Η ιστορική Νάρτα ή Παλαιά Άρτα στην Αυλώνα

Η ιστορική Νάρτα ή Παλαιά Άρτα στην Αυλώνα

Η Νάρτα ή Άρτα της Αυλώνας ή ακόμη και Παλαιά Άρτα, είναι ένα από τα δύο ελληνικά χωριά σε κοντινή απόσταση από την πόλη της Αυλώνας, η οποία μαζί με την γειτονική Ζβέρνιτσα αποτελούν δύο ξεχωριστές ελληνικές οντότητες μακριά από τον υπόλοιπο συμπαγή βορειοηπειρωτικό ελληνισμό, που διατηρούν ακόμη (αν και ο τόπος εκεί βιώνει την ξενιτιά) τα ανέπαφη την ελληνική γλώσσα, τα ήθη, τα έθιμα και την ορθόδοξη πίστη.

Παρακάτω ακολουθεί μία αξιόλογη έρευνα από τον ιστότοπο του χωριού Μικροσπηλιάς Τζουμέρκων, που αφορά την Άρτα της Αυλώνας και που φέρνει στον προσκήνιο έναν τόπο ιστορικό που συνεχίζει να επιμένει σε πείσμα των καιρών και των συνθηκών.

Χορευτικό Συγκρότημα Νάρτας

Περίπου πέντε χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πόλης Αυλώνας, στη νότια Αλβανία, βρίσκεται ένα χωριό που φέρει την ονομασία Aρτα ή Παλαιά Άρτα...

Αναφερόμενος στην Άρτα Αυλώνα (στο εξής ΆΑ), ο Αραβαντινός (1856 Β΄: 121-122) την καταγράφει ως Παλαιά Άρτα και σημειώνει: «Κώμη του Αυλώνος κειμένη ¾ της ώρας μακράν της ακτής όπου όρμος τις Πόρτο Νόβον καλούμενος, εν ω σώζονται ερείπια αρχαίας ακροπόλεως της πάλαι Αρνίσης, εξ ης και ωνομάσθη Άρτα, η του Ορεστικού Άργους, εφ' ω και κατά μίμησιν της Αμφιλοχικής Άρτης προσηγορεύθη ούτως και αύτη».

Επίσης, σύμφωνα με έκθεση του Ελληνικού Προξενείου Αυλώνας προς το Υπουργείο Εξωτερικών, της 9 Μαίου 1903, «Το χωρίον Άρτα μίαν ώραν του Αυλώνος απέχον, οικείται υπό χιλίων κατοίκων απάντων ελληνοφώνων και ορθοδόξων. Η αλβανική γλώσσα εν αυτώ είναι άγνωστος. Έχει δύο εκκλησίας και σχολείον» (Κόντης 1995: Ι 103).

Οι κάτοικοι του χωριού αυτού, σε αντίθεση με τους άλλους οικισμούς που εκτείνονται γύρω από την πόλη Αυλώνα, χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα ως μέσο επικοινωνίας και έχουν ταυτόχρονα ήθη και έθιμα ελληνικά. Εξαιτίας του γεγονός αυτού, όποιος επισκέπτεται την Αρτα απορεί και δικαίως αναρωτιέται: μήπως το χωριό αυτό αποτελεί μία «πελεκούδα» που ξεπήδησε από της ελληνικές αποικίες που υπήρχαν στον κόλπο της Αυλώνας κατά την αρχαιότητα και με το πέρασμα των αιώνων άντεξε στην εθνική αφομοίωση και επέζησε μέχρι της ημέρες μας… ή μήπως οι κάτοικοί του προέρχονται από την Ελλάδα, κάτι που διαπιστώνεται άλλωστε και από την ονομασία που ταυτίζεται με την Αρτα της Ηπείρου; Υπάρχουν δύο διαφορετικές απόψεις όσον αφορά την καταγωγή των κατοίκων της Αρτας της Αυλώνας.

Διαβάστε το ενδιαφέρον άρθρο του Βασίλη Βίντου:

ΠΡΩΤΗ ΑΠΟΨΗ: Ο Ελληνας ιστορικός Π. Αραβαντινός αναφέρει πως το χωριό Παλαιά Αρτα αποτελείται από 160 οικογένειες και ότι οι κάτοικοί του «είσιν αυτόχριμα Ελληνες τη γλώσση και τη διαίτη» (Περιγραφή της Ηπείρου, Ιωάννινα 1984, μέρος Γ, σελ. 361.). Επιπροσθέτως αναφέρει: «Την κόμη της Παλαιάς Αρτας συνέστησαν από των αρχών της Τουρκοκρατίας αλιείς και παράλιοι της Αμβρακίας Ελληνες, αποικήσαντες αύτοσε εις σύστασιν και συντήρησιν αλατουργείων και ιχθυοτροφείων κατά την της Αυλώνος λιμνοθάλασσαν» (Αυτόθι σελ. 361).

Όπως διαπιστώνει κανείς, στην παραπάνω αναφορά του Ελληνα ιστορικού υπάρχει μία αντίφαση. Ενώ υποστηρίζει ότι οι Αρτινοί της Αυλώνας αντλούν την καταγωγή τους από τον Αμβρακικό κόλπο, το χωριό το αποκαλεί Παλαιά Αρτα. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι ο Π. Αραβαντινός γνώριζε καλά τα χωριά του Αμβρακικού κόλπου.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΠΟΨΗ: Ο μητροπολίτης της Αρτας, Σ. Ξενόπουλος αναφέρει: «Και εις την επαρχία Αυλώνος υπάρχει πολίχνη, Παλαιά Αρτα καλούμενη, εν η λαλείται η ελληνική γλώσσα, κείμενη τρία τέταρτα της ώρας μακράν της ακτής, όπου όρμος της ονομαζόμενος Πόρτο Νόβο, εν ω σώζονται ερείπια αρχαίας Ακροπόλεως, της πάλαι πόλεως Αρνίσης, εξ ης και το Ορεστικόν τούτο Αργος επονομάσθη Αρτα» (Δοκίμιον ιστορικόν περί Αρτης και Πρεβέζης, σελ. 2).

Εάν μπορούσαμε να προβούμε σε μία μελέτη και στη συνέχεια αξιολόγηση όλων των ιστορικών, λαογραφικών, γλωσσολογικών, αρχαιολογικών και ανθρωπολογικών στοιχείων που σχετίζονται με το χωριό Αρτα της Αυλώνας και τα πορίσματα που εξήγαμε τα συγκρίναμε, θα καταλήγαμε σε ένα και μοναδικό συμπέρασμα (αυτός ο τρόπος σκέψεως στην επιστημονική ορολογία ονομάζεται induction), ότι οι κάτοικοι του χωριού αυτού κατάγονται από την Αρτα της Ηπείρου, όπως αναφέρει ο Ελληνας συγγραφέας Π. Αραβαντινός. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται κυρίως από την ιδιωματική γλώσσα και τα ήθη και έθιμα που ταυτίζονται με των κατοίκων του Αμβρακικού κόλπου.

Ως το έτος 2000 ήμουν υποστηρικτής της θεωρίας αυτής, ώσπου μία μέρα ο συγχωριανός μου Γιώργος Τσιάνος μου ανέφερε ότι ο πατέρας του, ο σεβαστός Παναγιώτης Τσιάνος, το 1938 είχε καταγράψει σε ένα τετράδιο τα βιβλία των κοιμωμένων των δύο εκκλησιών του χωριού, του Αγίου Ιωάννη και της Αγίας Κυριακής, καθώς και τις σημειώσεις που είχαν κρατήσει κατά καιρούς οι ιερείς των εκκλησιών αυτών στα παλαιά ευαγγέλια (κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος τα βιβλία αυτά κάηκαν από τους βαρβάρους της Αλβανίας). Καθώς διάβαζα, λοιπόν, το βιβλίο των κοιμωμένων της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη, καταγεγραμμένο αρχικά από τους ιερείς το 1834 και στη συνέχεια από τον Παναγιώτη Τσιάνο το 1938, εξεπλάγην αφάνταστα. Η οικογένεια Μπήμη, είχε 33 γενιές προγόνων. Επιπλέον, οι οικογένειες Κοριτζί, Νάνο, Πολίτη, Τότη, Τσέκο, Ντούπη κ.ά. είχαν από 24 μέχρι 27 γενιές προγόνων. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη μας ότι μία γενιά διαρκεί περίπου 30 χρόνια, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι οι προγονοί των προαναφερθέντων οικογενειών έχουν εγκατασταθεί στο χωριό της Αρτας από τον 11ο μέχρι τον 13ο αιώνα, δηλαδή την περίοδο δημιουργίας του μοναστηριού του Ζβερνετσίου. Αυτό αποδεικνύει ότι πράγματι μερικοί κάτοικοι από το χωριό Αρτα της Αυλώνας ζούσαν στο παρελθόν στο ακρωτήριο Τρεπόρτι, όπως αναφέρουν οι Ελληνες συγγραφείς Ζ. Μολοσός, Σ. Ξενόπουλος και Θ. Χάβελας.

Οι οικογένειες που αναφέρονται στο βιβλίο των κοιμωμένων της εκκλησίας της Αγίας Κυριακής, το οποίο καταγράφηκε από τους ιερείς το 1841, δεν συγκεντρώνουν περισσότερες από 15 γενιές προγόνων. Στο βιβλίο αυτό αναφέρονται και τα ονόματα των συνοικιών, όπως ο μαχαλάς των Νταηάτων, των Συμπεκατώνων και των Πωροψώτων. Επειδή στα ονόματα των νεκρών δεν υπάρχει το επίθετο Πωροψώτος, άλλα μονάχα Νταής και Συμπεκατόνης, πιστεύουμε πως η λέξη Πωροψώτος είναι κατά πάσα πιθανότητα ένα τοπωνύμιο, πίσω από το οποίο κρύβεται η ιστορία μερικών οικογενειών του χωριού.

Το τοπωνύμιο Πωροψώτος οι ιερείς της εκκλησίας της Αγίας Κυριακής το γράφουν με Ω, όμως μπορεί να πρόκειται για ορθογραφικό λάθος και κανονικά να γράφεται με Ο. Εκτός τούτου, πολλές λέξεις που σήμερα γράφονται με Ο στο παρελθόν γράφονταν με Ω. Επομένως, για την ερμηνεία του εν λόγω τοπωνυμίου υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη εκδοχή σχετίζεται με τον λόφο Πλάκα, που είναι ένας βράχος περιτριγυρισμένος από άμμο, διότι η λέξη Πώρος σημαίνει ασβεστολιθικό πέτρωμα και η λέξη ψώχος η Ψώθιον αμμώδες έδαφος.

Η δεύτερη εκδοχή σχετίζεται με τη λιμνοθάλασσα του Λογαρού, η οποία βρίσκεται στον κόλπο της Αρτας. Η λιμνοθάλασσα αυτή είναι γεμάτη από καλαμώνες, που σχηματίζουν διαύλους μέσα από τους οποίους εισέρχονται οι ψαράδες με τις βάρκες τους. Τους διαύλους αυτούς τους αποκαλούν Πόρους. Στη περίπτωση αυτή το τοπωνύμιο Πωροψώτος αποτελείται από τη λέξη Πόρος (μικρός δίαυλος) και ψάθιον (καλαμώνας).

Πιστεύουμε πως η δεύτερη εκδοχή είναι η πιο πειστική και αυτό διότι πρώτον, οι κάτοικοι της συνοικίας των Πωροψώτων στην Αρτα της Αυλώνας ήταν πάντοτε αλιείς, δεύτερον, κοντά στην λιμνοθάλασσα του Λογαρού και στη λιμνοθάλασσα της Αρτας υπάρχει ένα νησάκι με την ονομασία Κορακονήσι και τρίτον, οι πρόγονοι των οικογενειών της συνοικίας των Πωροψώτων δεν ξεπερνούν τις 15 γενιές. Επομένως, οι πρόγονοι των οικογενειών που εκκλησιάζονταν στην εκκλησία της Αγίας Κυριακής έχουν εγκατασταθεί στον κόλπο της Αυλώνας στις αρχές της Τουρκοκρατίας, όπως αναφέρει και ο Π. Αραβαντινός.

Τι μαρτυρεί η λαϊκή παράδοση για όσα προαναφέραμε; Ο Π. Τσιάνος στα απομνημονεύματά του, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Είχαμεν έναν γεροντοδάσκαλον ονομαζόμενον Λάμπρο Μάνο, πολύ μελετημένος και εργατικός εις τον καθήκον του, ο οποίος έκανε μαθήματα εις το σχολείο της Αρτας, και έλεγε για τους Αρτινούς ότι πρώτα καθόντανε εις την Πλάκα και δούλευαν αγγαρία, έκαναν το αλάτι και ψάρευαν. Ελεγαν το μέρος που καθόντανε Αρνίσσα και αυτηνούς Αρνισιώτες (κατηγορηματική λέξη). Αλλά εκεί τους πείραζαν οι πειρατές και από τον φόβον αναγκάστηκαν να φύγουν και κατοίκησαν εις τα καλύβια.. Αλλά και αυτού τους πείραζαν οι κλέφτες της ξεριάς και έφυγαν και από τα καλύβια και ήρθαν και κατοίκησαν εδώ που είναι τώρα.

Ομως η Αρτα δεν είχε την όψη που έχει σήμερα. Πρώτα ήταν νησάκι και γύρω λίμνη και όταν οι Αρτινοί ήθελαν να πηγαίνουν εις τα χτήματα θα περνούσαν με μονόξυλο, καθώς και από την άμμο. Ολοι οι Αρτινοί ήσαν ψαράδες και έπιασαν να αγοράσουν από τους ξένους χτήματα και ελιές. Αλλά ήσαν άνθρωποι πολλοί εργατικοί… Είχαν χτίσει εις το χωριό δύο εκκλησίες, την Αγία Κυριακή και τον Αγίον Ιωάννη τον Θεολόγο… είχανε και το μαναστήρι το οποίο ήτανε ενοριακό όταν ήσαν εις την Πλάκα…»

Επιπρόσθετα, ο Π. Τσιάνος αναφέρει στα απομνημονεύματα του: «Μου έτυχε να διορθώσω ένα τηγάνι σε κάποιον που διόρθωνε αλουμινένια πράγματα… Και περίμενα πότε να το τελειώσει για να πήγαινα στο χωριό μου. Εκείνος με ρωτάει από πού είμαι και του λέγω από την Αρτα. Της Ελλάδας - μου λέει; Οχι - του είπα. Εδώ πλησίον, δεν απέχει ούτε μια ώρα από την Αυλώνα . Μου λέγει ότι εγώ με τον αδερφό μου, έχουμεν καθίσει εξορία εις την Αρτα της Ελλάδος το 1912 με 1913. Οι Αρτινοί έκαναν συλλαλητήρια και φώναζαν να πηγαίνουμε να λευτερώσουμε τα αδέρφια μας τους οποίους τους έπαιρνε η Τουρκία εξορία εις την Αρτα της Αυλώνας και μας έχουν μείνει απέκει. (Τι παράδοση έχουν οι Αρτινοί της Ελλάδος δεν γνωρίζομεν)».

Τον Μάιο του 1903, ο Έλληνας πρόξενος επισκέπτεται την Άρτα της Αυλώνας και γράφει στην Υπηρεσία του:

Περίπου πέντε χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πόλης Αυλώνας, στη νότια Αλβανία, βρίσκεται ένα χωριό που φέρει την ονομασία Aρτα ή Παλαιά Άρτα...

Αναφερόμενος στην Άρτα Αυλώνα (στο εξής ΆΑ), ο Αραβαντινός (1856 Β΄: 121-122) την καταγράφει ως Παλαιά Άρτα και σημειώνει: «Κώμη τοῦ Αὐλῶνος κειμένη ¾ τῆς ὥρας μακρὰν τῆς ἀκτῆς ὃπου ὃρμος τις Πόρτο Νόβον καλούμενος, ἐν ᾧ σώζονται ἐρείπια ἀρχαίας ἀκροπόλεως τῆς πάλαι Ἀρνίσης, ἐξ ἧς καὶ ὠνομάσθη Ἄρτα, ἢ τοῦ Ὀρεστικοῦ Ἄργους, ἐφ' ᾧ καὶ κατὰ μίμησιν τῆς Ἀμφιλοχικῆς Ἄρτης προσηγορεύθη οὓτως καὶ αὕτη».

Επίσης, σύμφωνα με έκθεση του Ελληνικού Προξενείου Αυλώνας προς το Υπουργείο Εξωτερικών, της 9 Μαΐου 1903, «Τό χωρίον Ἄρτα μίαν ὥραν τοῦ Αὐλώνος ἀπέχον, οἰκεῖται ὑπό χιλίων κατοίκων ἁπάντων ἑλληνοφώνων καὶ ὀρθοδόξων. Ἡ ἀλβανική γλῶσσα ἐν αὐτῷ εἶναι ἄγνωστος. Ἔχει δύο ἐκκλησίας καὶ σχολεῖον» (Κόντης 1995: Ι 103).

Οι κάτοικοι του χωριού αυτού, σε αντίθεση με τους άλλους οικισμούς που εκτείνονται γύρω από την πόλη Αυλώνα, χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα ως μέσο επικοινωνίας και έχουν ταυτόχρονα ήθη και έθιμα ελληνικά. Εξαιτίας του γεγονός αυτού, όποιος επισκέπτεται την Αρτα απορεί και δικαίως αναρωτιέται: μήπως το χωριό αυτό αποτελεί μία «πελεκούδα» που ξεπήδησε από της ελληνικές αποικίες που υπήρχαν στον κόλπο της Αυλώνας κατά την αρχαιότητα και με το πέρασμα των αιώνων άντεξε στην εθνική αφομοίωση και επέζησε μέχρι της ημέρες μας… ή μήπως οι κάτοικοί του προέρχονται από την Ελλάδα, κάτι που διαπιστώνεται άλλωστε και από την ονομασία που ταυτίζεται με την Αρτα της Ηπείρου; Υπάρχουν δύο διαφορετικές απόψεις όσον αφορά την καταγωγή των κατοίκων της Αρτας της Αυλώνας.

Διαβάστε το ενδιαφέρον άρθρο του Βασίλη Βίντου:

ΠΡΩΤΗ ΑΠΟΨΗ: Ο Ελληνας ιστορικός Π. Αραβαντινός αναφέρει πως το χωριό Παλαιά Αρτα αποτελείται από 160 οικογένειες και ότι οι κάτοικοί του «είσιν αυτόχριμα Ελληνες τη γλώσση και τη διαίτη» (Περιγραφή της Ηπείρου, Ιωάννινα 1984, μέρος Γ, σελ. 361.). Επιπροσθέτως αναφέρει: «Την κόμη της Παλαιάς Αρτας συνέστησαν από των αρχών της Τουρκοκρατίας αλιείς και παράλιοι της Αμβρακίας Ελληνες, αποικήσαντες αύτοσε εις σύστασιν και συντήρησιν αλατουργείων και ιχθυοτροφείων κατά την της Αυλώνος λιμνοθάλασσαν» (Αυτόθι σελ. 361).

Όπως διαπιστώνει κανείς, στην παραπάνω αναφορά του Ελληνα ιστορικού υπάρχει μία αντίφαση. Ενώ υποστηρίζει ότι οι Αρτινοί της Αυλώνας αντλούν την καταγωγή τους από τον Αμβρακικό κόλπο, το χωριό το αποκαλεί Παλαιά Αρτα. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι ο Π. Αραβαντινός γνώριζε καλά τα χωριά του Αμβρακικού κόλπου.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΠΟΨΗ: Ο μητροπολίτης της Αρτας, Σ. Ξενόπουλος αναφέρει: «Και εις την επαρχία Αυλώνος υπάρχει πολίχνη, Παλαιά Αρτα καλούμενη, εν η λαλείται η ελληνική γλώσσα, κείμενη τρία τέταρτα της ώρας μακράν της ακτής, όπου όρμος της ονομαζόμενος Πόρτο Νόβο, εν ω σώζονται ερείπια αρχαίας Ακροπόλεως, της πάλαι πόλεως Αρνίσης, εξ ης και το Ορεστικόν τούτο Αργος επονομάσθη Αρτα» (Δοκίμιον ιστορικόν περί Αρτης και Πρεβέζης, σελ. 2).

Εάν μπορούσαμε να προβούμε σε μία μελέτη και στη συνέχεια αξιολόγηση όλων των ιστορικών, λαογραφικών, γλωσσολογικών, αρχαιολογικών και ανθρωπολογικών στοιχείων που σχετίζονται με το χωριό Αρτα της Αυλώνας και τα πορίσματα που εξήγαμε τα συγκρίναμε, θα καταλήγαμε σε ένα και μοναδικό συμπέρασμα (αυτός ο τρόπος σκέψεως στην επιστημονική ορολογία ονομάζεται induction), ότι οι κάτοικοι του χωριού αυτού κατάγονται από την Αρτα της Ηπείρου, όπως αναφέρει ο Ελληνας συγγραφέας Π. Αραβαντινός. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται κυρίως από την ιδιωματική γλώσσα και τα ήθη και έθιμα που ταυτίζονται με των κατοίκων του Αμβρακικού κόλπου.

Ναρτιώτες έξω από την Αγία Κυριακή

Ως το έτος 2000 ήμουν υποστηρικτής της θεωρίας αυτής, ώσπου μία μέρα ο συγχωριανός μου Γιώργος Τσιάνος μου ανέφερε ότι ο πατέρας του, ο σεβαστός Παναγιώτης Τσιάνος, το 1938 είχε καταγράψει σε ένα τετράδιο τα βιβλία των κοιμωμένων των δύο εκκλησιών του χωριού, του Αγίου Ιωάννη και της Αγίας Κυριακής, καθώς και τις σημειώσεις που είχαν κρατήσει κατά καιρούς οι ιερείς των εκκλησιών αυτών στα παλαιά ευαγγέλια (κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος τα βιβλία αυτά κάηκαν από τους βαρβάρους της Αλβανίας). Καθώς διάβαζα, λοιπόν, το βιβλίο των κοιμωμένων της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη, καταγεγραμμένο αρχικά από τους ιερείς το 1834 και στη συνέχεια από τον Παναγιώτη Τσιάνο το 1938, εξεπλάγην αφάνταστα. Η οικογένεια Μπήμη, είχε 33 γενιές προγόνων. Επιπλέον, οι οικογένειες Κοριτζί, Νάνο, Πολίτη, Τότη, Τσέκο, Ντούπη κ.ά. είχαν από 24 μέχρι 27 γενιές προγόνων. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη μας ότι μία γενιά διαρκεί περίπου 30 χρόνια, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι οι προγονοί των προαναφερθέντων οικογενειών έχουν εγκατασταθεί στο χωριό της Αρτας από τον 11ο μέχρι τον 13ο αιώνα, δηλαδή την περίοδο δημιουργίας του μοναστηριού του Ζβερνετσίου. Αυτό αποδεικνύει ότι πράγματι μερικοί κάτοικοι από το χωριό Αρτα της Αυλώνας ζούσαν στο παρελθόν στο ακρωτήριο Τρεπόρτι, όπως αναφέρουν οι Ελληνες συγγραφείς Ζ. Μολοσός, Σ. Ξενόπουλος και Θ. Χάβελας.

Οι οικογένειες που αναφέρονται στο βιβλίο των κοιμωμένων της εκκλησίας της Αγίας Κυριακής, το οποίο καταγράφηκε από τους ιερείς το 1841, δεν συγκεντρώνουν περισσότερες από 15 γενιές προγόνων. Στο βιβλίο αυτό αναφέρονται και τα ονόματα των συνοικιών, όπως ο μαχαλάς των Νταηάτων, των Συμπεκατώνων και των Πωροψώτων. Επειδή στα ονόματα των νεκρών δεν υπάρχει το επίθετο Πωροψώτος, άλλα μονάχα Νταής και Συμπεκατόνης, πιστεύουμε πως η λέξη Πωροψώτος είναι κατά πάσα πιθανότητα ένα τοπωνύμιο, πίσω από το οποίο κρύβεται η ιστορία μερικών οικογενειών του χωριού.

Το τοπωνύμιο Πωροψώτος οι ιερείς της εκκλησίας της Αγίας Κυριακής το γράφουν με Ω, όμως μπορεί να πρόκειται για ορθογραφικό λάθος και κανονικά να γράφεται με Ο. Εκτός τούτου, πολλές λέξεις που σήμερα γράφονται με Ο στο παρελθόν γράφονταν με Ω. Επομένως, για την ερμηνεία του εν λόγω τοπωνυμίου υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη εκδοχή σχετίζεται με τον λόφο Πλάκα, που είναι ένας βράχος περιτριγυρισμένος από άμμο, διότι η λέξη Πώρος σημαίνει ασβεστολιθικό πέτρωμα και η λέξη ψώχος η Ψώθιον αμμώδες έδαφος.

Η δεύτερη εκδοχή σχετίζεται με τη λιμνοθάλασσα του Λογαρού, η οποία βρίσκεται στον κόλπο της Αρτας. Η λιμνοθάλασσα αυτή είναι γεμάτη από καλαμώνες, που σχηματίζουν διαύλους μέσα από τους οποίους εισέρχονται οι ψαράδες με τις βάρκες τους. Τους διαύλους αυτούς τους αποκαλούν Πόρους. Στη περίπτωση αυτή το τοπωνύμιο Πωροψώτος αποτελείται από τη λέξη Πόρος (μικρός δίαυλος) και ψάθιον (καλαμώνας).

Πιστεύουμε πως η δεύτερη εκδοχή είναι η πιο πειστική και αυτό διότι πρώτον, οι κάτοικοι της συνοικίας των Πωροψώτων στην Αρτα της Αυλώνας ήταν πάντοτε αλιείς, δεύτερον, κοντά στην λιμνοθάλασσα του Λογαρού και στη λιμνοθάλασσα της Αρτας υπάρχει ένα νησάκι με την ονομασία Κορακονήσι και τρίτον, οι πρόγονοι των οικογενειών της συνοικίας των Πωροψώτων δεν ξεπερνούν τις 15 γενιές. Επομένως, οι πρόγονοι των οικογενειών που εκκλησιάζονταν στην εκκλησία της Αγίας Κυριακής έχουν εγκατασταθεί στον κόλπο της Αυλώνας στις αρχές της Τουρκοκρατίας, όπως αναφέρει και ο Π. Αραβαντινός.

Στην είσοδο του χωριού

Τι μαρτυρεί η λαϊκή παράδοση για όσα προαναφέραμε; Ο Π. Τσιάνος στα απομνημονεύματά του, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Είχαμεν έναν γεροντοδάσκαλον ονομαζόμενον Λάμπρο Μάνο, πολύ μελετημένος και εργατικός εις τον καθήκον του, ο οποίος έκανε μαθήματα εις το σχολείο της Αρτας, και έλεγε για τους Αρτινούς ότι πρώτα καθόντανε εις την Πλάκα και δούλευαν αγγαρία, έκαναν το αλάτι και ψάρευαν. Ελεγαν το μέρος που καθόντανε Αρνίσσα και αυτηνούς Αρνισιώτες (κατηγορηματική λέξη). Αλλά εκεί τους πείραζαν οι πειρατές και από τον φόβον αναγκάστηκαν να φύγουν και κατοίκησαν εις τα καλύβια.. Αλλά και αυτού τους πείραζαν οι κλέφτες της ξεριάς και έφυγαν και από τα καλύβια και ήρθαν και κατοίκησαν εδώ που είναι τώρα.

Ομως η Αρτα δεν είχε την όψη που έχει σήμερα. Πρώτα ήταν νησάκι και γύρω λίμνη και όταν οι Αρτινοί ήθελαν να πηγαίνουν εις τα χτήματα θα περνούσαν με μονόξυλο, καθώς και από την άμμο. Ολοι οι Αρτινοί ήσαν ψαράδες και έπιασαν να αγοράσουν από τους ξένους χτήματα και ελιές. Αλλά ήσαν άνθρωποι πολλοί εργατικοί… Είχαν χτίσει εις το χωριό δύο εκκλησίες, την Αγία Κυριακή και τον Αγίον Ιωάννη τον Θεολόγο… είχανε και το μαναστήρι το οποίο ήτανε ενοριακό όταν ήσαν εις την Πλάκα…»

Επιπρόσθετα, ο Π. Τσιάνος αναφέρει στα απομνημονεύματα του: «Μου έτυχε να διορθώσω ένα τηγάνι σε κάποιον που διόρθωνε αλουμινένια πράγματα… Και περίμενα πότε να το τελειώσει για να πήγαινα στο χωριό μου. Εκείνος με ρωτάει από πού είμαι και του λέγω από την Αρτα. Της Ελλάδας - μου λέει; Οχι - του είπα. Εδώ πλησίον, δεν απέχει ούτε μια ώρα από την Αυλώνα . Μου λέγει ότι εγώ με τον αδερφό μου, έχουμεν καθίσει εξορία εις την Αρτα της Ελλάδος το 1912 με 1913. Οι Αρτινοί έκαναν συλλαλητήρια και φώναζαν να πηγαίνουμε να λευτερώσουμε τα αδέρφια μας τους οποίους τους έπαιρνε η Τουρκία εξορία εις την Αρτα της Αυλώνας και μας έχουν μείνει απέκει. (Τι παράδοση έχουν οι Αρτινοί της Ελλάδος δεν γνωρίζομεν)».

Το Μοναστήρι της Παναγιάς στο νησάκι της Ζβέρνιτσας

Τον Μάιο του 1903, ο Έλληνας πρόξενος επισκέπτεται την Άρτα της Αυλώνας και γράφει στην Υπηρεσία του:

"ΠΡΟΞΕΝΕΙΟ ΑΥΛΩΝΑΣ
Α.Υ.Ε. 1903, Α.Α.Κ. αρ.89
ΠΡΟΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ…. ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ
Αυλώνα, 9 Μαΐου 1903

Κύριε υπουργέ,
Αντικείμενο θερμότατων εκδηλώσεων πατριωτικών αισθημάτων έγινα χθες απ' τους κατοίκους του κοντά στην πόλη αυτή κείμενου χωριού Αρτας, στο οποίο με την ευκαιρία της σ' αυτό γενόμενης πανήγυρης είχα πάει απ' το πρωί.

Αφού παραστάθηκα στη θεία Λειτουργία, μετά δέχτηκα στο σπίτι όπου έμεινα την επίσκεψη όχι μόνο των πρόκριτων αλλά και όλου του λαού, που όλοι έρχονταν με ενθουσιασμό να με χαιρετίσουν. Βλέποντας πρώτη φορά ο λαός αυτός ανάμεσά του τον αντιπρόσωπο της Ελεύθερης Ελλάδας δεν γνώριζε πώς να εκδηλώσει τον ενθουσιασμό, τη χαρά και τις επιθυμίες του, ενώ σε πολλούς είχαν χυθεί δάκρυα, δάκρυα χαράς και ελπίδας για το καλό μέλλον, το οποίο όλοι απ' τα βάθη της ψυχής τους επιθυμούσαν.

Το χωριό Αρτα, που βρίσκεται σε απόσταση μιας ώρας απ' τον Αυλώνα, κατοικείται από χίλιους κατοίκους όλους ορθόδοξους που μιλούν την ελληνική γλώσσα. Σ' αυτό η αλβανική γλώσσα είναι άγνωστη. Εχει δύο εκκλησίες και σχολείο. Το σχολείο όπου διδάσκουν δάσκαλοι έχει αριθμό μαθητών που κυμαίνεται σε 70-100, επειδή οι περισσότεροι απ' τους κατοίκους είναι γεωργοί, και απασχολούν τα παιδιά τους στην καλλιέργεια της γης, ενώ τα παιδιά που μπορούν να φοιτούν στο σχολείο μπορεί να ανέλθουν στα 150. Σ' όλους τους χωρικούς συνέστησα να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, αφού τους ανέφερα τα αγαθά που προέρχονται απ' τη στοιχειώδη μάθηση. Μου προκάλεσε αίσθηση το γεγονός ότι δεν υπήρχε παρθεναγωγείο, όπου θα μπορούσαν να φοιτήσουν πάνω από 50 μαθήτριες. Η οκνηρία αφ' ενός των κατοίκων και αφ' ετέρου η μη παρακίνηση απ' τη Μητρόπολη και την Προξενική Αρχή συνετέλεσαν ώστε να μην ιδρυθεί μέχρι τώρα Παρθεναγωγείο. Με σκοπό να καλύψω αυτή την έλλειψη άρχισα αμέσως τις συνεννοήσεις με τους εφόρους και τον αρχιερατικό επίτροπο για να βρεθούν πόροι για τις δαπάνες προς τον σκοπό αυτό. Στις προσπάθειές μου αυτές ελπίζω να έχω βοηθό και την Επιτροπή για ενίσχυση της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας με χορήγηση μικρού επιδόματος, ώστε από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο να ξεκινήσει η λειτουργία του Παρθεναγωγείου.

Από οικονομική άποψη, το χωριό αυτό που άλλοτε βρισκόταν σε ακμή, παρακολούθησε τη γενική κακοτυχία αυτής της χώρας. Εν τούτοις οι πόροι της Κοινότητας είναι αρκετοί για τις δικές τους δαπάνες καθώς και στις εκκλησίες παρέχονται πλούσιες επιχορηγήσεις και το μικρό έλλειμμα, που υπάρχει στις δαπάνες για συντήρηση του σχολείου, θα καλυφθεί απ' την προσδοκώμενη άφθονη συγκομιδή λαδιού. Κάθε πλεόνασμα πρέπει, όπως ήδη υπέδειξα στους εφόρους, να διατεθεί για να διαρρυθμισθεί ακόμη καλύτερα το σχολείο των αρρένων, με πρόσληψη ενός ακόμη δασκάλου ως διευθυντού. Αυτή η διαρρύθμιση, την οποία αποδέχθηκαν με ευχαρίστηση οι έφοροι, θα βοηθήσει, όπως αντιλήφθηκα με τον ερχομό περισσότερων μαθητών, και μ' αυτή καθώς και με την ίδρυση του Παρθεναγωγείου έχω πεισθεί ότι θα επιτευχθεί ώστε όλα τα παιδιά του χωριού να στραφούν προς τα σχολεία.

Το απόγευμα, κατά την στιγμή της αναχώρησής μου, όλο το χωριό με μουσικά όργανα με ακολούθησε σε αρκετή απόσταση, με ευχές ώστε αυτή η επίσκεψη να έχει ως αποτέλεσμα το καλό του χωριού και να είναι ένας καλός οιωνός για την επίτευξη των επιθυμιών του".

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου