Του Αντώνη Μπέζα
Το θέμα της άρσης του εμπολέμου που έχει η Ελλάδα εναντίον της Αλβανίας, έθεσε για ακόμη μια φορά ο αλβανός πρωθυπουργός Έντι Ράμα κατά την πρόσφατη επίσκεψη στην Αλβανία του έλληνα υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια. Το αίτημα αυτό είναι διαρκώς στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από την αλβανική πλευρά τα τελευταία χρόνια, με πιο πρόσφατες τις γνωστές συνομιλίες Κοτζιά- Μπουσάτι και προφανώς τίθεται για να «εκθέσει» την ελληνική πλευρά στα μάτια των ευρωπαίων εταίρων της.
Έχω τονίσει πολλές φορές ότι το ζήτημα χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και κατάλληλο χειρισμό, αφού η αλήθεια δεν είναι όπως την παρουσιάζει η αλβανική πλευρά και στην υπόθεση αυτή η Αλβανία είναι περισσότερο «εκτεθειμένη» από τη χώρα μας. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί εκτός από το «ελληνικό εμπόλεμο», υπάρχει και το «αλβανικό εμπόλεμο».
Τον Απρίλιο του 1939, επί βασιλείας Αχμέτ Ζώγου, η αλβανική Βουλή αποφάσισε ότι όποια χώρα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιταλία, θεωρείται εχθρική για την Αλβανία. Η απόφαση αυτή, της κήρυξης δηλαδή της εμπολέμου καταστάσεως με την Ελλάδα, συνοδεύτηκε από την ενίσχυση των ιταλικών μεραρχιών που εισέβαλλαν στην Ελλάδα με 18 τάγματα του αλβανικού στρατού. Το Νοέμβριο του 1940, με τον Α.Ν. 2636/1940, αμέσως μετά την εισβολή της Ιταλίας διαμέσου της Αλβανίας, και η Ελλάδα κήρυξε με τη σειρά της εμπόλεμη κατάσταση με την Αλβανία.
Το 1944 ο Ενβέρ Χότζα, στο συνέδριο της Πρεμετής, όπου έθεσε τις βάσεις του κομμουνιστικού αλβανικού κράτους, διακήρυξε την ακύρωση όλων των αποφάσεων των προηγούμενων κυβερνήσεων. Τον Ιούλιο του 1992, η κυβέρνηση Μπερίσα ακύρωσε με τη σειρά της όλες τις αποφάσεις του κομμουνιστικού καθεστώτος και επανέφερε σε ισχύ εκείνες των κυβερνήσεων του βασιλιά Ζώγου. Έτσι, έχουμε μέχρι σήμερα το «αλβανικό εμπόλεμο», που θέσπισε η αλβανική Βουλή το 1939, το οποίο δεν καταργήθηκε με νόμο από καμιά αλβανική κυβέρνηση.
Από ελληνικής πλευράς, επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου και με υπουργό Εξωτερικών τον Κάρολο Παπούλια, στις 28.8.1987, με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου για άρση της εμπολέμου καταστάσεως με την Αλβανία, ο χαρακτήρας της Αλβανίας ως εχθρικού κράτους έπαψε να υφίσταται. Το 1996 μάλιστα, εκτός από την άρση του «ελληνικού εμπολέμου», με νέα πράξη του υπουργικού συμβουλίου η Ελλάδα προχώρησε και στην υπογραφή Συμφώνου Φιλίας με την Αλβανία (Ν.2568/1998).
Ενώ λοιπόν η Ελλάδα έχει άρει πρακτικά και ουσιαστικά το εμπόλεμο, η αλβανική πλευρά δεν αρκείται στην απόφαση του υπουργικού συμβουλίου του 1987 αλλά επιμένει ότι πρέπει να υπάρξει κύρωση μέσω του ελληνικού Κοινοβουλίου. Η υποκρισία τους είναι, ότι ενώ ζητούν από την Ελλάδα την τυπική ολοκλήρωση της διαδικασίας, οι ίδιοι με τη σειρά τους δεν έχουν προωθήσει νομοθετική ρύθμιση για την ακύρωση της απόφασης του «αλβανικού εμπολέμου» του 1939.
Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι το εμπόλεμο και η άρση του δεν σχετίζονται με τη διεκδίκηση των περιουσιών της τσάμικης κοινότητας αλλά με τις περιουσίες Αλβανών υπηκόων (οι Τσάμηδες τότε είχαν ελληνική υπηκοότητα) που βρίσκονταν εκείνη την περίοδο στο ελληνικό έδαφος και χαρακτηρίστηκαν ως «εχθρικές» με τον Α.Ν. 2636/1940. Αυτές τέθηκαν σε καθεστώς μεσεγγύησης έως, θεωρητικά, το τέλος των εχθροπραξιών (περίπου 200 στον αριθμό περιουσίες) και το ελληνικό κράτος έκτοτε τις διαχειρίζεται μέσω της ενοικίασης σε ιδιώτες.
Σ' ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον ειρήνης και συνεργασίας, είναι φυσικό να μην υπάρχει εμπόλεμη κατάσταση και θα πρέπει προφανώς αυτή να καταργηθεί αρχικά από την ίδια την Αλβανία, με δεδομένο ότι η Αλβανία κήρυξε πρώτη τον πόλεμο προς την Ελλάδα. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να υπάρξει επωφελής για την ελληνική πλευρά μέριμνα και για τις «εχθρικές» περιουσίες, με πρακτικές που έχουν εφαρμοστεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν μπορεί όμως οι διεθνείς συνθήκες να ισχύουν για τις αλβανικές περιουσίες που τελούν υπό μεσεγγύηση αλλά αυτές να μη γίνονται σεβαστές από τους Αλβανούς για τα περιουσιακά δικαιώματα, εντός του αλβανικού κράτους, της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας.
Ο Αντώνης Μπέζας, είναι Πρόεδρος της ΕΤΑΔ ΑΕ, πρώην υπουργός και βουλευτής Θεσπρωτίας.
Το παρόν άρθρο συντάχθηκε για το himara.gr. Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Μπέζα
Σχόλια