Την 29η Ιουλίου 1919, υπεγράφη το Σύμφωνο Tittoni – Βενιζέλου, το οποίο προέβλεπε την υποστήριξη των ελληνικών απόψεων και από τους Ιταλούς. Επίσης, το συγκεκριμένο σύμφωνο προέβλεπε την παραχώρηση στην Ελλάδα των Δωδεκανήσων, πλην της Ρόδου. Στην νήσο αυτή θα διενεργείτο δημοψήφισμα προκειμένου να αποφανθούν οι κάτοικοί της για το μέλλον τους, όταν όμως η Κύπρος εκχωρείτο στην Ελλάδα από τους Βρεταννούς. Σε αντάλλαγμα, η Αθήνα θα συναινούσε στην παραχώρηση του Αυλώνα και της γύρω περιοχής στην Ιταλία, θα επικροτούσε την ανάθεση στην Ρώμη εντολής για το υπόλοιπο αλβανικό κράτος και θα ουδετεροποιούσε τα στενά της Κερκύρας. Σημειωτέον ότι η τελευταία διάταξη ήταν εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων. Τέλος, η ελληνική κυβέρνηση παραιτείτο προς όφελος της αντίστοιχης ιταλικής από τις διεκδικήσεις της επί των σαντζακίων Αιδινίου και Μεντεσέ, καθώς και επί της κοιλάδος του Μαιάνδρου, την οποία ο Ελληνικός Στρατός κατείχε κατά το ήμισυ. Η συμφωνία αυτή θα παρέμενε μυστική μέχρι την τελική συζήτηση του «αλβανικού» στο Παρίσι. Δυστυχώς, η εφαρμογή του προαναφερθέντος συμφώνου τελούσε υπό την αίρεση του αρ. 7, το οποίο προέβλεπε την δυνατότητα υπαναχωρήσεως της Ρώμης, σε περίπτωση κατά την οποία δεν εκπληρώνονταν οι φιλοδοξίες της στην Μ. Ασία.
Έχει γραφεί ότι «εκ των υστέρων, με την εκ των γεγονότων πείραν, επιτρέπεται να υποστηριχθή η άποψις, ότι οι Ιταλοί υπέγραψαν την Συμφωνίαν Τιττόνι – Βενιζέλου με την στερράν, εκ των προτέρων απόφασιν όπως αποκομίσουν, μεν, εκ ταύτης οι ίδιοι παν δυνατόν όφελος, αναζητήσουν δε εις τας μετέπειτα διεθνείς συνθήκας ευκαιρίας και αφορμάς προς πλήρη αποδέσμευσιν των υπό τας αναληφθείσας έναντι της Ελλάδος υποχρεώσεις». Πάντως, η υπογραφή του συμφώνου αυτού προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στο Βελιγράδι, όπου κατηγόρησαν τον Βενιζέλο για προδοσία.
Σημειωτέον ότι την αυτή περίοδο, οι ιταλικές Αρχές στην Ήπειρο συνέχισαν την λήψη ανθελληνικών μέτρων εις βάρος των κατοίκων της περιοχής. Οι Βορειοηπειρώτες ξεσηκώθηκαν και συγκρότησαν ένοπλα τμήματα. Η υπογραφή του προαναφερθέντος συμφώνου και η γενικότερη στάση του νέου Ιταλού υπουργού Εξωτερικών ώθησαν τον Βενιζέλο στην έκδοση μίας διαταγής περί «αμέσου διαλύσεως των σωμάτων αυτών». Οι Ιταλοί ανεθάρρησαν από την εξέλιξη αυτή και εξηκολούθησαν την ανθελληνική πολιτική τους, η οποία εξέλαβε, όμως, σαφώς ηπιότερη μορφή. Τον Νοέμβριο του 1919, υπεγράφη το πρωτόκολλο αποχωρήσεως των ιταλικών στρατευμάτων από το τρίγωνο του Πωγωνίου και η περιοχή περιήλθε εκ νέου υπό τον έλεγχο της Ελλάδος. Αυτό συνέβη έναν και πλέον χρόνο μετά τον τερματισμό του πολέμου και τέσσερις μήνες μετά την υπογραφή του συμφώνου Tittoni - Βενιζέλου (Ioύλιος 1919)!
Η Ρώμη επιθυμούσε να περιορίσει τα ανοικτά μέτωπα και να επικεντρώσει την προσοχή της στο Φιούμε, ως εκ τούτου απεφάσισε την απόσυρση των στρατευμάτων της από την περιοχή της Ηπείρου. Αυτό, όμως, έπρεπε να γίνει δίχως να μειωθεί το ιταλικό γόητρο. Οι Αλβανοί αντελήφθησαν εγκαίρως τις ιταλικές προθέσεις και εστράφησαν κατά των ευεργετών τους, συγκροτώντας πολυάριθμες και ιδιαιτέρως μαχητικές ανταρτικές ομάδες. Η εμφάνιση των συμμοριών αυτών προκάλεσε την ανασυγκρότηση των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων, οι οποίες περιόρισαν όμως την δράση τους στην βορ. Ήπειρο. Αντιθέτως, οι αλβανικές συμμορίες επέκτειναν την δράση τους μέχρι τον Αυλώνα, στρεφόμενες κυρίως εναντίον των Ιταλών. Μάλιστα, την 28η Νοεμβρίου 1919, έλαβε χώρα μία μεγάλη διαδήλωση εναντίον των Ιταλών στην συγκεκριμένη πόλη, με την συμμετοχή πολλών γυναικοπαίδων.
Σταδιακά, η αλβανική εξέγερση έλαβε μεγάλες διαστάσεις, φέρνοντας σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση τα ιταλικά στρατεύματα, τα οποία απεσύρθησαν στον Αυλώνα. Οι εξεγερθέντες σχημάτισαν μία νέα κυβέρνηση υπό τον Σουλειμάν Ντελβίνα (Suleiman Delvina), ο οποίος θεωρείτο εχθρικά διακείμενος προς τους Ιταλούς. Η κυβέρνηση Delvina απεφάσισε την εγκατάσταση της πρωτεύουσας στα Τίρανα. Η Ρώμη επεχείρησε να διασπάσει το μέτωπο των εξεγερθέντων με δωροδοκίες και απειλές, δίχως, όμως, σοβαρά αποτελέσματα. Τότε, το ιταλικό επιτελείο απεφάσισε την εσπευσμένη συγκέντρωση όλων των δυνάμεών του στον Αυλώνα και τους Αγ. Σαράντα. Τον Ιανουάριο του 1920, έλαβε χώρα ένα συνέδριο Αλβανών αντιπροσώπων, το οποίο κατέδειξε την θέλησή τους να απεξαρτηθούν από την ιταλική κηδεμονία.
Η Ρώμη επικέντρωσε την προσπάθειά της στο διπλωματικό πεδίο, όπου κατάφερε να εκμαιεύσει μία απόφαση της αρμοδίας επιτροπής της Συνδιασκέψεως, η οποία ανεγνώριζε την ανεξαρτησία της Αλβανίας και όριζε μία επιτροπή για την διαχάραξη των συνόρων της. Αξίωσε δε την παρουσία ενός Αλβανού αντιπροσώπου ενώπιον των μελών της αρμόδιας επιτροπής για να εκθέσει τις απόψεις της κυβερνήσεώς του προκειμένου να μην μείνουν αναπάντητα τα ελληνικά επιχειρήματα. Επιπλέον, προσεπάθησε να επιβάλει την συμμετοχή ενός εκπροσώπου της στις εργασίες της αρμόδιας επιτροπής. Είναι προφανές ότι οι ενέργειες αυτές έρχονταν σε αντίθεση με το τότε προσφάτως υπογραφέν Σύμφωνο Tittoni – Βενιζέλου. Ο τελευταίος, όμως, τηρώντας τα συμπεφωνημένα, προχώρησε στην επίσημη ανακοίνωση της υπογραφής του Συμφώνου, λίγες ημέρες αργότερα. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την ικανοποίηση των κυβερνήσεων των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες απεδέχθησαν το προαναφερθέν σύμφωνο ως βάση για τον καθορισμό των συνόρων της Αλβανίας. Οι κυβερνήσεις των ισχυρών κρατών της Δύσεως θεώρησαν, εσφαλμένα όπως απεδείχθη λίαν συντόμως, ότι ένα χρονίζον πρόβλημα έβαινε προς επίλυση. (συνεχίζεται)
(Απόσπασμα από το βιβλίο υπό τον τίτλο «Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού, 1833 – 1949», Θεσσαλονίκη: εκδόσεις Σάκκουλα, 2014)
Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος
Νομικός-Διεθνολόγος
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Σχόλια