περιτονίτιδα και η ζωή του κινδύνεψε πολύ.

Ο κοινός αγώνας των συμμαθητών και συναγωνιστών του ομοεθνών, ήταν αγώνας κατά του φασισμού, όμως σύμφωνα το Πρωτόκολλο της Κονίσπολης η δική μας μειονότητα να είχε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης.

Με τη λήξη του Αντιφασιστικού αγώνα, λόγω της προσφοράς του και τις διανοητικές του ικανότητες, διορίζεται Υπεύθυνος του Τμήματος Παιδείας, Υγείας και Μόρφωσης του νομού Αγ. Σαράντα. Ήταν ο πρώτος στο είδος του. Στην πινακίδα του γραφείου, εκτός της επιγραφής στ’ αλβανικά, έγραψε με μεγάλα γράμματα στην ελληνική: «ΤΜΗΜΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΡΦΩΣΗΣ». Όλα τα περί παιδείας και αλληλογραφίας με τα ελληνικά χωριά, τα έκανε στα ελληνικά. Είχε δική του δακτυλογραφική μηχανή με ελληνικό αλφάβητο και πολύγραφο όπου τα πολλαπλασίαζε για τα χωριά μας. Γι’ αυτά τον κάλεσαν οι κομματικές αρχές της Περιφέρειας. Το Μάρτιο του 1945 στην Συνδιάσκεψη των δασκάλων της Περιφέρειας Αργυροκάστρου, με λέκτορες και Έλληνες μειονοτικούς, βάσταξε ανένδοτη στάση για τα θέματα της παιδείας και μάλιστα έκανε έκκληση να μην παραστεί κανένας Έλληνας δάσκαλος στην συνδιάσκεψη εάν δεν μεταφράζονταν και στην ελληνική γλώσσα (το οποίο κι έγινε) το περιεχόμενό της.

Μετά από ένα εξάμηνο τον «πάψανε» απ’ αυτό το καθήκον και τον διόρισαν δάσκαλο στην Τσούκα. Εκεί επί καθημερινής βάσης οργάνωνε με τα παιδιά και τη νεολαία συμπόσια, χορούς και τραγούδια με καθαρά εθνικό ελληνικό πατριωτικό περιεχόμενο. Γνωρίστηκε, συνεργάστηκε και αγωνίστηκε για τον ίδιο σκοπό με τον παπα-Γιάννη όπου αργότερα ήταν και συγκατηγορούμενοι. Στην Τσούκα έγινε πολύ αγαπητός και όλοι μάθαιναν με δίψα τα εθνικά πατριωτικά τραγούδια, πολλά από τα οποία ο ίδιος τα έγραφε. Αυτό δεν μπορούσε να μείνει απαρατήρητο και ατιμώρητο απ’ το αλβανικό κατεστημένο: Τον μετάθεσαν στο χωριό Καλύβια- Πασά. Ο Φίλιππος ανένδοτος συνέχιζε το καθήκον του προς το έθνος του. Εκεί συνεργάστηκε πιο στενά με το Νάσιο Πάντο και τον συμμαθητή και φίλο του Σωτήρη Σκεύη. Δεν άργησε πολύ και τον ξαναμετάθεσαν στο συνοριακό χωριό Ζμίνετση απ' όπου τον συνέλαβαν στις 17 Φεβρουαρίου1946.

Λέγεται, πως όταν το περιβόητο «11» της αστυνομίας ανηφορούσε προς το χωριό, στην αυλή του σχολείου βρισκότανε και ο γραμματέας του κόμματος του χωριού, ο πρόεδρος της επιτροπής και πολλοί χωριανοί. Όλοι τους φοβήθηκαν, ενώ ο Φίλιππας τους καθησύχασε: «Μη φοβάστε, ήρθαν για μένα». Τον συμβούλεψαν να φύγει. Ο Φίλιππος τους απάντησε: «Όχι αδέρφια, εγώ δεν είμαι εγκληματίας, αγωνίζομαι γι’ αυτά που σας λέω καθημερινά και αυτά θα υπερασπιστώ στο δικαστήριο». Έτσι και έγινε. Τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον πήγαν στα αλβανικά ανακριτήρια έως την ημέρα της δίκης 1 Ιουλίου 1946. Στο κελί ήταν με τον συναγωνιστή, φίλο του και συνάδελφο Αριστοτέλη Χαρμπάτση μα στην αίθουσα του δικαστηρίου αντίκρισε άλλα 18 άτομα, συμμαθητές και συναγωνιστές του. Ήταν όλα παλικάρια της Ε. Μειονότητας, σπουδασμένα και μορφωμένα, από την αφρόκρεμα των διανοούμενων της. Στο στρατιωτικό αυτό δικαστήριο ο Φίλιππας δε δέχτηκε να μιλήσει αλβανικά και του βάλανε διερμηνέα. Όταν ο συμμαθητής του, που έγινε εισαγγελέας, του είπε: «Εσύ τα ξέρεις καλύτερα κι από μένα τα αλβανικά μα δεν θέλεις να μιλήσεις γιατί είσαι ένας βρωμοφιλέλληνας» του απάντησε: «Φιλέλληνας μπορεί να είναι κάθε πολίτης ενός άλλου κράτους ή έθνους ή και κάποιο μέλος του δικαστηρίου. Εγώ είμαι EΛΛΗΝΑΣ γι’ αυτό και δικάζομαι ενώπιον σας». Με θανατική ποινή στην αρχή και αργότερα με ισόβια δεσμά χωρίς δικαίωμα έφεσης και αναστολής καταδικάστηκε ο Φίλιππος, για να βροντοφωνάξει μπροστά στους ανώτερους αξιωματικούς που αποτελούσαν το δικαστικό σώμα: «Σας εμπιστευτήκαμε και συναγωνιστήκαμε. Πολλοί άλλοι πληγωθήκανε, ένας απ’ αυτούς κι εγώ «αγαπητοί συναγωνιστές». Μας φάγατε στη μπέσα, γι' αυτό αφού δεν πέθανα από το βόλι των Γερμανών, ας πεθάνω από το δικό σας βόλι». Μια απολογία που βγήκε εκτός των τοίχων του δικαστηρίου.

Τον Αύγουστο του 1946 μετατέθηκε στις φυλακές του Μπουρελιού με πολλούς άλλους συγκατηγορούμενους του. Όταν το Δεκέμβριο του 1946 οι ποινές των φυλακισμένων μετατράπηκαν σε υποχρεωτική εργασία, του Φίλιππα η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια στέρηση με υποχρεωτικές εργασίες. Δεν υπάκουσε, δεν βγήκε στην υποχρεωτική δουλειά λέγοντας τους είμαι πολιτικός κρατούμενος, ισοβίτης και βάση του διεθνούς δικαίου δεν μπορείτε να με υποχρεώσετε και απαιτώ να με εφοδιάσετε με βιβλία, δίνοντας τους μια ολόκληρη λίστα με βιβλία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας, βιβλία μαθηματικών κι άλλα.

Από τότε κλείστηκε σε ένα ξεχωριστό κελί 1,5Χ2μ και εκεί τον αφήσανε έως το θάνατο του, δίνοντας του επί καθημερινής βάσης 400 γρ. μπομπότα και ένα παγούρι νερό για όλες τις ανάγκες. Τα νύχια των χεριών, των ποδιών του και τα δόντια του, μαρτυρούσαν την γλυπτική δουλειά που του κάνανε οι «γλύπτες» ανακριτές της κομουνιστικής ιδεολογίας και των «συναγωνιστών» μας αλβανών.

Κάθε άνθρωπος που γνώρισε το Φίλιππα, συγχωριανοί του, συμμαθητές, συνάδελφοι, συναγωνιστές και συγκρατούμενοί του στις φυλακές, όλοι έχουν να πουν μόνο καλά λόγια και επαίνους. Ο Φίλιππας πέθανε αμετανόητος για τον αγώνα που έκανε όπως και οι συναγωνιστές του Τέλη Χαρμπάσης, Σωτήρης Σκεύης, Νάσιος Πάντος, Γιάννης Καραθάνος, Γρηγόρης Λαμποβιτιάδης κ.α

Όποιος γνώρισε το Φίλιππα διηγείται ο Έλληνας συγκρατούμενος του Ηλίας Καραμπίνας, δεν μπορεί να το πιστέψει πως πεθαίνουν τέτοια παλικάρια, πως μπορούν να πέφτουν τέτοια δέντρα… « Όταν συνελήφθηκε, διηγείται, κι εγώ τον πρωτογνώρισα ήταν 90 κιλά άντρας πέθανε μόνον40 κιλά. Ήμουν ο μόνος που τον επισκέπτονταν στο κελί του όταν βαριά άρρωστος δεν μπορούσε να κουνηθεί. Θυμάμαι που μου είπε στα τελευταία του «Ηλία αν ποτέ βγεις ζωντανός από δω μέσα θέλω να πας να πεις της μάνας μου πως ο Φίλιππας στάθηκε άνδρας και δεν ντρόπιασε το έθνος του». Πέθανε στα χέρια μου και τον κηδέψαμε μαζί με ένα συγκρατούμενό μας. Δεν μπορώ να πω ποιος από τους δυο μας έκλαψε περισσότερο.

Το 1964 η οικογένεια ζήτησε τα οστά του. Τους απάντησαν ότι είναι ισοβίτης και δεν μπορείτε να τα πάρετε και δείχνοντας με το δάχτυλο προς την πλαγιά απέναντι τους είπαν ειρωνικά: «Δέστε τα αμπέλια απέναντι λιπαίνονται με τα κόκαλα των εχθρών».

Αυτός ήταν ο Φίλιππος Παπαθανασίου, που αγωνίστηκε για ένα όραμα, που δεν υπέκυψε στα απάνθρωπα βασανιστήρια των αλβανών φονιάδων, που καταδικάστηκε σε ισόβια και πέθανε στις μεσαιωνικές φυλακές του Άδη χωρίς να έχει έναν τάφο κι ένα όνομα.

Το όνομά του, όμως, θα ζει για πάντα, όπως και το όραμά του.

ΣΦΕΒΑ


Σχόλια