Βουλιαράτες, των Αρχαγγέλων
Τούτοι οι άνθρωποι είναι πυκνοί, και αναρριχητικοί και επίμονοι σαν τα κλωνάρια ενός κισσού. Άπαξ και τα βαθυπράσινα σχοινιά σκαρφαλώσουν την ψυχή, δεν έχει επιστροφή.
Η Πρωτομαγιά είναι η γιορτή της άνοιξης αλλά και ολόκληρης της φύσης και το μαγιάτικο στεφάνι είναι το μοναδικό έθιμο αυτής της μέρας που έχει μείνει και τηρείται ακόμη και σήμερα.
Πρόκειται για ένα πανάρχαιο έθιμο που τηρείται πιστά σε κάθε μεριά της χώρας. Κάθε τέτοια μέρα ένα λουλουδένιο στεφάνι στολίζει τις πόρτες των σπιτιών.
Τα Αγία Θεοφάνεια είναι μία από τις αρχαιότερες εορτές της εκκλησίας μας η οποία θεσπίσθηκε το 2ο αιώνα μ.Χ. και αναφέρεται στη φανέρωση της Αγίας Τριάδας κατά τη βάπτιση του Ιησού Χριστού. Η ιστορία της βάπτισης έχει ως εξής: Μετά από θεία εντολή ο Ιωάννης ο Πρόδρομος εγκατέλειψε την ερημική ζωή και ήλθε στον Ιορδάνη ποταμό όπου κήρυττε και βάπτιζε. Εκεί παρουσιάσθηκε κάποια ημέρα ο Ιησούς και ζήτησε να βαπτισθεί. Ο Ιωάννης, αν και το Άγιο Πνεύμα τον είχε πληροφορήσει ποιος ήταν εκείνος που του ζητούσε να βαπτισθεί, στην αρχή αρνείται να τον βαπτίσει ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος έχει ανάγκη να βαπτισθεί από Εκείνον. Ο Ιησούς όμως του εξήγησε ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού και τον έπεισε να τον βαπτίσει. Και τότε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των θεατών διαδραματίσθηκε μία μοναδική και μεγαλειώδης σκηνή, όταν με την μορφή ενός περιστεριού κατήλθε το Άγιο Πνεύμα και κάθισε επάνω στο βαπτιζόμενο Ιησού, ενώ συγχρόνως ακούσθηκε από τον ουρανό η φωνή του Θεού η οποία έλεγε: «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» («Αυτός είναι ο αγαπημένος μου Υιός, αυτός είναι ο εκλεκτός μου»).
Παρακάτω θα διαβάσετε έναν μεσελέ (ιστοριούλες στα πεζούλια και τις εξώθυρες) του Αλέξανδρου Χ. Μαμμόπουλου από την μεγάλη του συλλογή στους τόμους "ΗΠΕΙΡΟΣ" του 1961
.
Μια ξεχωριστή νότα ευτράπελη και εξυπνότατη του Αργυροκάστρου ήταν οι κολιάκηδες, οι αγυιόπαιδες, τα χαμίνια, οι γαυριάδες. Άφθονη τροφή για δράση τους έδιναν οι πολυποίκιλοι τύποι, που κατέφθαναν στην πόλη τους απ' όλες τις περιφέρειες, που αναφέραμε. Ποιος μπορεί να τους λησμονήσει; Απ' αυτούς έγινε το συνώνυμο κολιάκης, που σημαίνει, σ' όλη την περιφέρεια, τον Καστρινό προς δήλωση πειράγματος, μα και τον πανούργο, τον έξυπνο, εκείνον που δεν σέβεται τον μεγαλύτερό του.
Μια επαρχιώτισσα γριά μπαίνει στην είσοδο της πόλεως. Ξεκαβαλλικεύει, σέρνει το γαϊδούρι από το καπίστρι και σκυφτή, κουφή, στηριζόμενη στο μπαστούνι ανέβαινε το καλντερίμι για το παζάρι.
Ο κολιάκης, αθέατος, από το διπλανό σοκάκι έχει ανέβει κιόλας στο σαμάρι του γαϊδάρου της γριάς και θρονιασμένος κουνάει τα πόδια του δαγκάνοντας ένα ψημένο καλαμπόκι.
Η θριαμβευτική πομπή συνεχίζει μέχρι την αγορά, όπου ο κολιάκης πασίγνωστος δέχεται τα πυρά των ομοίων του και σβέλτος, όπως είναι κατεβαίνει κι εξαφανίζεται ανάμεσά σ' αυτούς.