Ο κορυφαίος Έλληνας λογοτέχνης και ποιητής Γιώργος Σεφέρης (Σεφεριάδης) γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1900 και πέθανε στην Αθήνα το 1971. Είναι ο πρώτος Έλληνας που βραβεύτηκε το 1963 με το Νόμπελ της λογοτεχνίας, ενώ ακολούθησε και ο Οδυσσέας Ελύτης (1969).
Το 1926 ο Γιώργος Σεφέρης θα αρχίσει την διπλωματική του σταδιοδρομία, διοριζόμενος στο Υπουργείο Εξωτερικών ως ακόλουθος.
Μέχρι το 1962 που συνταξιοδοτείται, θα υπηρετήσει ως υποπρόξενος και πρόξενος στο Λονδίνο (1931-1934), στην Κορυτσά (1936-1938) και ως σύμβουλος Τύπου στο Υπουργείο Εξωτερικών.
Μετά την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα ακολουθήσει την ελληνική Κυβέρνηση στην Κρήτη, την Αίγυπτο, την Νότια Αφρική και την νότια Ιταλία, και μετά την απελευθέρωση στην Αθήνα, όπου και μένει μέχρι το 1948. Κατόπιν διορίζεται σύμβουλος στις ελληνικές πρεσβείες στην Άγκυρα και το Λονδίνο, αργότερα πρέσβης στο Λίβανο, τη Συρία, την Ιορδανία και το Ιράκ, και τελικά στο Λονδίνο (1957-1962).
Με την ολοκλήρωση της διπλωματικής του σταδιοδρομίας, αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στο λογοτεχνικό του έργο, μέχρι το θάνατό του, το 1971. Η κηδεία του, εν μέσω της δικτατορίας και κατόπιν της δήλωσής του το 1969, προσέλαβε τον χαρακτήρα εκδήλωσης εναντίον του καθεστώτος των συνταγματαρχών.
Στη μάλλον δυσμενή για αυτόν μετάθεσή του στην Κορυτσά (1936-38), θα συνεχίσει την ποιητική του παραγωγή, θα προαισθανθεί και το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1939), ενώ παράλληλα είχε δεσμευτεί με την αγαπημένη του Μαρώ (Μαρία Ζάννου) την οποία και νυμφεύτηκε αργότερα.
Στις αρχές Αυγούστου του 1971 ο Γιώργος Σεφέρης εισάγεται στον Ευαγγελισμό και εγχειρίζεται στον δωδεκαδάκτυλο. Θα πεθάνει από μετεγχειρητικές επιπλοκές τα ξημερώματα της 20ης Σεπτεμβρίου του 1971.
Η κηδεία του, δύο ημέρες αργότερα, θα είναι πάνδημη και θα λάβει πανελλήνιο χαρακτήρα. Στη νεκρώσιμη πομπή προς το Α' Νεκροταφείο, μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά τοτραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Σεφέρη Άρνηση (Στο περιγιάλι το κρυφό, όπως είναι πιο γνωστό).
Ο Γιώργος Σεφέρης στην Κορυτσά αναφέρει και κάποιες δυναμικές συναντήσεις που είχε με Έλληνες της πόλης, αλλά και των χωριών της για ζητήματα σοβαρά που αφορούσαν τον αγώνα των κατοίκων για επαναλειτουργία των ελληνικών σχολείων, τα οποία οι Αλβανοί είχανε κλείσει διαπαντός από τις αρχές του 1920.
Επίσης η αίγλη της πόλης τον ενέπνευσε να γράψει σημαντικά του έργα, αλλά και να φωτογραφίσει και στιγμές από την καθημερινότητα των Κορυτσαίων.
Ο Χρονογράφος
Σχόλια