Η τεράστια τουρκική στρατιά του Μωάμεθ Β' πολιορκούσε τη Βασιλίδα των Πόλεων από τις 6 Απριλίου του 1453. Οι αμυνόμενοι, υστερώντας αριθμητικά σε αναλογία έως και 20:1, αναλόγως των πηγών, εξακολουθούσαν, καταπονημένοι, να αντιστέκονται.
Την Παρασκευή 25 και το Σάββατο 26 Μαΐου οι Τούρκοι δεν εξαπέλυσαν καμία επίθεση, μετά από τις αποτυχημένες προηγούμενές τους απόπειρες. Αρκέστηκαν απλώς στον σφοδρό βομβαρδισμό των τειχών της Βασιλεύουσας. Ήταν εμφανές ότι θα εξαπέλυαν μεγάλη έφοδο τις προσεχείς ημέρες. O βομβαρδισμός είχε προκαλέσει σοβαρότατες βλάβες στα αρχαία τείχη. Ειδικά στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου, στην πύλη του Αγ. Ρωμανού, τα τουρκικά πυροβόλα είχαν εντελώς κατακρημνίσει το τείχος.
Οι αμυνόμενοι, μαζί με τους αμάχους κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες να αποφράξουν τα χάσκοντα αυτά επικίνδυνα ρήγματα με «σταυρώματα», καμωμένα από χώμα, ξύλα, λίθους από τα κατεστραμμένα τείχη και οποιοδήποτε άλλο υλικό. Τα προτειχίσματα αυτά τα κάλυπταν με δέρματα ζώων για να μην καίγονται. Στο άνω τμήμα των προτειχισμάτων τοποθετούσαν, δίκην επάλξεων, αμφορείς γεμάτους με χώμα. Ο τουρκικός βομβαρδισμός έφτασε σε πρωτοφανή ένταση από το βράδυ της Κυριακής 27ης Μαΐου έως και λίγες στιγμές πριν εξαπολυθεί η πρώτη έφοδος κατά της Πόλεως, τα ξημερώματα της 29ης Μαΐου. Η αποτελεσματικότητα του τουρκικού πυροβολικού είχε κατατρομάξει τους δυστυχείς αμύντορες και είχε καταπλήξει ακόμα και αυτόν τον ίδιο τον Μωάμεθ.
Έτσι στον τελευταίο του λόγο που εκφώνησε στα στρατεύματα του, λίγο πριν την εκδήλωση της τελικής εφόδου, δήλωσε αυτάρεσκα, ότι δεν στέλνει τους στρατιώτες του να τειχομαχήσουν, αλλά να πολεμήσουν σε αναπτεταμένο πεδίο, καθώς δεν υπήρχαν πλέον τείχη να τους εμποδίσουν. Στην Πόλη η κατάσταση ήταν απολύτως διαφορετική. Και πως θα μπορούσε να συμβαίνει αλλιώς. Κατήφεια επικρατούσε. Σχεδόν όλοι ήταν βέβαιοι ότι η Πόλη δεν θα άντεχε στην μεγάλη, γενική έφοδο, που γνώριζαν ότι σκόπευε να εκτοξεύσει ο Μωάμεθ.
Το βράδυ της 28ης Μαΐου έλαβε χώρα στον πάνσεπτο ναό της Αγίας Σοφίας η προτελευταία από τότε χριστιανική λειτουργία (η τελευταία τελέστηκε το 1919, από έναν στρατιωτικό ιερά, με εκκλησίασμα μερικούς αξιωματικούς, κρυφά, χωρίς την επίσημη έγκριση των ελληνικών αρχών). Ο αυτοκράτορας, μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων, μαζί με όλες τις κεφαλές του στρατού και μαζί με χιλιάδες άλλους πολεμιστές και αμάχους, οι οποίοι με δάκρυα στα μάτια τον ασπάζονταν και του φιλούσαν το χέρι. Ήταν η απόλυτη απόδειξη της αφοσιώσεως τους σε αυτόν και στην πατρίδα. Ξαφνικά όλοι οι ανώνυμοι αυτοί μαχητές αδελφοποιήθηκαν με τον Βασιλιά. Μετάλαβαν μαζί του, τον άγγιξαν, έγιναν ένα μαζί του. Δεν θα τον άφηναν να πολεμήσει και να πεθάνει μόνος, γιατί ήξερε πως θα πεθάνει, όπως και όλοι τους το ήξεραν.
Αμέσως μετά ο Βασιλιάς ίππευσε το αραβικό του άτι και χάθηκε στη νύκτα μαζί με τους συστρατιώτες του. Έφτασε στα τείχη, γύμνωσε το σπαθί και ως απλός στρατιώτης έλαβε θέση, στο πλέον εκτεθειμένο σημείο της αμύνης, στο «σταύρωμα», το πρόχειρο οχύρωμα στα μισογκρεμισμένα τείχη της πύλης του Αγ. Ρωμανού.Είχε νυχτώσει για τα καλά. Η 29η Μαΐου διένυε ήδη τις πρώτα ώρας της. Στο τουρκικό στρατόπεδο απλωνόταν τώρα μια αμαρτωλή ησυχία. Ησυχία πρωτόγνωρη για αυτούς. Ακόμα και τα τέρατα του πολέμου, τα φονικά πυροβόλα, είχαν πάψει τις βολές. Ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι ακούστηκαν φοβερές κραυγές και αλαλαγμοί.
«Αλλάχ, ιλλαλάχ, Μωχαμέτ ρουσολλαλάχ». Αυτή η κραυγή εξήλθε από τα στόματα εκατοντάδων χιλιάδων Τούρκων. Αμέσως μετά, κρατώντας πυρσούς οι Τούρκοι ρίχτηκαν στην επίθεση. Ο Ενετός Μπάρμαρο αναφέρει ότι το πρώτο αυτό κύμα εφόδου το αποτελούσαν τουλάχιστον 50.000 Τούρκοι, αλλά και χριστιανοί υπήκοοι του σουλτάνου (Σέρβοι και Βούλγαροι). Όταν έφτασαν σε απόσταση βολής από το άθλιο σταύρωμα έβαλαν εναντίον των αμυνομένων με όλα τους τα όπλα, τόξα, «τούφεκας», ακόντια, σφενδόνες. Μετά την πρώτη ομοβροντία όρμησαν κρατώντας κλίμακες και άγκιστρα κατά του σταυρώματος. Με τα άγκιστρα έριχναν κάτω τους πίθους – επάλξεις των αμυνομένων και με τις κλίμακες επιχειρούσαν να ανεβούν στο σταύρωμα.
«Αλλ' οι ημέτεροι παραχρήμα κατέρριπτον τας κλίμακας εκείνας χαμαί μεθ' απάντων των κρατούντων αυτάς, και άπαντες εκείνοι παραχρήμα εφονεύοντο, προς τούτοις δέ οι ημέτεροι έρριπτον από των επάλξεων κάτω μεγάλους λίθους ούτως ώστε ολίγοι εκείνων ηδύναντο να διασώσωσι την ζωήν αυτών. Όσοι ήρχοντο υπό τα τείχη, τόσοι εφονεύοντο, και ότε οι φέροντες τας κλίμακας έβλεπον αυτούς φονευόμενους, ήθελον να επιστρέψωσιν οπίσω προς το στρατόπεδον, όπως μη φονευθώσιν υπό των λίθων. Και ότε οι άλλοι Τούρκοι, οι ευρισκόμενοι όπισθεν έβλεπον, ότι εκείνοι έφευγον, πάραυτα κατέκοπτον αυτούς με τα γιαταγάνια αυτών και ηνάγκαζον να επιστρέψωσιν εις τα τείχη ούτως, ώστε κατά πάντα τρόπον συνέπιπτε ναποθάνωσι την μία φοράν ή την άλλην», αναφέρει ο αυτόπτης μάρτυρας Ενετός Νικολό Μπάρμπαρο. Υπό αυτές τις συνθήκες οι Τούρκοι συνέχιζαν τις απέλπιδες εφόδους κατά των ακλόνητων αμυντόρων και σφαγιάζονταν κατά χιλιάδες. «Έβαλλον αλλήλους και εβάλλοντο ανοικτιρμόνως μετ' οργής και θυμού πολλού, και ηκουόντο κραυγαί παρ' αμφοτέρων ισχυραί και βλασφημίαι και ύβρεις», συμπληρώνει ο Κριτόβουλος.
Επί δύο με τρεις περίπου ώρες το σώμα των 50.000 Τούρκων επιτίθετο μανιωδώς κατά του «σταυρώματος», άνευ όμως αποτελέσματος. Ο Μωάμεθ προφανώς θεωρούσε τους συγκεκριμένους άνδρες αναλώσιμους, υλικό και μόνον καταπονήσεως των λιγοστών αμυνομένων. Περί την αυγή ο Μωάμεθ επέτρεψε στους λιγοστούς επιζώντας του πρώτου σώματος να αποσυρθούν. Όπως αναφέρει ο Μπάρμπαρο όλη η έκταση ενώπιον του ρήγματος ήταν γεμάτη με πτώματα Τούρκων. Οι απώλειες τους υπολογίζονται σε 20-30.000 νεκρούς και τραυματίες. Ωστόσο είχαν επιτύχει του σκοπού τους, ο οποίος δεν ήταν άλλος από την πλήρη εξουθένωση των αμυνομένων, οι οποίοι ούτως ή άλλως επί εβδομάδες τώρα είχαν στερηθεί ακόμη και του ύπνου. Και εκεί που οι αμυνόμενοι, έχοντας αποκρούσει τους επιτιθεμένους, ήλπιζαν να απολαύσουν λίγες στιγμές αναπαύσεως, άκουσαν με τρόμο τα τουρκικά τύμπανα να ηχούν εκ νέου.
Αμέσως ένα νέο σώμα 50.000 Τούρκων όρμησε με αλαλαγμούς κατά του «σταυρώματος». «Δίκην λεόντων αχαλινώτων ώρμησαν οι στρατιώτες της δευτέρας μοίρας προς τα τείχη, πλησίον της πύλης του Αγ. Ρωμανού και εμείς είδαμε το φοβερό εκείνο θέαμα. Αμέσως εκρούσθησαν καθ' άπασαν την Πόλη τα σήμαντρα και καθ' άπασας τας τάξεις των τειχών, και έκαστος, εξαιτούμενος βοήθεια, επεκαλείτο το έλεος του αιωνίου Θεού εναντίον των σκύλων εκείνων Τούρκων», συνεχίζει ο Μπάρμπαρο. Ο Μωάμεθ, ενεργώντας βάσει σχεδίου, διέταξε την δευτέρα έφοδο, αμέσως μετά το άδοξο τέλος της πρώτης. Ήλπιζε ότι οι λίγοι και κατάκοποι αμύντορες δεν θα άντεχαν στις συνεχόμενες κρούσεις του στρατού του. Στην δευτέρα δε αυτή έφοδο συμμετείχαν εκλεκτά στρατεύματα – γενίτσαροι και αφιππευμένοι σπαχήδες – φέροντα αλυσιδωτούς θώρακας, κράνη και ασπίδες.
Τότε έλαβε χώρα αγριότατη εκ του συστάδην μάχη, με τους Τούρκους να επιχειρούν να ανέλθουν στο «σταύρωμα» με τη βοήθεια κλιμάκων και τους Έλληνες και Ιταλούς αμύντορες να καταρρίπτουν τις κλίμακες και με λίθους, τυφέκια, δόρατα και βαλλίστρες να φονεύουν πλήθος Τούρκων. Ο Μωάμεθ με έκπληξη αντίκρισε το επίλεκτο τμήμα του στρατού του να αναχαιτίζεται από τους λίγους ήρωες. Φοβερά εκνευρισμένος διέταξε τότε τους πυροβολητές του να ανοίξουν και πάλι πυρ. Πράγματι τα τουρκικά πυροβόλα έβαλαν κατά του «σταυρώματος», σκοτώνοντας πολλούς Τούρκους που βρισκόταν εμπρός από αυτό, αλλά και δημιουργώντας ένα νέο ρήγμα, το οποίο δεν μπορούσε να επισκευαστεί, πριν αποκρουστεί η έφοδος.
Μέσω του ρήγματος, «δίκην σκύλων», πάνω από 300 Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη. Εναντίον του όμως επέπεσαν οι Έλληνες, αναφέρει ο Μπάρμπαρο, με λύσσα και ενεπλάκησαν μαζί τους σε έναν άγριο, θανάσιμο εναγκαλισμό. Λίγα λεπτά αργότερα «οι επιδρομείς εφονεύθησαν σχεδόν πάντες». «Ο σουλτάνος Μωάμεθ, αγανακτισμένος επειδή έβλεπε, ότι οι επίλεκτες του τάξεις είχαν σφοδρά καταπονηθεί υπό της μάχης και τίποτα άξιον λόγου δεν κατόρθωναν, και οι Ρωμαίοι και οι Ιταλοί αγωνίζονταν ευρώστως και πλεονεκτούσαν στη μάχη, θύμωσε πολύ σφόδρα και θεωρών, ότι δεν έπρεπε πλέον να ανεχθεί τα γινόμενα, αμέσως έριξε στη μάχη όσες τάξεις επεφύλασσε διά αργότερα, άνδρες άριστα οπλισμένους και τολμηρούς και θαρραλέους, προέχοντας των άλλων κατά πολύ στην εμπειρία και την ρώμη. Αποτελούσαν δε αυτοί τους λογάδες (επίλεκτους) του στρατού, και ήσαν ασπιδοφόροι και τοξότες και ακοντιστές και η περί τον σουλτάνο τάξη των καλουμένων γενιτσάρων», διηγείται ο Κριτόβουλος.
Αυτή τη φορά λοιπόν, ο Μωάμεθ, βλέποντας και την δεύτερα έφοδο να αποτυγχάνει διέταξε γενική έφοδο, ρίπτοντας στη μάχη ακόμα και τη φρουρά του. Παράλληλα όμως και ο στόλος έλαβε διαταγή να επιτεθεί κατά των θαλασσίων τειχών, προκειμένου να αγκιστρώσει πολύτιμες για τους αμυνομένους δυνάμεις, μακριά του κυρίου μετώπου της μάχης. Γιατί όλα θα κρίνονταν εκεί, στο χερσαίο τείχος, μεταξύ της πύλης του Αγ. Ρωμανού και μιας μικρής στρατιωτικής πυλίδας, της Κερκόπορτας. Η επίθεση των γενιτσάρων κατά των κατάκοπων χριστιανών μαχητών εξελίχθηκε σε νέα, άγρια θανάσιμη συμπλοκή. Παρά την κόπωση και τις πληγές, συνέπεια των προηγουμένων εφόδων, οι αμύντορες, με τον Βασιλιά και τον Ιουστινιάνη επικεφαλής, αντέταξαν και πάλι σθεναρά άμυνα και αντιμετώπισαν τους επίλεκτους του Μωάμεθ με το ίδιο θάρρος.
Περίπου 750 μέτρα βορειότερα όμως οι Τούρκοι ανακάλυψαν αφρούρητη μια μικρή πυλίδα τη διαβόητη Κερκόπορτα. Η πυλίδα αυτή είχε σφραγιστεί επί Ισαακίου Αγγέλου, το 1204. Ανοίχθηκε όμως και πάλι με την έναρξη της πολιορκίας από τον Μωάμεθ, για να χρησιμοποιηθεί ως πύλη εξόδων των πολιορκημένων. Η συγκεκριμένη πυλίδα ήταν κατά το ήμισυ κεχωσμένη στο έδαφος και δεν ήταν εύκολο να γίνει ορατή από τους εχθρούς. Για τον λόγο αυτό δεν φρουρείτε την μοιραία εκείνη ώρα, διότι οι διατιθέμενοι για την προστασία της φρουροί είχαν σπεύσει να ενισχύσουν τους μαχόμενους στο «σταύρωμα».
Αφού την παραβίασαν 50 περίπου γενίτσαροι εισέβαλαν στον εσωτερικό περίβολο. Αυτούς ακολούθησαν χιλιάδες και επιτέθηκαν στους ηρωικώς έως τότε ανθισταμένους μαχητές εκ των νώτων. Ορισμένοι μάλιστα κατέβασαν τις αυτοκρατορικές σημαίες από τον πρώτο πύργο που κυρίευσαν και ύψωσαν την τουρκική. Το γεγονός αυτό είχε τεράστια ψυχολογική σημασία και επέδρασε ιδιαιτέρως δυσμενώς στο ηθικό των αμυνομένων. Την ίδια ώρα ο Γενουάτης στρατηγός του Κωνσταντίνου Ιωάννης Ιουστινιάνης πληγώθηκε, είτε από βέλος, είτε από βολίδα τυφεκίου και παρά τις ικεσίες του Κωνσταντίνου, αποχώρησε κρυφίως από την γραμμή της μάχης, ώστε να περιποιηθεί το τραύμα του, χωρίς να προκαλέσει σύγχυση.
Επέτυχε ακριβώς το αντίθετο. Η απουσία του έγινε αισθητή και οι μαχητές άρχισαν να τον αναζητούν. Παράλληλα είδαν τις τουρκικές σημαίες να κυματίζουν αναίσχυντα, λίγα μόλις μέτρα από τις θέσεις των. Το δράμα εισερχόταν στην τελευταία του πράξη. Σε λίγο σύγχυση επεκράτησε στις τάξεις των μαχητών. Στο μεταξύ χιλιάδες Τούρκοι είχαν περάσει εντός των τειχών και έπλητταν πλέον τους γενναίους του Κωνσταντίνου εκ του πλευρού, αλλά και κατά μέτωπο, αφού οι επιθέσεις των γενιτσάρων κατά του ημιδιαλυμένου πλέον «σταυρώματος» ουδέποτε χαλάρωσαν. Μοιραία οι αμύντορες κατεβλήθησαν από την διπλή προσβολή και το πλήθος των εχθρών και από τον κάματο και τα τραύματα.
Τότε ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να περάσει στον θρύλο. «Εάλω η Πόλις». Η τρομερή κραυγή αντήχησε. «Η Πόλη κυριεύθηκε και εγώ ακόμη ζω», κραύγασε με τη σειρά του ο Βασιλιάς και όρμησε εμπρός με το σπαθί στο χέρι και με λίγους αφοσιωμένους συντρόφους να βρει τον ένδοξο θάνατο που του έπρεπε, να κερδίσει μια θέση στο πάνθεον των ηρώων της ελληνικής φυλής.
Όρμησε λοιπόν ο Κωνσταντίνος, μαζί με τον Φραγκίσκο Τολέδιο, τον Θεόφιλο Παλαιολόγο και τον Ιωάννη Δαλμάτη κατά των εχθρικών στιφών. Τέσσερις μόλις ήρωες εναντίων χιλιάδων. Οι τέσσερις στάθηκαν με την πλάτη στο τείχος και εκεί αντιμετώπιζαν τους χιλιάδες Τούρκους. «Θέλων θανείν ή ζείν», ανεκραύγασε ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και όρμησε με το σπαθί στον συρφετό. Οι τέσσερις αυτοί άνδρες επετέλεσαν θαύματα. Μόνοι τους έστρωσαν το έδαφος με κουφάρια εχθρών.
Μανιασμένοι, ακατάβλητοι, έχοντας απολέσει κάθε ανθρώπινο αίσθημα, αδιαφορώντας για τα εχθρικά πλήγματα, για τα τραύματα και για το αίμα τους που έρρεε από τις πληγές, τέσσερις μόνο άνδρες πολεμούσαν με τα ατελείωτα στίφη των εχθρών. Τότε όμως ο Κωνσταντίνος εδέχθη το μοιραίο πλήγμα. Πρόλαβε μόνο να κραυγάσει πριν πέσει «δεν υπάρχει κανένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι». Δεν ήθελε ο αυτοκράτωρ να πέσει η κεφαλή του στα χέρια των εχθρών, να «μαγαριστεί», όπως έλεγαν. Όπως και οι μεταγενέστεροι κλέφτες και αρματολοί όταν κάποιος σύντροφος φονευόταν του απέκοπταν την κεφαλή, για να μην μαγαριστεί από τους Τούρκους. «Οι εταίροι του βασιλέως έπαυσαν βλέποντες αυτόν εν τη μάχη. Εκείνος δε αποφασίσας ν'αποθάνη εξ ης ώρας εγίγνωσκε ότι είχε κυριευθή η Πόλις, έπεσεν αφανώς. Ουδείς των περί τον αυτοκράτορα είδε τις τελευταίας του στιγμάς. Άπαντες οι περιστοιχίζοντες αυτόν συναπωλέσθησαν μετ' αυτού ενώ οι Τούρκοι εξηκολούθων εκχεόμενοι αναρίθμητοι διά του γιγαντιαίου ρήγματος και διά των ήδη εκβιασθεισών πυλών. Ούτως εξέπνευσε ενδόξως πλησιέστατα της πύλης του Αγ. Ρωμανού ως απλούς στρατιώτης ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ενδέκατος των ομωνύμων αυτοκρατόρων της Κωνσταντινουπόλεως, την πρωίαν της 29ης Μαΐου 1453, ημέραν της εβδομάδος Τρίτην, πεντηκοστή πέμτην ημέραν της πολιορκίας», αναφέρει ο Γάλλος ιστορικός Σλουμπερζέ.
Συμφώνως με τον Δούκα οι Τούρκοι ανεγνώρισαν τον νεκρό του βασιλέως από ταις ερυθρές εμβάδες του, τις διακεκοσμημένες με δικεφάλους αετούς. Το σώμα του γδάρθηκε, συνεχίζει ο Δούκας, και το δέρμα γεμισμένο με άχυρο, διαπομπεύθηκε. Ο Ενετός Μοντάλδος αναφέρει ότι η και η κεφαλή του αυτοκράτορα, η οποία βρέθηκε υπό δύο Τούρκων στρατιωτών και αναγνωρίστηκε υπό των Ελλήνων αιχμαλώτων, διαπομπεύθηκε σε όλη την οθωμανική αυτοκρατορία. Η τουρκική μικροψυχία, ακόμη και στη στιγμή της νίκης των, ήταν και είναι ενδεικτική της ποιότητος του πολιτισμού τους.
ΠΚ, ΑΘΗΝΑ
Πηγή: Himara.gr | Ειδήσεις απ' την Βόρειο Ήπειρο
Σχόλια