«Ελλάδα, πρέπει κι εσύ να μάθεις να αγαπάς»

«Ελλάδα, πρέπει κι εσύ να μάθεις να αγαπάς»

Δώδεκα λεπτά για να διαβείς τις πύλες του θανάτου. Εικοσιπέντε χιλιόμετρα για να ξεκληριστούν εξήντα σπίτια. Μία στιγμιαία σύγκρουση για να σπαράζουν παντοτινά δεκάδες μανούλες.

Μπορεί να ανθίσει ένας κήπος όταν τα μπουμπούκια του κόβονται πριν καν κοιτάξουν τον ήλιο; Πως να κοιτάξεις το μέλλον, όταν το σκοτώνεις τώρα;

Η φοιτητούπολη της Θεσσαλονίκης πονάει βουβά για τους συμφοιτητές, συνομήλικους, συναδέλφους, συνανθρώπους μας. Ένα μαύρο σύννεφο πλανάται από την ψυχή του καθενός που βίωσε τόσο κοντά την εκπνοή του τέλους. Ένα μεγάλο «γιατί»… Γιατί η συμμόρφωση πρέπει να περιλαμβάνει έναν βωμό θυσίας αθώων χαμόγελων, ανεκπλήρωτων ονείρων, κομμένων φτερών;

Ένας δρόμος που ενώνει τις δυο μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις να έχει αφεθεί στο έλεος του ωχαδερφισμού… Ακούς πόσα παιδιά στην ηλικία σου, απλά να χάθηκαν για πάντα. Βλέπεις το προφίλ τους στα κοινωνικά δίκτυα, δημοσιεύσεις, ιστορίες όπως ποστάρεις κι εσύ και δεν μπορείς να διανοηθείς ότι αυτά είναι ακόμα ενεργά εκεί σα να μην έχει συμβεί τίποτε, ενώ αυτοί που τα έχουν (είχαν…) δεν βρίσκονται πια στη ζωή. Θα μπορούσα να ήμουν εγώ, σκέφτεσαι… Κι αν είχα κατέβει κι εγώ, λες… Η κοινή πορεία της φοιτητικής ζωής, το άγχος των μαθημάτων, της εξεταστικής, της ανυπομονησίας να ξαναγυρίσεις στην αγκαλιά της μαμάς και να φας ζεστό φαγητό, να μυρίσεις ξανά το σπίτι σου, της υπομονής για το επόμενο τριήμερο, το επόμενο ταξίδι, το επόμενο τρένο, προκαλούν ρίγος τη στιγμή που είσαι στην πόλη που σπουδάζεις και ανατριχιάζεις στην ιδέα ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο. Ότι ξεκινάς να γυρίσεις πίσω να καταφέρεις όσα σχεδιάζεις, να συνεχίσεις τον αγώνα για να κάνεις περήφανο εσένα και τους γονείς σου, αλλά δεν φτάνεις ποτέ, επειδή, έτσι, απλά η διαδρομή σου εξαρτάται μονάχα από ένα κλειδί που δεν γύρισε ποτέ, στην τύχη του ανθρώπινου νου που κουράζεται, ξεχνά, κάνει λάθη. Μόνο αυτό σε προστατεύει, κανένα φανάρι, καμία τηλεδιοίκηση, κανένα σύστημα. Μόνο ένα ανθρώπινο χέρι... Ότι η ζωή σου βρίσκεται στον αέρα από τη στιγμή που κόψεις ένα εισιτήριο. Ποιος νοιάζεται; Πόσο πικρός τρόπος να το αντιληφθείς. Κι ας μην τους γνώρισες ποτέ, τα δάκρυα κυλάνε, γιατί το νωπό νήμα κόπηκε πάνω στις ράγες που παραμόνευαν πάντα σαν ένα σκουριασμένο ψαλίδι. Μοίρα η οποία θα μπορούσε να βρει τον καθένα. Όμως βρήκε τόσα τρυφερά μάτια και τα έκλεισε για πάντα. Και το δάκτυλο σηκώθηκε και ήταν έτοιμο να δείξει κάπου αλλού…

Στις μανούλες που αιμορραγεί η ψυχή τους ό,τι και να ειπωθεί δεν απαλύνει ούτε για λίγο αυτόν τον αβάσταχτο πόνο. Ούτε συγγνώμες, ούτε παραιτήσεις… Όμως τουλάχιστον, αυτή τη φορά ας αναληφθούν οι ευθύνες και ας προληφθεί άλλο ένα τέτοιο μακάβριο σενάριο. Από την κορυφή έως τη βάση, αυτή τη φορά ας γίνει η παραδοχή ότι εθελοτυφλούν οι υπεύθυνοι, έγιναν λάθη, δεν διορθώθηκαν και ας εξασφαλιστεί επιτέλους η ασφάλεια (αν είναι δυνατόν στον αιώνα που ζούμε) όλων μας. Ούτε αυτό θα φέρει πίσω όσους χάθηκαν, αλλά αν μας βλέπουν από ψηλά, αυτό επιθυμούν και οι ίδιοι.

Αγκαλιάστε τους αγαπημένους σας και, όσοι παιδιά, να στέλνετε πάντα όταν φτάνετε…

Ποτέ ξανά!

Γιολάντα Λαζάρη, Φοιτήτρια ΑΠΘ

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου