Η ηρωική έξοδος και η πτώση του Μεσολογγίου την 10η Απριλίου του 1826

Η ηρωική έξοδος και η πτώση του Μεσολογγίου την 10η Απριλίου του 1826

Έξι μέρες ύστερα από τη μάχη της Κλείσοβας την 1η Απριλίου 1826 οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου πήραν γράμμα από την επιτροπή τους από το Ναύπλιο, η οποία τους έγραφε ότι είχε κατορθώσει να εξοικονομήσει 400,00 γρόσια για μισθούς και σιτηρέσια και άλλα τόσα για το ξεκίνημα του στόλου και ότι ύστερα από 12 μέρες θα έφθαναν. Έπρεπε, λοιπόν, οι πολιορκημένοι να υπομείνουν.

Από τα μέσα κιόλας Φεβρουαρίου η κατάσταση στο Μεσολόγγι είχε αρχίσει να γίνεται τραγική. Πολλές οικογένειες είχαν αρχίσει να στερούνται εντελώς τα τρόφιμα και αναγκάζονταν να σφάζουν άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, και κατόπιν σκύλους, γάτες, ποντικούς. Από τις 16 Μαρτίου 1825 άρχισαν να τρώνε αρμυρίτικα, πίκρα χόρτα που φύτρωναν κοντά στη θάλασσα. Ο υποσιτισμός και οι αρρώστιες εξασθένιζαν τους ρωμαλέους οργανισμούς των ανδρών της φρουράς και προκαλούσαν πολλούς θανάτους. Έτσι, στις αρχές Απριλίου, οι οπλαρχηγοί σε μυστική συνέλευση αποφάσισαν να επιχειρήσουν έξοδο αν τα ελληνικά πλοία που είχαν φθάσει στις 31 Μαρτίου στη Ζάκυνθο, με ναύαρχο τους τον Μιαούλη, δεν κατόρθωναν να τους εφοδιάσουν.

Τα ολιγάριθμα πλοία, όμως, του ελληνικού στόλου, 25 πολεμικά και πυρπολικά, μια γαλιότα και δύο μίστικα, απέτυχαν σε επανειλημμένες απόπειρες να διασπάσουν τον αποκλεισμό του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Η σύγκρουση μάλιστα της 31ης Απριλίου στα ανοικτά του Κάβο Παπά εξελίχθηκε σε ναυμαχία κατά την οποία 68 εχθρικά πολεμικά ανάγκασαν μικρή ελληνική πολεμική μοίρα υπό τον Μιαούλη να υποχωρήσει στον Πεταλά με σημαντικές απώλειες. Ο Μιαούλης με λύπη τότε δήλωσε στα μέλη της επιτροπής των αγωνιστών του Μεσολογγίου που είχαν έλθει μαζί του, ότι δεν μπορούσε να προσφέρει καμιά βοήθεια στο Μεσολόγγι, του οποίου την πτώση θεωρούσε επικείμενη. Τα ίδια ανέφερε και στις εκθέσεις του προς τους προκρίτους της Ύδρας.

Οι πολιορκημένοι, απελπισμένοι πια, πήραν την οριστική απόφαση να επιχειρήσουν έξοδο τη νύχτα της 10ης προς 11η Απριλίου 1825, Κυριακή των Βαΐων, και ειδοποίησαν σχετικά τους Έλληνες του στρατοπέδου της Δερβέκιστας να προσπαθήσουν να φέρουν αντιπερισπασμό στους Τούρκους. Την αυγή της 9ης Απριλίου, σε σύσκεψη, αποφάσισαν να σκοτώσουν όλου τους αιχμάλωτους Τούρκους ή Χριστιανούς γιατί ήταν αγανακτισμένοι από τη δραπέτευση ενός νέου εκχριστιανισμένου Τούρκου, καθώς και ενός Βούλγαρου εργάτη που είχε αιχμαλωτιστεί από τους πολιορκημένους. Αποφάσισαν, επίσης, να σκοτώσουν όλα τα γυναικόπαιδα, για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών. Ενώ όμως η πρώτη απόφαση πραγματοποιήθηκε, τη δεύτερη απέτρεψε ο Ρώγων Ιωσήφ. Για τους 600 περίπου ασθενείς και πληγωμένους, αξιωματικούς και στρατιώτες, αποφάσισαν να τους πείσουν να μεταφερθούν στα πιο οχυρωμένα μεγάλα σπίτια και εκεί να πεθάνουν πολεμώντας.

«Η έξοδος του Μεσολογγίου» Θεόδωρος Βρυζάκης.

Το μεσημέρι της επόμενης ημέρας καταρτίστηκε το σχέδιο της εξόδου. Σύμφωνα με αυτό, οι πολιορκημένοι θα χωρίζονταν σε τρία σώματα. Το πρώτο και δεύτερο, που θα το αποτελούσαν άνδρες της φρουράς με αρχηγούς τον Μακρή και τον Νότη Μπότσαρη, θα έβγαιναν από τις γέφυρες της «Λουνέτας» και του «Ρήγα», ενώ το τρίτο, αποτελούμενο από τους Μεσολογγίτες και τα γυναικόπαιδά τους, και συνοδευόμενο από 200 καλούς στρατιώτες, με αρχηγούς ντόπιους, πιθανόν τον Ραζηκότσικα και τον Μήτρο Ντεληγιώργη, θα έβγαινε από τις γέφυρες «Μονταλαμπέρτ» και «Στουρνάρη».

Ο Ιμπραήμ άρχισε αδιάκοπο βομβαρδισμό του Μεσολογγίου και από τα μέτρα που πήρε φάνηκε καθαρά ότι το σχέδιο των πολιορκημένων ήταν ήδη γνωστό στον εχθρό από ένα αγγελιαφόρο παπά που είχε συλληφθεί ή ένα ξένο αυτόμολο. Το Μεσολόγγι το έζωναν από τη στεριά δύο συντάγματα, ενώ από τη θάλασσα το περιέσφιγγαν σχεδίες και αβαθή πλοιάρια. Τρία επίσης τάγματα από 2,400 άνδρες βρίσκονταν εμπρός στη σκηνή του και από τις άμεσες διαταγές του Ιμπραήμ, έτοιμα να τρέξουν, όπου θα παρουσιαζόταν ανάγκη. Χίλιοι επίσης ιππείς είχαν πάρει θέσεις ανάμεσα στο στρατόπεδο και στο βουνό και 2,000 Αλβανοί από την Κρήτη φρουρούσαν μερικά υψώματα και μερικές χαράδρες προς το ανατολικό μέρος, ενώ το στρατόπεδο και τα στρατεύματα του Ρούμελη ήταν επίσης έτοιμα στις θ7έσεις τους προς το δυτικό μέρος.

Όταν νύχτωσε, σιωπηλοί οι πολιορκημένοι άρχισαν να περνούν τις γέφυρες και να πλησιάζουν τους εχθρικούς προμαχώνες απαρατήρητοι, γιατί η σελήνη είχε σκεπαστεί από μαύρο σύννεφο. Οι Τουρκοαιγύτιοι άρχισαν με πυκνά πυρά κανονιών και τουφεκιών να τους κτυπούν και να τους; Προξενούν πολλές απώλειες. Με τις φωνές «Α! – Α! – Α! Επάνω τους! Πάρτε τους!» όρμησαν οι άνδρες των δύο πρώτων σωμάτων με τα γιαταγάνια και τα σπαθιά τους επάνω στις εχθρικές γραμμές.

Εκείνη της στιγμή ακούστηκε από το τρίτο σώμα, των γυναικόπαιδων, η φωνή «οπίσω, οπίσω, μωρέ παιδιά!» και αποχωρίστηκαν μερικοί από τα δύο άλλα σώματα, ίσως για να σώσουν τους άλλους. Τότε οι Αιγύπτιοι της αριστερής πτέρυγας βγήκαν από τα χαρακώματα και κτύπησαν το τρίτο σώμα και εμπόδισαν τους περισσότερους Μεσολογγίτες με τα γυναικόπαιδα να πηδήσουν την τάφρο. Έτσι άλλοι από αυτούς έμειναν εκεί και στα άλλα χαντάκια και έπεσαν στα χέρια των εχθρών, ενώ άλλοι υποχώρησαν προς την πόλη. Τότε, εξερράγησαν οι υπόνομοι, που είχαν ετοιμάσει οι Έλληνες στη Μεγάλη Τάπια, και που είχε αναλάβει να τις πυροδοτήσει ένας σεμνός ήρωας, ο γέροντας Σουλιώτης ιερέας Διαμαντής. Οι άνδρες των δύο άλλων σωμάτων, ανακατωμένοι πια, εξακολουθούσαν να ανοίγουν δρόμο, με τα πυροβόλα και τα όπλα τους. Σε απόσταση 1,000 βημάτων από τους εχθρικούς προμαχώνες συνάντησαν τα τρία τάγματα που διατελούσαν κάτω από τις άμεσες διαταγές του ίδιου του Ιμπραήμ. «Επάνω τους», ξαναφώναξαν οι Έλληνες και, αφού έριξαν 100 μόνο τουφεκιές όρμησαν με τα σπαθιά και τα γιαταγάνια τους, τρέποντάς τους σε φυγή. Οι Έλληνες έχασαν πάνω από 600 άνδρες.

«Οι τελευταίες στιγμές του Μεσολογγίου». Φρανσουά Εμίλ ντε Λανσάκ

Η πιο φοβερή, όμως, δοκιμασία περίμενε τους νηστικούς, εξασθενημένους και καταπονημένους από τις αλλεπάλληλες συμπλοκές και την πορεία άνδρες, ιδίως του πρώτου σώματος στους πρόποδες του Ζυγού. Εκεί, τους είχαν στήσει ενέδρα 3,000 Αλβανοί υπό τον εμπειροπόλεμο Μπουστάμπεη Κιαφεζέζη που, αφού τους άφησαν να πλησιάσουν πολύ κοντά, άρχισαν να τους κτυπούν με καταιγισμούς πυροβολισμών. «Τότε», γράφει ο αγωνιστής Αρτέμης Μίχος, που έζησε τις τραγικές εκείνες στιγμές, «το αίμα έρρεεν αφθόνως εις τας τάξιες της φρου΄ρας, καθότι μη δυνάμενη πλέον να συσωματωθεί και σχηματιστεί εις στήλην δια το ορεινόν και ανώμαλον του εδάφους και θελούσα να προχωρήσει διηρέθη εις πολλά και μικρά σώματα, και εντέυθεν επωφελούμενοι οι εχθροί, έσπειραν εις τα τάξεις αυτής τον θάνατον».

Είχα αρχίσει να γλυκοχαράζει η Κυριακή των Βαΐων όταν η μάχη έπαψε. Εκεί επάνω μόνο, στην κορυφή του Ζυγού, μπόρεσαν να αναπνεύσουν λίγο ελεύθερα. Κάτων μακριά εμπρός στα πόδια τους, καιγόταν το Μεσολόγγι και υπόκωφοι κρότοι κανονιών και πυροβολισμών ακούγονταν. Ο Σπυρομίλιος, μέλος στα πλοία, αναφέρει τα εξής από τις τελευταίες στιγμές του Μεσολογγίου:

«Ανεβήκαμεν εις το όρος του Πεταλά, απ' όπου εφαίνετο το Μεσολόγγιον, δια να κατασκοπεύσωμεν. Είδομεν ότι εκαίοντο όλαι αι γύρωθεν του φρουρίου καλύβαι της φρουράς· πόλεμος εκ μέρους του στολίσκου εις τον Ανεμόμυλον, πόλεμος ηκούετο εις διάφοραι μέρη της πόλεως και τα Τουρκικά καινοστάσια εκανονιοβόλουν την πόλιν». Ήταν οι άρρωστοι, οι αδύνατοι, οι πληγωμένοι και όσοι άλλοι είχαν ξεκοπεί, ιδίως από το τρίτο σώμα, που πολεμούσαν ως την τελευταία πνοή τους.

Από τους 3,000 στρατιωτικούς που πήραν μέρος στην έξοδο, μόνο 1,300 σώθηκαν στον Πλάτανο, όπου είχε το στρατόπεδό του ο Καραϊσκάκης. Οι υπόλοιπο 1,700 σκοτώθηκαν στις συμπλοκές της εξόδου. Από τις γυναίκες 13 μόνο Σουλιώτισσες σώθηκαν και από τα παιδιά τρία ή τέσσερα. Οι απώλειες των Τουρκοαιγυπτίων υπολογίστηκαν σε 5,000. Ο Γάλλος πρόξενος των Χανίων Saint-Sauver γράφει για την έξοδο:

«Οι κάτοικοι του Μεσολογγίου πολέμησαν με το πιο μεγάλο θάρρος. Είναι πιθανόν ότι η πόλη δεν θα έπεφτε αν είχε τρόφιμα. Πάρα πολλές γυναίκες με ανδρικά ρούχα και οπλισμένες, βρέθηκαν ανάμεσα στους νεκρούς. 5,000 Έλληνες χάθηκαν και 6,000 γυναίκες και παιδιά οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και στην Αλεξάνδρεια. Ως προς τις απώλειες των Τούρκων είναι δύσκολο να τις μάθουμε. Ομολογούν ότι ήταν σημαντικές».

Η θυσία του Μεσολογγίου, που επί 12 ολόκληρους μήνες αντιστάθηκε ηρωικά, προώθησε το ελληνικό ζήτημα, όσο καμιά άλλη ελληνική νίκη: πλημμύρισε τους άλλους Έλληνες και τους Ευρωπαίους με αισθήματα θαυμασμού για τους άνδρες της φρουράς του και τον ηρωικό πληθυσμό του Μεσολογγίου. Πραγματικά δείγματα παρόμοιας υπεράνθρωπης ψυχικής αντοχής. Οι φλόγες του Μεσολογγίου θέρμαναν τις καρδιές των πολιτισμένων λαών και τους ξεσήκωσαν σε μια αληθινή σταυροφορία για την απελευθέρωση του Ελληνικού Έθνους.

Ο Διονύσιος Σολωμός γράφει:

88
Πῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγι
τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ,
μέρα ποὺ ἄνθισαν οἱ λόγγοι
γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ.
89
Σοῦ 'λθε ἐμπρὸς λαμποκοπώντας
ἡ Θρησκεία μ' ἕνα σταυρό,
καὶ τὸ δάκτυλο κινώντας
ὀποῦ ἀνεῖ τὸν οὐρανό,
90
«σ' αὐτό», ἐφώναξε, «τὸ χῶμα
στάσου ὀλόρθη, Ἐλευθεριά!».
Καὶ φιλώντας σου τὸ στόμα
μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά.
91
Εἰς τὴν τράπεζα σιμώνει,
καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸ
γύρω γύρω τῆς πυκνώνει
ποὺ σκορπάει τὸ θυμιατό.
92
Ἀγρικάει τὴν ψαλμωδία
ὀποῦ ἐδίδαξεν αὐτή·
βλέπει τὴ φωταγωγία
στοὺς Ἁγίους ἐμπρὸς χυτή.
93
Ποιοὶ εἴν' αὐτοὶ ποὺ πλησιάζουν
μὲ πολλὴ ποδοβολή,
κι άρματ', ἅρματα ταράζουν;
Ἐπετάχτηκες ἐσύ!
94
Ἅ, τὸ φῶς ποὺ σὲ στολίζει,
σὰν ἡλίου φεγγοβολῆ,
καὶ μακρίθεν σπινθηρίζει,
δὲν εἶναι, ὄχι, ἀπὸ τὴ γῆ.
95
Λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη
χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός·
φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι,
κι ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς.
96
Τὸ σπαθί σου ἀντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατᾷς,
σὰν τὸν πύργο μεγαλώνεις,
κι εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾷς.

Ανδρούλλα Σατραζάμη

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου