Σαν σήμερα: Η ελληνογερμανική συμφωνία για τις αποζημιώσεις των θυμάτων των ναζί στην Ελλάδα

Σαν σήμερα: Η ελληνογερμανική συμφωνία για τις αποζημιώσεις των θυμάτων των ναζί στην Ελλάδα

Η 24η Οκτωβρίου είναι η 297η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο και 298η σε δίσεκτα έτη. Στις 24 Οκτωβρίου 1961 επικυρώνεται στη Βόννη η ελληνογερμανική συμφωνία για τις γερμανικές αποζημιώσεις των θυμάτων των ναζί στην Ελλάδα. Το ποσό συμφωνείται στα 115 εκατομμύρια μάρκα.

Πάρα πολλά είναι εκείνα που έχουν χωρίσει τις ελληνικές πολιτικές παρατάξεις που κυβέρνησαν μέχρι σήμερα τη νεότερη Ελλάδα, υπάρχει ένα όμως στο οποίο επί της αρχής τουλάχιστον συμφωνούν άπαντες:

Η διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων και επανορθώσεων προς την Ελλάδα μετά τους δύο παγκοσμίους πολέμους και ιδιαίτερα το Β'ΠΠ και την Κατοχή.

Ένα θέμα το οποίο εξελίχθηκε σε σύνθετο στις λεπτομέρειές του, ξεδιπλώνεται σε εκατοντάδες χιλιάδες υπηρεσιακά έγγραφα τα οποία έχουν βρει τη θέση τους στα ιστορικά αρχεία και των δύο χωρών και το οποίο είναι μέχρι σήμερα ανοιχτό. Και όχι μόνο για την Ελλάδα. Πολύ πρόσφατο παράδειγμα η Πολωνία, μια χώρα που έχασε το μισό της πληθυσμό στον Β'ΠΠ και η οποία επανέφερε πριν από λίγους μήνες το ζήτημα των αποζημιώσεων.

Κάποιες από τις ελληνικές κυβερνήσεις έχουν πετύχει στο παρελθόν να πάρουν ένα πολύ μικρό μέρος των γερμανικών αποζημιώσεων.

Σε γενικές γραμμές, όμως, οι ισορροπίες όπως διαμορφώθηκαν από το 1945 μέχρι σήμερα, έφεραν τον άλλοτε ηττημένο στη θέση του ισχυρού και πολλούς από τους νικητές στη θέση του ανίσχυρου, τόσο οικονομικά όσο και γεωπολιτικά.

Η σταθερή και πάγια άρνηση των Γερμανών όχι μόνο να πληρώσουν, αλλά από ένα σημείο και μετά ακόμη και να κουβεντιάσουν για το θέμα των αποζημιώσεων, το οποίο θεωρούν λήξαν, δεν είναι παρά ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο διαμορφώθηκε η σύγχρονη Ευρωπαϊκή πραγματικότητα.

Η Ελλάδα συνέβαλε καθοριστικά στην ανοικοδόμηση και ανάκαμψη της Γερμανίας, όταν συμφώνησε στην αναβολή ρύθμισης του ζητήματος των οφειλών αρχικά το 1956. Το 1990 επανήλθαμε για να ζητήσουμε, όπως είχε συμφωνηθεί, τα χρήματα. Τότε, η ενωμένη Γερμανία, αρνήθηκε. Τα δεδομένα είχαν αλλάξει πλήρως και η Ελλάδα βρέθηκε ανίσχυρη να διεκδικήσει ουσιαστικά αυτά που της αναλογούσαν.

Αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, το 1945, στη Διάσκεψη των Επανορθώσεων του Παρισιού, η Γερμανία ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει επανορθώσεις στους νικητές, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και η Ελλάδα.

Στην πρώτη αυτή φάση, οι σύμμαχοι ασχολήθηκαν με τη διανομή των γερμανικών βιομηχανιών εκτός Γερμανίας, η Ελλάδα έλαβε ποσοστό 7,05% επί των συγκεκριμένων αποδόσεων και το ποσοστό αυτό αντιστοιχούσε μόλις σε 25 εκατομμύρια δολάρια, τα οποία καταβλήθηκαν όχι σε μετρητά αλλά σε μηχανολογικό εξοπλισμό που στην πραγματικότητα ήταν εντελώς άχρηστος για την ελληνική οικονομίας.

Οι καταβολές αυτές προορίζονταν για την οικονομική ανασυγκρότηση του κράτους και όχι για την αποζημίωση των θυμάτων της τετράχρονης κατοχής. Όσο λοιπόν άπαντες ασχολούνταν με την οικονομική ανασυγκρότηση του ηττημένου, οι νικητές, έπρεπε να παλέψουν για τη δική τους.

Ένας λαός που αποζημιώθηκε με ψίχουλα

Για πολλές από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες η αποκατάσταση των ανθρώπων που είχαν πληγεί από τον πόλεμο, ήταν μέγιστη προτεραιότητα. Χορηγήθηκαν συντάξεις, επιδόματα και κάθε είδους παροχές που θα μπορούσαν να κλείσουν τις πληγές και να βοηθήσουν τους τσακισμένους πληθυσμούς να προχωρήσουν.

Στην Ελλάδα, πέραν του ότι η κυβέρνηση ήταν πολύ απασχολημένη με τον εμφύλιο, επιπλέον δεν θεώρησε ότι το ζήτημα ήταν άξιο να ξοδευτούν γι αυτό χρήματα. Σύμφωνα με το τότε υπουργείο Οικονομικών, η δυνατότητα κρατικών παροχών ήταν αδύνατη «λόγω της σοβαράς οικονομικής επιβαρύνσεως του δημοσίου, ην είναι φύσει αδύνατον τούτο να φέρει».

Σε μια χώρα που χτυπήθηκε πολύ άγρια από τη βαρβαρότητα των κατακτητών, τα θύματα των καλαβρύτων, της Κλεισούρας και δεκάδων ακόμη μαζικών σφαγών, της πείνας και της εξαθλίωσης, βρέθηκαν αβοήθητα από τη χώρα τους και στράφηκαν εναντίον της Γερμανίας ζητώντας από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση την καταβολή αποζημιώσεων. Κι εκεί, όμως, είχαν την ίδια αντιμετώπιση.

Φυσικά οι Γερμανοί δεν θα μπορούσαν να κάνουν κάποια εξαίρεση στην περίπτωση της Ελλάδας· εάν αποζημίωναν τους Έλληνες, θα έπρεπε να κάνουν το ίδιο και σε όλους τους Ευρωπαίους.

Επί χρόνια όσοι ζητούσαν αποζημιώσεις, ακόμη κι αν αυτές «επιδικάζονταν», προσέκρουαν στην προστατευτική ισχύ του άρθρου 5 του Συμφώνου του Λονδίνου του 1953, σύμφωνα με το οποίο το ζήτημα της καταβολής των γερμανικών πολεμικών οφειλών αναβαλλόταν μέχρι την επανένωση των δύο Γερμανιών, αν και όποτε συνέβαινε αυτή.

Με λίγα λόγια η Γερμανία θα κατέβαλε τις αποζημιώσεις όταν θα ενωνόταν και θα υπέργαφε συνθήκης ειρήνης με τους πρώην αντιπάλους της ως ενιαία χώρα. Για πολλές δεκαετίες αυτό φαινόταν ότι δεν θα συνέβαινε ποτέ. Συνέβη, όμως, το 1990.

Στο μεταξύ, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε ψηφίσει εσωτερικό νόμο για την αποζημίωση των Γερμανών πληγέντων, ο οποίος όμως απέκλειε από τις παροχές τούς αλλοδαπούς...

Μέσα σε όλα αυτά, η ελληνική εξωτερική πολιτική, απεδείχθη αδύναμη να σταθεί συτο ύψος των περιστάσεων, καθώς η χώρα γινόταν όλο και πιο εξαρτημένη οικονομικά από τη Γερμανία, η οποία γιγαντωνόταν.

Στις αρχές του 1956 εκπρόσωποι των κυβερνήσεων της Γαλλίας, της Ολλανδίας, του Βελγίου και του Λουξεμβούργου συναντήθηκαν στη Χάγη με σκοπό να απαιτήσουν την καταβολή αποζημιώσεων και στα θύματα των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών.

Στην πρωτοβουλία ανταποκρίθηκαν αμέσως η Δανία, η Νορβηγία και η Μεγάλη Βρετανία. Η Ελλάδα όχι, καθώς επίκειτο η επίσκεψη του Γερμανού προέδρου Τέοντορ Χόυς στη χώρα και οι ελληνικές Αρχές θεωρούσαν «άκομψο» να προσχωρήσουν στην πρωτοβουλία τη δεδομένη στιγμή.

Μετά από τις έντονες πιέσεις της αντιπολίτευσης, της κοινής γνώμης, των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων αλλά και των συλλόγων θυμάτων, που κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Χόυς κατέκλυσαν τη γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα με επιστολές, ζητώντας την καταβολή αποζημιώσεων, η κυβέρνηση Καραμανλή αναγκάστηκε να συμμετάσχει.

Η αρχική αντίδραση της Γερμανίας στις αξιώσεις ήταν αρνητική. Στην πορεία έγινε φανερό ότι οι πιέσεις θα συνεχίζονταν, οπότε το ξανασκέφτηκαν. Το Δεκέμβριο του 1958 η Βόννη δέχθηκε να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για την αποζημίωση των πληγέντων.

Οι ελληνικές απαιτήσεις διατυπώνονταν από τον τότε υπουργό των Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ. Ζητήσαμε 200 εκατομμύρια μάρκα, ποσό που οι Γερμανοί χαρακτήρισαν εξωπραγματικό και μετά από διαπραγματεύσεις κατέβηκε στα 115 εκατομμύρια μάρκα, το οποίο εξακολουθούσαν να θεωρούν υπερβολικό.

Οι διαπραγματεύσεις συνέπεσαν με ένα άλλο συμβάν, την ψήφιση από την κυβέρνηση Καραμανλή του νόμου με τον οποίο αφέθηκε ελεύθερος ο εγκλματίας πολέμου Μαξ Μέρτεν, ενώ έπαυσε και η δίωξη όλων των ναζί εγκληματιών.

Αφού κάναμε μια τόσο τεράστια υποχώρηση, αναρωτιιόταν η αντιπολίτευση και ο Τύπος, δεν θα έπρεπε να πάρουμε κι εμείς κάτι; Και μάλιστα κάτι που δικαιούμαστε;

Στις 18 Μαρτίου 1960 υπογράφηκε η «Σύμβασις μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδος και της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας περί παροχών υπέρ Ελλήνων υπηκόων θιγέντων υπό εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως».

Η Γερμανία θα έδινε 115 εκατομμύρια μάρκα «υπέρ των υπό εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως διά λόγους φυλής, θρησκείας ή κοσμοθεωρίας θιγέντων Ελλήνων υπηκόων».

Η διανομή των χρημάτων πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ. 4178/1961. Το ανώτατο ποσό αποζημίωσης που μπορούσε να επιδικαστεί σε κάθε θύμα ανερχόταν στις 70.000 δραχμές. Τα θύματα κλήθηκαν να υποβάλουν αιτήσεις στα κατά τόπους πρωτοδικεία. Τα 115 εκατομμύρια μοιράστηκαν σε 96.876 δικαιούχους.

Φυσικά έγινε κόλαση: Οι μεν κατηγορούσαν τους δε, λέγοντας ότι το ποσό καρπώθηκαν οι «ημέτεροι» της ΕΡΕ ή αποκλειστικά Εβραίοι. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ισχύει πάντως.

Τα ποσά που έδωσε τότε η Γερμανία στις ευρωπαϊκές χώρες, ήταν αλλοπρόσαλα. Πήραν χρήματα ακόμη και η Ελβετία και η Σουηδία, χώρες που παρέμειναν ουδέτερες στον πόλεμο, ενώ οι Νορβηγοί έλαβαν ανά θύμα περίπου το ισόποσο ενός ετήσιου μισθού.

Μπροστά σε αυτά, τα 115 εκατομμύρια που πήρε η Ελλάδα ήταν ελάχιστα. Η κυβέρνηση της ΕΡΕ όμως, είχε αποτύχει πλήρως να συγκεντρώσει συγκεκριμένα στοιχεία για τα θύματα, τον αριθμό και την ταυτότητά τους κι έτσι όποιος ήθελε έκανε αίτηση. Μπροστά στο βουνό των αιτήσεων, αναγκάστηκε να περικόψει τις αποζημιώσεις.

Έτσι, στους δικαιούχους καταβλήθηκε μόλις το 55% της αποζημίωσης που τους είχαν επιδικάσει τα πρωτοδικεία. Τελικά, τα ποσά των αποζημιώσεων που έφτασαν στα χέρια των θυμάτων ήταν ακόμα μικρότερα, αφού το Ν.Δ. 4178 προέβλεπε την καταβολή αμοιβής ύψους 5% επί της επιδικασμένης αποζημίωσης στους δικηγόρους που χειρίστηκαν τις υποθέσεις στα πρωτοδικεία...

Παρά τις αντιδράσεις και τις αρχικές σκέψεις να συμπληρωθουν τα ποσά των αποζημιώσεων από τον κρατικό προϋπολογισμό, τελικά τα θύματα πήραν άλλο ένα 4% το 1975.

Τα θύματα δεν έπαψαν να απευθύνονται στις ελληνικές αρχές, ζητώντας την καταβολή και του υπόλοιπου ποσού της αποζημίωσης. Η απάντηση ήταν ότι θα ζητούσαμε και πάλι χρήματα από τη Γερμανία μόνο μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών και την υπογραφή συμφώνου ειρήνης με την ενιαία Γερμανία, όπως προβλεπόταν.

Το 1990 η Γερμανία επανενώθηκε, όμως δεν υπεγράφη ποτέ κανένα σύμφωνο ειρήνης.

Έτσι, το άρθρο 5 του Συμφώνου του Λονδίνου συνεχίζει τυπικά να είναι σε ισχύ, μια μικρή λεπτομέρεια που αποτελεί όμως τη βασική ασπίδα πίσω από την οποία κρύβονται οι Γερμανοί αρνούμενοι οποίαδήποτε κουβέντα για καταβολή περεταίρω οφειλών.

Επιπλέον, σύμφωνα με τη γερμανική πλευρά η Ελλάδα με τη σύμβαση του 1960 έχει παραιτηθεί από την καταβολή πρόσθετων αποζημιώσεων. Το ίδιο ισχύει, όπως υποστηρίζει η γερμανική πλευρά, και με την Χάρτα των Παρισίων (1990), αμέσως μετά τη συμφωνία «δύο-συν-τέσσερα», η οποία δεν μνημονεύει πουθενά υποχρέωση της ενωμένης Γερμανίας για καταβολή οφειλών και με την οποία η Ελλάδα συμφώνησε.

Το θέμα αποτελεί αντικείμενο συζήτησης και στη γερμανική βουλή: Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Αριστεράς στο γερμανικό κοινοβούλιο, Gregor Gysi, δηλώνει ότι «δεν μπορεί η Γερμανία να ζητά από τους Έλληνες να πληρώσουν τα χρέη των δανείων για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους, όταν η ίδια δεν πληρώνει τα δικά της χρέη από την Κατοχή», αλλά κανείς δεν τον ακούει.

Τα θύματα στο μεταξύ πεθαίνουν, έχουν μείνει ελάχιστοι από τους πληγέντες. Και ως χώρα φτάσαμε να χρωστάμε στους Γερμανούς τερατωδώς περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε να μας καταβάλουν εκείνοι στην καλύτερη των περιπτώσεων.

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να κερδίσεις ή να χάσεις έναν πόλεμο. Και όχι πάντα με τα όπλα.

cnn.gr

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου