Η ιστορία του Ευσταθίου Κ. Κεχάεφ που κατέληξε στα χοτζικά κάτεργα της Αλβανίας

Η ιστορία του Ευσταθίου Κ. Κεχάεφ που κατέληξε στα χοτζικά κάτεργα της Αλβανίας

Η ΙΛΙΓΓΙΩΔΗΣ ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥ ΣΤΑΘΗ ΚΑΙ Η ΜΟΙΡΑΙΑ ΠΤΩΣΗ
ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΕΧΑΕΦ
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΕXΑΕΦ (1926-1978)

Μετά την ολέθρια συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) και τη λήξη του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου (Αύγουστος, 1949), στην Αλβανία διαπεραιώθηκε σχεδόν όλος ο όγκος των μαχητών του. Ο ακριβής αριθμός των διαπεραιωθέντων είναι δύσκολα να προσδιοριστεί, καθώς αυτός ο αριθμός όλο το διάσημα των εμφυλιακών συγκρούσεων έβαινε κυμαινόμενος. Πολλοί τεχνοκράτες και κομματικοί τιτλούχοι, στελέχη της κομματικής διοίκησης ή και της πρώην ΟΠΛΑ, τραυματίες μαχητές του ΔΣΕ, παροπλισμένοι ή και ύποπτοι της κομματικής ή στρατιωτικής ηγεσίας του ΚΚΕ είχαν ήδη μεταφερθεί στην Αλβανία σταδιακά, όλο το διάστημα των εχθροπραξίων (1946-1949). Έως το καλοκαίρι του 1948 στην Αλβανία είχαν περιορισθεί σε διάφορους προσφυγικούς καταυλισμούς ή στρατόπεδα και φυλακές περί των 4.500 μαχητών, ενώ την άνοιξη του 1949, βρίσκονταν συνολικά περί των 8.000 Ελλήνων διαφόρων κατηγοριών, εκ των οποίων 300 ήταν στρατιωτικοί και στρατιώτες αιχμάλωτοι και όμηροι του Εθνικού Στρατού (ΕΣ), 2.200 μαχητές με διάφορες αποστολές και 1.200 τραυματίες του ΔΣΕ, νοσηλευόμενοι σε διάφορα –υπαίθρια κυρίως– νοσοκομεία της χώρας. Στα μετόπισθεν υπηρετούσαν 41 Έλληνες απασχολούμενοι στις στρατιωτικές αποθήκες του Δυρραχίου και 65 στις αντίστοιχες αποθήκες της Κορυτσάς, οι οποίοι είχαν αναλάβει τον απαρεμπόδιστο εφοδιασμό του μετώπου με τρόφιμα και πυρομαχικά και 50 οδηγοί, οι οποίοι προορίζονταν για τη μεταφορά εφοδίων και ανθρώπινου δυναμικού. Την 17η Αυγούστου 1949 ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Τιράνων, σε ανακοινωθέν του Υπουργείου Αμύνης, μετέδιδε ότι την 13η Αυγούστου 1949 εισήλθαν στην Αλβανία 272 στρατιώτες του ΔΣΕ, εκ των οποίων 204 τραυματίες και 5.026 πολίτες (sic!), φερόντων μετ΄ αυτών άνω των 7.000 ζώων.

Αργότερα, αλβανός στρατιωτικός παράγοντας, που μετείχε στις επιχειρήσεις υποδοχής και περίθαλψης των ανταρτών, ανέφερε ότι ο αριθμός των εισελθόντων και προσωρινά διαμενόντων στην Αλβανία ανήρχετο σε 72.230 Έλληνες, αλλά ο αριθμός αυτός κρίνεται εμφανώς υπερβολικός. Στην πραγματικότητα, ο αριθμός των προσφευγόντων όλων των κατηγοριών στην Αλβανία, τον Αύγουστο του 1949, δεν υπερέβαινε τους 25.000-35.000 πρόσφυγες, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που είχαν ήδη διαπεραιωθεί έως τότε εκεί.
Από την άλλη, σύμφωνα με τα στοιχεία, που διέθετε το ελληνικό Υπουργείο Αμύνης, στην Αλβανία είχαν διαφύγει 12.000 μάχιμοι του ΔΣΕ, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί: 6.000-7.000 στο Ελμπασάν και 5.000-6.000 στο Μπουρέλι.

Όλοι χρίστηκαν από την ηγεσία του ΚΚΕ «πολιτικοί πρόσφυγες», αλλά δεν ήταν όλοι τέτοιοι. Υπήρχαν τέσσερεις μεγάλες κατηγορίες προσφύγων: Πρώτη, οι μαχητές του ΔΣΕ (ή αποκαλούμενοι στην αστική βιβλιογραφία ως «κομμουνιστοσυμμορίτες –Κ/Σ», δεύτερη οι κτηνοτρόφοι (διαπεραιωμένοι οικειοθελώς –συμπαθούντες του ΚΚΕ– ή βιαίως απωθούντες στην Αλβανία από τις δυνάμεις του ΔΣΕ,) τρίτον, οι ανήλικοι Ελληνόπαιδες (γνωστοί και ως «παιδομάζωμα») και τέταρτη, οι αιχμάλωτοι του Εθνικού Στρατού (ΕΣ), στρατιώτες και στρατιωτικοί, οι οποίοι μεταφέρθηκαν διά της βίας στην Αλβανία και παραδόθηκαν στις αλβανικές αρχές ασφαλείας και στρατού. Υπήρχαν και άλλες υποκατηγορίες, όπως άμαχοι δραπέτες συνόρων, αυτόμολοι μεθοριακοί φύλακες, φυγάδες του κοινού ποινικού δικαίου ή άλλοι οι οποίοι δραπέτευαν για καθαρά οικογενειακούς ή προσωπικούς λόγους. Οι δυο τελευταίες κατηγορίες (δηλαδή οι αιχμάλωτοι και οι Ελληνόπαιδες) αποτελούσαν και τις πιο τραγικές περιπτώσεις προσφυγιάς. Στην Αλβανία, η οποία αποτέλεσε τον ενδιάμεσο σταθμό μεταγωγής των ελλήνων προσφύγων, εγκαταστάθηκαν περιστασιακά και για μικρό χρονικό διάστημα περί των 4.731 Ελληνοπαίδων από την άνοιξη του 1949 έως τον Σεπτέμβριο του 1949, οι οποίοι διασπάρθηκαν στη συνέχεια στις χώρες της σοβιετικής επιβολής. Τον Απρίλιο του 1948 βρέθηκαν για λίγο διάστημα στην Κορυτσά, ως περιοχή διαμετακόμισης, περί των 6.000 Ελληνοπαίδων, οι οποίοι προωθήθηκαν άμεσα προς Μπίτολα κι από εκεί συνέχισαν το ταξίδι προς τις υπόλοιπες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Ο δε αριθμός των αιχμαλώτων τον Σεπτέμβριο του 1979 ανερχόταν σε περίπου 700 άτομα.

Ο Ευστάθιος Κωσταντίνου Κεχάεφ ανήκε στην κατηγορία των οικειοθελώς αυτόμολων στρατιωτών. Γεννήθηκε στην Καλαμάτα και την 23η Οκτωβρίου 1947 κατατάχθηκε στον Εθνικό Στρατό, αλλά μερικούς μήνες αργότερα αυτομόλησε στις τάξεις του ΔΣΕ. (Υπήρξαν φήμες ότι αιχμαλωτίσθηκε). Κρατήθηκε στο στρατόπεδο αιχμάλωτων και δήλωνε ότι η μοναρχοφασιστική κυβέρνηση των Αθηνών τον είχε αποκλείσει από τις πανεπιστημιακές σπουδές λόγω των κομμουνιστικών του φρονημάτων. Αρκούντως ευφυής και επιτήδειος, στην Αλβανία έμαθε γρήγορα αλβανικά –εκτελώντας στην αρχή χρέη διερμηνέα στους προσφυγικούς καταυλισμούς– και εξίσου γρήγορα άρχισε η αναρρίχηση στα ηγετικά κομματικά και στρατιωτικά κλιμάκια του ΚΚΕ. Η συμπεριφορά του προκαλούσε την εύνοια των αλβανικών αρχών, αλλά και τον σκεπτικισμό των συμμαχητών του, κυρίως των αιχμαλώτων, στην κατηγορία των οποίων ανήκει. Στις αρχές του του 1950 εμφανίζεται ως γραμματέας της ΚΟΒ και με αυξημένες διοικητικές εξουσίες στους καταυλισμούς. Ενώ έως τότε συμπαρατασσόταν με τους υπόλοιπους αιχμαλώτους στα αιτήματα τους, απρόσμενα η συμπεριφορά του άλλαξε. Ενώ έπαιζε βιολί και οργάνωνε διάφορες πνευματικές δραστηριότητες για τη διατήρησή του ηθικού των αιχμαλώτων, συναγελαζόταν πλέον όλο και περισσότερο με την κομματική ηγεσία του ΚΚΕ και τις αλβανικές αρχές ασφαλείας για τον καλύτερο έλεγχο των στρατοπέδων. Ήταν προφανές, οι σχέσεις του με τις αλβανικές αρχές συσφιγγόταν, αν και ήταν ήδη αγαστές: είχε επιλέξει να συμπορευθεί με τους φορείς «του προνομίου της νόμιμης βίας», η οποία στη συνέχεια έμελλε να μετεξελιχθεί σε έναν αποκρουστικό μηχανισμό τρομοκράτησης, αποκαλούμενη, προς συσκότιση της πραγματικής σημασιολογίας, ως «δικτατορία του προλεταριάτου». Πώς έγινε αυτό; Τότε ακριβώς οι αρχές τον απήγαγαν (μυστικές συλλήψεις) μαζί με άλλους, τον ανέκριναν, «και ως κρατούμενο τον κούρεψαν με ψιλή μηχανή. Έγινε, ως διά μαγείας δικός τους. Έπαψε πιά να λέει κανένα νέο από τις εφημερίδες που διάβαζε ή από τα πρόσωπα που έβλεπε ή από την αλληλογραφία πού έκανε. Αντίθετα, άρχισε να γράφει στην εφημερίδα του τοίχου και να σατιρίζει πότε τον ένα και πότε τον άλλον αιχμάλωτο αξιωματικό και να δημοσιεύει σκιτσάκια για τίς ναυαγισμένες ελπίδες μας. Άρχισε αυτός να μας χτυπά στην εφημερίδα, αρχίσαμε [και εμείς] να τον αποφεύγουμε», αναφέρει χαρακτηριστικά στις απομνημονευματογραφικές του μαρτυρίες στο βιβλίο «Το χρονικό μιας αιχμαλωσίας» (1999 ο έλληνας ιατρός Νικήτας Αγαπητίδης, περιορισμένος και αυτός ως αιχμάλωτος στους καταυλισμούς. Τα ίδια αναφέρονται και σε άλλες προφορικές μαρτυρίες επαναπατρισθέντων.

Στη συνέχεια ο Κεχάεφ φοιτά στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία και στους καταυλισμούς οργανώνει ομάδες εκμάθησης της γλώσσας του Στάλιν και του Λένιν, ενώ, συγχρόνως, του ανατίθενται καθήκοντα συμβούλου στη διοίκηση του στρατοπέδου. Οι σχέσεις του με τους υπολοίπους των στρατοπέδων επιδεινώνεται. Στη συνέχεια ο Κεχάεφ εξαφανίσθηκε από το στρατόπεδο για μεγάλο χρονικό διάστημα, «είπαν ότι αρρώστησε, αργότερα ότι είχε όγκο στον εγκέφαλο και τελικά ότι είναι βαριά άρρωστος». Οι πρόσφυγες όμως δεν το πίστευαν, ενώ οργίαζαν διάφορες φήμες.

Το 1956 οι ελληνικές αρχές –πιθανώς ενημερωμένες για τη διαγωγή του στην Αλβανία– τον απέκλεισαν από τις καταστάσεις των επαναπατρισθέντων, στις 20 Αυγούστου 1956, όταν οι πρώτοι έλληνες αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στο Δυρράχιο και από εκεί το αρματαγωγό «Αλιάκμων» τους μετέφερε στον Πειραιά στις 24 Αυγούστου 1956, ύστερα από επταετή περιπλάνηση σε διάφορα στρατόπεδα της Αλβανίας.

Το 1958, αφού οι παρουσία του στα στρατόπεδα ήταν πλέον αδύνατη, διορίσθηκε δάσκαλος ρωσικής γλώσσας στο Λύκειο «Μούγιο Ουλκινάκου» του Δυρραχίου, εν είδει επιβραβεύσεως για τις υπηρεσίες του, ενώ συνέχιζε να ταξιδεύει σε διάφορες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης με διάφορες αποστολές, κυρίως στην Ανατολική Γερμανία και Πολωνία, καθώς η εμπιστοσύνη των αλβανικών αρχών παρέμεινε αμείωτη στο πρόσωπό του. Τότε, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, διά της πολιτογράφησης, αποκτά την αλβανική ιθαγένεια, αλλά το Ιανουάριο του 1970 την αποποιείται. Και τότε αρχίζει η μοιραία αναδρομή. Δυο χρονιά μετά, την 5η Νοεμβρίου 1971, ενώ διδάσκει ρωσικά στο Δυρράχιο, συλλαμβάνεται με δύο άλλους καθηγητές, κατηγορούμενος για κατασκοπεία εις όφελος τρίτης χώρας (όχι της Ελλάδας, της Ανατολικής Γερμανίας) και για διενέργεια λαθρεμπορίου με αγαθά που μετέφερε λάθρα από την Ανατολική Γερμανία και Πολωνία. Την 13η Ιουλίου 1972 διά της απόφασης 63/13-7-1972 του Πρωτοδικείου Δυρραχίου (η οποία κατακυρώθηκε από Ανώτατο Στρατοδικείο) καταδικάστηκε με 25 χρόνια κάθειρξης και οδηγήθηκε στο σωφρονιστικό κατάστημα του Μπαλς (στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων 309/3).

Την 9η Σεπτεμβρίου 1974, χωρίς προφανώς πνευματική διαύγεια, (όπως ομολογεί και ο ίδιος) απέστειλε μια πολυσέλιδη επιστολή στον Ενβέρ Χότζα, σε άψογα αλβανικά, κατά βάθος αντιφατική, αποδεικνύουσα την τεράστια ηθική και πνευματική διάβρωση και το εσωτερικό διχαστικό ρήγμα μιας εν γένει διχασμένης προσωπικότητας. Η ανάγνωσή της σου προκαλεί οίκτο. Εξυμνεί τον Χότζα, εξωραΐζει τις συνθήκες κράτησης (παρουσιάζει το στρατόπεδο ως πεντάστερο ξενοδοχείο!) ευγνωμονεί την Αλβανία που του επιφύλαξε αυτές τις συνθήκες υποδοχής, περιθαλπόμενος με στοργή από τις αρχές της αλβανικής πρόνοιας («τον κρατάει στην απαλάμη του χεριού», δηλώνει) και τέλος εν είδει παρακλήσεως και ικεσίας για όλα αυτά θέτει εαυτόν στη διάθεση του Χότζα, ως ύστατη υπηρεσία, εάν φυσικά αυτό (δηλαδή το κουφάρι του) μπορεί να αποβεί ωφέλιμο με το θάνατό του υπέρ της Αλβανίας. Στην επιστολή αναφέρει πολλά προβεβλημένα ονόματα αλβανών δημοσίων ανδρών με τους οποίους έτυχε να συγχρωτιστεί, όλοι τους εγνωσμένου κύρους, και κατά διαβολική σύμπτωση, αναφέρει και το όνομα του μαθητή του Fatos Klosi μετέπειτα αρχηγού της αλβανικής ΕΥΠ, τότε (το 1974) νεαρός καθηγητής μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων. Δεν είμαστε σε θέση να διαχωρίσουμε σε τι βαθμό πίστευε το περιεχόμενο της επιστολής ή η επιστολή αυτή ήταν απλώς ένας χοντροκομμένος ελιγμός για να αποκομίσει για μια ακόμα φορά την εύνοια των Αλβανών. Σε κάθε περίπτωση, αποδεικνύει την ηθική κατάπτωση των ελλήνων πολιτικών προσφύγων στην Αλβανία κάτω από απάνθρωπες συνθήκες κράτησης, περιορισμού και τυραννίας στα μεσαιωνικά κάτεργα. Φυσικά, δεν έλαβε ποτέ απάντηση.

Πέθανε μόνος και ξεχασμένος στο στρατόπεδο του Μπαλς την 20η Οκτωβρίου του 1978 από καρδιαγγειακή ανεπάρκεια. Ήταν μόλις 52 ετών.

Περισσότερα στοιχεία θα βρείτε στο: Σταύρος Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ, «Έλληνες πρόσφυγες στην Αλβανία, 1945-1990», Literatus: Θεσσαλονίκη, 2017.

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου