Το όλο θέμα για τον εντοπισμό και τη συγκέντρωση των οστών των Ελλήνων στρατιωτών, άνοιξε το 1981 κατόπιν αιτήματος της Αθήνας προς τον κομμουνιστή ηγέτη Ενβέρ Χότζα.
Η αλβανική ηγεσία ανταποκρίθηκε καθώς μάλιστα είχε προηγηθεί «συλλογή» από την Ιταλία των δικών της νεκρών και τότε η επιτροπή εμπειρογνωμόνων με τη βοήθεια χωρικών της περιοχής εντόπισε 6.300 τάφους, όσους περίπου και οι Ιταλοί.
Η διαδικασία όμως «πάγωσε» καθώς όχι μόνο η Ελλάδα δεν πήρε τους νεκρούς της, όπως ήλπιζε ο Χότζα ότι θα κάνει μιμούμενη την Ιταλία, και να εξαλειφθεί έτσι για πάντα ένα τέτοιου είδους ελληνικό ιστορικό «αποτύπωμα» από τη χώρα του. Διαρκούσης της μακράς νύχτας της δικτατορίας του Χότζα, Έλληνες μειονοτικοί της Αλβανίας έβρισκαν στα βουνά τάφους στρατιωτών και τους φρόντιζαν.
Στο χωριό Βουλιαράτες, για παράδειγμα, όπου λειτούργησε νοσοκομείο του ελληνικού στρατού στον πόλεμο, οι κάτοικοι συντήρησαν μέχρι την πτώση του καθεστώτος το νεκροταφείο που είχε δημιουργηθεί για την ταφή των τραυματιών που υπέκυπταν.
Το 2005, ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος ανέλαβε την ανακαίνιση, στην πραγματικότητα την ανέγερση εκ θεμελίων, του ιστορικού μοναστηριού του Αγίου Νικολάου στην Κλεισούρα της Πρεμετής και ως προέκταση της μονής έχτισε νεκροταφείο, ώστε να τοποθετηθούν στο κενοτάφιο τα οστά των Ελλήνων πεσόντων που βρίσκονται διάσπαρτα στην ευρύτερη περιοχή.
Για την πρωτοβουλία του αυτή έγινε στόχος σφοδρότατων επιθέσεων, ακόμη και απειλών, από Αλβανούς εθνικιστές. Στο σημερινό αλβανικό έδαφος σκοτώθηκαν περίπου 8.000 Έλληνες, ενώ στοιχεία υπάρχουν για 5.500.
Σημαντική βοήθεια παρείχε μεταπολεμικά στην Ελλάδα η Ιταλία με τη χορήγηση χαρτών. Στο διάστημα 1941 – 1942 οι Ιταλοί συνέλεξαν και έθαψαν στα βουνά της Αλβανίας τούς εκεί νεκρούς τους, ενώ αρκετά χρόνια μετά μετέφεραν τα οστά τους στην Ιταλία. Σε ξεχωριστά νεκροταφεία έθαψαν και τους σκελετούς 6.300 Ελλήνων. Σε κάποιους τάφους μάλιστα έγραψαν «εχθροί στη ζωή – φίλοι στον θάνατο».
Οι 8 νεκροί στην αυλή σπιτιού…
Στο μεταξύ, η Ερμιόνη Μπρίγκου, Ελληνίδα της Χειμάρας, «φιλοξενεί» έξι νεκρά «παιδιά», επί ογδόντα χρόνια, «εν τόπω χλοερώ», στην αυλή του σπιτιού της. Είναι έξι Έλληνες στρατιώτες που σκοτώθηκαν στον ελληνοϊταλικό πόλεμο στη μάχη της Χιμάρας και ο πατέρας της εννιάχρονης τότε Ερμιόνης, τους έθαψε σε δυο αυτοσχέδιους τάφους στον αυλόγυρο.
Το τίμημα ήταν βαρύ για τον πατέρα της, που επί κομμουνιστικού καθεστώτος εκτοπίστηκε επί ενάμισι χρόνο για την άρνησή του να αποκαλύψει που είχε ενταφιάσει τους Έλληνες στρατιώτες αλλά και η ίδια κράτησε επτασφράγιστο μυστικό την παρουσία τους στην αυλή του σπιτιού της, έως την ημέρα που κατέρρευσε το σύστημα του Χότζα.
Όλα αυτά τα χρόνια η Ερμιόνη Μπρίγκου φρόντιζε να μην λείπει τίποτα από τους «φιλοξενούμενους». Τους άναβε κρυφά κεριά, τους διάβαζε ευχές και πάνω από τα μνήματα είχε φυτέψει δυο αχλαδιές «για να έχουν ίσκιο τα παιδιά» και όταν αυτές με τα χρόνια στεγνώσαν τις αντικατέστησε με μυρτιές. Οι έξι αυτοί πεσόντες είναι ταυτοποιημένοι και δεν πρόκειται να μεταφερθούν από τον κήπο της Ερμιόνης. Ούτε η ίδια το θέλει, ούτε και συντρέχουν λόγοι να εγκαταλείψουν τη φιλόξενη τελευταία τους κατοικία.
π. Ηλία Μάκος / ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ
Σχόλια