Ζούσαμε τις τελευταίες ημέρες του πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας. Στη Χιμάρα, μετά το μεσημέρι της 21ης του Απρίλη, έγινε αερομαχία. Εγώ, που δεν τα είχα κλείσει τα 7, μαζί με τον ξάδερφο μου Νικό Μποντίνη, 9 χρονών και την συγχωριανή μας Ελένη Μενίκου, 10 χρόνων, είχαμε "δραπετεύσει" την σπηλιά καταφύγιο, όπου κρυβόταν ο κόσμος για να γλυτώσει από τα πυρά, για να κατεβούμε στο Φιλικούρι. Κάποια στιγμή, μια μεγάλη έκρηξη, μας τρόμαξε. Πιο πέρα είχε πέσει ένα αεροπλάνο. Αμέσως στριμωχτήκαμε στο βάθους του σπηλαίου. Σε λίγο, βλέπομε, έξω από το σπήλαιο, έναν στρατιωτικό Έλληνα, να ξεδιπλώνει ένα τρίγωνο μαντίλι, με κάτι κίτρινα γράμματα επάνω του, να μας φωνάζει: «Φασίστας ήταν, ο κερατάς !» Τα γράμματα στο μαντίλι, ήσαν μέρος όρκου: «ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΤΟΥΤΣΕ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΑΣΙΣΜΟ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ!»
Ο στρατιωτικός μας πείρε μαζί του,- «σας ζητάνε»,-είπε. Όταν φτάσαμε επάνω, μπροστά στον κόσμο, είδαμε έναν άνθρωπο ξαπλωμένο στο έδαφος, ακίνητο. Στο μέτωπο, ανάμεσα στα φρύδια, είχε ένα πράμα, σαν κόκκινο τριαντάφυλλο, που δεν ήταν τριαντάφυλλο, αλλά αίμα από τη σφαίρα που τον είχε σκοτώσει. Το ένα πόδι το είχε τυλιγμένο με επίδεσμο. Φορούσε το ένα παπούτσι. Ο κόσμος έμοιαζε με βουβούς πικραμένους, με το κεφάλι σκυφτό.
Ένας φαντάρος, έσκυψε πάνω στο άψυχο κορμί και από τις τσέπες, πείρε το πορτοφόλι του και μερικά έγγραφα. Μετά, κάποια ασχημοσούσουμη γυναίκα, από τα δάχτυλα του νεκρού, αφαίρεσε ένα δαχτυλίδι. Τότε, κάποιος στρατιωτικός, της άρπαξε το χέρι, πείρε το δαχτυλίδι, το έβαλε ξανά εκεί που άνηκε, λέγοντας: «Παλιοθήλυκο, δεν ντρέπεσαι; δεν σκέπτεσαι πως στη θέση αυτού, μπορούσε να ήταν ο σύζυγος η ο γιος σου;»
Η κηδεία του έγινε λίγο παραπέρα, με στρατιωτικές τιμές. «Εχθροί σε τούτον τον Κόσμο, αδέρφια στον άλλο Κόσμο», λένε οι Ιάπωνες.
Ο πατέρας μου ήταν ο μόνος μάρτυρας, που είδε όλη τη σκηνή του εγκλήματος. Είχε ξεκινήσει να βρει εμάς, τους «λιποτάκτες». Κάποια στιγμή, σήκωσε το κεφάλι προς τον ουρανό, ένα ιταλικό αεροπλάνο είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Ο κυβερνήτης εγκατέλειψε το αεροπλάνο και «κατέβαινε» με το αλεξίπτωτο, όταν ένα άλλο ιταλικό αεροπλάνο, τον πυροβόλησε. Το αλεξίπτωτο έκλεισε και ο κακομοίρης, έπεσε στο έδαφος, σαν σακί γεμάτο με άμμο. Όταν ο μπαμπάς έμεινε σαν άγαλμα από τη φρικτή σκηνή, ο φονιάς, ο άλλος Ιταλός πιλότος, τον πυροβολούσε για να εξοντώσει τον μάρτυρα του εγκλήματος. Τότε, το έβαλε στα πόδια και πρόλαβε να κρυφτεί στη γούβα μιας παλιάς, βαλανιδιάς. Έτσι σώθηκε,-για καλή του τύχη και κακή του φονιά.
Η μητέρα μου, κάθε βράδυ, άναβε το καντήλι στον τάφο του. Λίγες μέρες αργότερα, ακολουθήσαμε τον Ελληνικό στρατό στην οπισθοχώρηση και εγκατασταθήκαμε στα νησιά Κέρκυρα και Ζάκυνθο. Τρις μήνες μετά, οι Ιταλοί κατακτητές, με πλοία μας βοήθησαν να επιστρέψουμε στα σπίτια μας.
Το κορμί του πεσόντος, το είχαν μεταφέρει στο Βούνο, στο κοινό νεκροταφείο των Ιταλών. Η μάνα μου συνέχισε να ανάβει το καντήλι, στον τόπο της πτώσης.
Το καλοκαίρι 1942, ήρθε στη Χιμάρα, ο πατέρας του, μαζί με άλλους επίσημους και δυο ειδικούς στα μνημεία. Συνάντησε το μπαμπά μου και αφού δεν ήταν πολύ βέβαιος για τις φωτογραφίες που του έδειξαν, τους προσκάλεσε να πάνε σπίτι μας, να τις δείξουν στη μάνα, που είχε φανταστική μνήμη. Έτσι έγινε, τις δείξανε, αρχικά μια φωτογραφία σε ηλικία 4-5 ετών, παρέα με μερικά άλλα παιδιά. Τον γνώρισε χωρίς δισταγμό. Αφού τον γνώρισε σε όλες, τότε ο πατέρας του, σηκώθηκε, με δάκρυα στα μάτια, την αγκάλιασε και της είπε: «Εσύ είσαι η αληθινή μάνα του γιού μας, γιατί εσύ του βρέθηκες την τελευταία του στιγμή και έκαμες εκείνα όλα, όπως θα τα έκανε η μάνα του. Σας ευχαριστώ.
Μετά είδαν το μέρος της πτώσης και της ταφής. Αποφάσισαν την ανέγερση ενός μικρού μνημείου. Οι εργασίες άρχισαν την επόμενη. Η ομάδα φιλοξενήθηκε στο σπίτι μας. Ο πατέρας μου δεν τους άφησε να στήσουν σκηνή. Η βάση έγινε με μεγάλες πέτρες, πάνω η μια στη άλλη, με τέτοιον τρόπο, που να μοιάζει με βράχο. Στην κορυφή, τοποθέτησαν έναν αετό από γκρίζα πέτρα, με το αριστερό φτερό κρεμασμένο και το άλλο σηκωμένο σαν να θέλει να πετάξει, με το βλέμμα στραμμένο στο άπυρο. Στη μαρμάρινη πινακίδα, ήταν γραμμένα: «ΕΔΩ, ΣΤΙΣ 21 ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ 1941, ΈΠΕΣΕ Ο ΑΕΡΟΠΟΡΟΣ ΝΙΚΟΛΟ ΚΟΜΠΟΛΙΟ ΤΖΙΛΙ, 22 ΕΤΩΝ.»
Όταν επέστρεψαν στη Ρώμη, ο πατέρας του, κατήγγειλε τον φονιά, στον οποίο το Στρατοδικείο του υπέβαλε την ποινή θανάτου, με δημόσιο απαγχονισμό, σε μία από τις πλατείες της Ιταλικής πρωτεύουσας. Η αιτία για τον φόνο, ήταν μια γυναίκα.
Το έτος 1969, στα 25χρονιά της Απελευθέρωσης, οι βάνδαλοι των μνημείων, το ισοπέδωσαν, τον αετό τον έκλεψαν, την πινακίδα με τα στοιχεία του πεσόντος, την κομμάτιασαν, ταυτόχρονα με τον Πύργο - μνημείο του μετώπου των δυο αλληλομαχώμενων δυνάμεων. Νομίζω πως η αιτία δεν ήταν ως «σύμβολο του φασισμού», άλλα οι κίτρινες πέτρινες πλάκες, που κάλυπταν τον κορμό, που κάποιος τις χρειαζόταν. Μετά τον πόλεμο, η μητέρα του πεσόντος, άρχισε αλληλογραφία με την μητέρα μου. Στα χέρια μας έφτασαν μόνο τρία γράμματα. Στο πρώτο μας ενημέρωνε πως ο φονιάς, χάρη των στοιχείων που τους έδωσε μπαμπάς μου, δικάστηκε από το Στρατοδικείο, σε δημόσιο απαγχονισμό. Στο αρχείο μου, βρίσκετε το δεύτερο γράμμα της Ιταλίδας, γραμμένο στις 13 Μαρτίου 1943, το οποίο σας παρουσιάζω. Από τότε, η λογοκρισία, μας απαγόρευσε τη αλληλογραφία με την κακομοίρα μάνα.
Διαβάστε το γράμμα της Ιταλίδας μάνας προς την μάνα μου Φωτείνα Γκόρου.
Αξιότιμη κυρία,
Το γράμμα σας μου ήρθε με την επέτειο του δοξασμένου θανάτου του θαυμαστού γιού μου, ήταν για μένα, ένα αληθινό δώρο, το ίδιο σαν η φωνή του, που μου πρόσφερε η δική σας ελεημοσύνη, για να φτάσει σ' εμένα, την πιο θλιβερή μέρα της ζωής μου.
Να είναι ευλογημένα τα λόγια σας, ευλογημένες να είναι και οι ευγενικές πράξεις σας απέναντί του, τα δάκρυα που έχετε χύσει για μένα, κοιτάζοντας εκείνο το όμορφο και γλυκό πρόσωπο, που μου έδωσε για πρώτη φόρα την ασύγκριτη χαρά της μητρότητας και που τώρα, μου έμεινε μόνο η μνήμη του να βλέπω το γλυκό χαμόγελό του. Τον πολυλατρεμένο μου δεν θα τον φιλήσω ποτέ ξανά.
Η μόνη παρηγοριά για την λύπη του, που θα το ήθελα σε όλη τη ζωή μου, είναι ο ηρωικός θάνατός του για την προστασία της μεγάλης μητέρας, που είναι η Ιταλία και η ελπίδα να ξανασμίξουμε στο θεό.
Σας ευχαριστώ ακόμη πολύ και πολύ ολόψυχα, για ότι μου είπατε γι αυτόν.
Πιστέψτε στην μακράν ευγνωμοσύνη μου. Εύχομαι για εσάς και τους κοντινούς σας τύχη και ευτυχία.
Η μητρική καρδιά μου είναι κοντά στη δική σας, που ήταν τόσο καλή με το δημιούργημά μου.
MARIA COBOLLI - GIGLI
13.3. 1943V.A BOZIO 12 ROMA.
Του δρ. Ευρυβιάδη Γκόρου
Λίγα στοιχεία για την οικογένεια Cobolli Gigli
Κατόπιν έρευνας στο διαδίκτυο, προκύπτει πως ο νεαρός Ιταλός αεροπόρος που έχασε τη ζωή του στη Χιμάρα, Nicolò Cobolli Gigli ήταν υιός του πρώην Υπουργού δημοσίων έργων της κυβέρνησης του Μπενίτο Μουσολίνι, Giuseppe Cobolli Gigli. Στη wikipedia υπάρχει σελίδα με βιογραφικά στοιχεία τόσο του Giuseppe Cobolli Gigli όσο και του υιού του Nicolò Cobolli Gigli. Εκεί διαβάζουμε πως ο Giuseppe ήταν ο παππούς του πρώην προέδρου της Juventus Giovanni Cobolli Gigli.
Σχόλια