Χειμάρρα, 8 Μαΐου
Αυτή η εντύπωση της εναγώνιας παρακλήσεως που τόσο με συγκίνησε στα άλλα χωριά, στη Χειμάρρα εξαλείφθηκε τελείως. Οι Χειμαρριώτες δεν υπέφεραν από τον τουρκαλβανικό ζυγό γιατί είχαν εξασφαλίσει προνόμια. Εδώ και αιώνες είχαν σχηματίσει ένα είδος κράτους εν κράτει. Μία ελληνική περιοχή με αυτονομία, την οποία η τουρκική κυβέρνηση αναγκάστηκε να αποδεχθεί. Η επαρχία της Χείμαρρας περιλαμβάνει επτά χωριά: Χειμάρρα, Κήπαρο, Βουνό, Δρυμάδες, Παλάσσα, Πυλιόρι και Κουβέτσι με 12.000 κατοίκους, οι οποίοι πληρώνουν στην Υψηλή Πύλη συνολικά16.000 φράγκα το χρόνο. Αυτός ο φόρος γινόταν δεκτός με ευγνωμοσύνη, επειδή η Υψηλή Πύλη πίστευε πως απαιτώντας παραπάνω δεν θα έπαιρνε τίποτε απολύτως. Μ' αυτές τις συνθήκες οι Χειμαρριώτες, πραγματικοί Έλληνες από αιώνες, δεν έδειχναν καμιά ανησυχία για το μέλλον. Εάν η ευρωπαϊκή διπλωματία ήθελε να τους προσαρτήσει στο βασίλειο του Εσσάτ πασά ή του Κεμάλ πασά ή οποιουδήποτε άλλου φανταστικού Αλβανού μονάρχη, εκείνοι θα συνέχιζαν πολύ απλά την ανεξάρτητη πολιτική του παρελθόντος. Εκεί όπου η οθωμανική αυτοκρατορία απέτυχε να επιβάλει τους νόμους της, ο βασιλιάς του Σκουτάρι είχε πολύ λίγες πιθανότητες να επιβάλει τους δικούς του.
Δεν θα μπορούσα να διηγηθώ εδώ την ιστορία της Χειμάρρας από τον 15ο αιώνα, όταν οι Χειμαρριώτες αποτέλεσαν, με τη γαλανόλευκη σημαία, τα χρώματα των Ελλήνων, ένα επίλεκτο σώμα στα στρατεύματα του Γεωργίου Καστριώτη, ο οποίος μαχόταν ενάντια στους σουλτάνους. Η Χειμάρρα ήταν τότε μία επαρχία διπλής σπουδαιότητας. Ο Αλή πασάς κατόρθωσε με τη μέθοδο του αφανισμού και της τρομοκρατίας να εξισλαμίσει μερικά χωριά από την άλλη πλευρά του βουνού. Παρ' όλα αυτά, η επαρχία εξακολουθούσε να αποτελεί έως το 1833 ξεχωριστή ελληνική επισκοπη. Μέχρι σήμερα οι Χειμαρριώτες με την παλικαριά τους (και είναι πάρα πολύ καλοί σκοπευτές, όπως οι Ελβετοί) έχουν απολαύσει το προνόμιο να οπλοφορούν, να μην πληρώνουν έγγειο φόρο και καπνικό φόρο και απαλλάχθηκαν από τους τελωνειακούς δασμούς.
Αυτοκυβερνώνται με το αρχέγονο σύστημα τηςδημογεροντίας (λαϊκή γερουσία). Οι οκτώ αρχαιότεροι στα χωριά απονέμουν τη δικαιοσύνη και διοικούν την κοινότητα. Για τις υποθέσεις που αφορούν ολόκληρη την επαρχία οι δημογέροντες συγκεντρώνονται στο κυριότερο χωριό της Χειμάρρας και αυτός ο πατριαρχικός θεσμός αρκεί για να εξασφαλίσει την τάξη και την ηρεμία.
Τα τελευταία χρόνια, η τουρκική κυβέρνηση, η οποία ποτέ δεν είχε κανέναν αντιπρόσωπο στην επαρχία, έκρινε ότι για λόγους γοήτρου έπρεπε να στείλει κάποιον. Και πράγματι επέσπευσε την αποστολή έπαρχου, χότζα, δικαστή, εισαγγελέα, δύο γραμματέων για τους δύο προηγούμενους κυβερνητικούς υπαλλήλους, μερικών χωροφυλάκων και δύο τηλεγραφητών. Τα άτομα αυτά έμεναν στην είσοδο του χωριού σε δύο κτίρια που κτίστηκαν αποκλειστικά γι' αυτά και ήλθαν σε επαφή με τον πληθυσμό, που αποδέχθηκε την παρουσία τους με σχετική ευκολία, δεδομένου ότι δεν ήταν καθόλου ενοχλητικά. Φοβισμένοι από την αδιάφορη στάση των Χειμαρριωτών οι Τούρκοι υπάλληλοι δεν το κουνούσαν από το κατάλυμά τους, αρκούμενοι να πληροφορούν τους προϊσταμένους τους στην Κωνσταντινούπολη για τα φιλελληνικά αισθήματα των διοικούμενων τους. Κάποτε έφτανε κάποια διαταγή φυλακίσεως κάποιου Χειμαρριώτη αλλά μπροστά στην αδυναμία πραγματοποιήσεως της, ο δυστυχής έπαρχος αναφερόταν στα Ιωάννινα και η υπόθεση τελείωνε εκεί.
Οι Χειμαρριώτες έδειχναν πλήρη αδιαφορία για την παρουσία των τουρκικών αρχών. Στο εξωτερικό γράφονταν στα ελληνικά προξενεία. Πολλοί από αυτούς ήταν Έλληνες αξιωματικοί και παρά την ιδιότητα αυτή επέστρεφαν στην Χειμάρρα, για να επισκεφθούν τα σπίτια τους. Πάντως η κατάσταση ήταν λεπτή γι' αυτούς γιατί και η συνεχής ανυποταξία κρύβει κινδύνους. Όταν μάλιστα αποφασίστηκε η στρατολογία των χριστιανών στον τουρκικό στρατό, 700 νέοι Χειμαρριώτες προτίμησαν την ξενιτιά (πολλοί απ' αυτούς ήρθαν στη Γαλλία, και ιδίως στο Σαιν-Ετιέν με τα μεταλλουργεία), παρά να κρύβονται από τις τουρκικές αρχές. Όλοι όμως αυτοί, τη στιγμή της κηρύξεως του πολέμου επέστρεψαν για να καταταχθούν στον Ελληνικό στρατό.
Η άνοδος των Νεότουρκων στην εξουσία δεν άλλαξε καθόλου την κατάσταση αλλά μετέβαλε την τακτική.
Ο νέος έπαρχος επεδίωξε να μεταστρέψει τα φιλελληνικά αισθήματα των Χειμαρριωτών προσπαθώντας να τους εξηγήσει τα πλεονεκτήματα της ένωσης τους με τον Ισμαήλ Κεμάλ και τους Αλβανούς ενάντια στην Υψηλή Πύλη. Η απόπειρα απέτυχε. Οι Χειμαρριώτες δεν άκουγαν παρά μονάχα τη φωνή ενός από τους συμπατριώτες τους, απόστρατου Έλληνα αξιωματικού, του Σπύρου Σπυρομήλιου, του Βενιζέλου των Κρητών της Ηπείρου. Σύμφωνα μ' αυτήν δεν έπρεπε να υπάρχει παρά μόνο ένα πολιτικό δόγμα στη Χειμάρρα: η ένωση με την Ελλάδα. Κανένας άλλος συνδυασμός δεν μπορούσε να υπάρξει. Μήπως οι δωρεές των Χειμαρριωτών που είχαν πλουτίσει στη Ρωσία και την Αίγυπτο, αυτές οι κληροδοσίες των εκατοντάδων χιλιάδων φράγκων για την Εκκλησία και τα ελληνικά σχολεία της Χειμάρρας, μήπως είχαν γίνει για να υποστηρίξουν τις μηχανορραφίες του Τουρκαλβανού έπαρχου;
Τις πρώτες μέρες του περασμένου Οκτωβρίου, ο έπαρχος γνωστοποίησε με τον κ. Ανδρέα Δήμα —αρμόδιο για τις επαφές μεταξύ των κατοίκων και των τουρκικών αρχών — ότι η Τουρκία καλούσε στα όπλα όλους τους πολίτες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η απάντηση σε αυτή την ανακοίνωση ήταν η γενική αδιαφορία. Ταυτόχρονα οι Χειμαρριώτες πείστηκαν ότι ο πόλεμος δεν θα αργούσε να ξεσπάσει. Διότι σ' αυτή την πλευρά της Ηπείρου οι ειδήσεις φτάνουν σπάνια και δύσκολα και ο Τούρκος τηλεγραφητής δεν ανεκοίνωνε τα τηλεγραφήματα που έπαιρνε από τα Ιωάννινα.
Rene Puaux
Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος
Οδοιπορικό 1913, απελευθέρωση, αυτονομία
Εκδόσεις Τροχαλία
Σχόλια