Ο Ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού και Αρχηγός του Μακεδονικού Αγώνα, Παύλος Μελάς, γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1870 στην Μασσαλία και σκοτώθηκε, προδομένος, από τους Τούρκους στις 13 Οκτωβρίου 1904. Έγινε σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα. Κοντά του έτρεξε και το δικό μας παλικάρι από το Βούρκο της Βορείου Ηπείρου, ο Θύμιος Λιώλης, ο οποίος πολέμησε δίπλα με τα αδέρφια του Μακεδόνες τρία χρόνια κατά των κομιτατζήδων Βουλγάρων.
Από το βιβλίο «Ο αγροφύλακας που έγινε θρύλος», παραθέτουμε το απόσπασμα που μιλάει για τον Θύμιο Λιώλη στην Μακεδονία, δίπλα στον Παύλο Μελά.
Κάθισε σ' ένα βράχο ο Θύμιος και έριξε το βλέμμα του πέρα στον ορίζοντα. Μπροστά ο απέραντος κάμπος του Βούρκου, γεμάτος δέντρα και ιτιές, πνιγμένος από τα νερά της Μπίστρισσας και του Καλεσιώτη. Τα χωριά, τριγύρω στις ραχούλες, αραδιασμένα, φαίνονταν σαν να ήταν έτοιμα να ρίξουν τον μεγάλο πασχαλινό χορό. Είχε πάρει να μουγκώσει και ο ήλιος βιαζόταν να δειπνήσει πίσω από τον Παντοκράτορα, ο λαιμός του οποίου είχε τυλιχτεί μ' ένα συννεφιασμένο κασκόλ.
«Όμορφα και πλούσια μέρη. Ο μισός κάμπος πνιγμένος κι ο άλλος μισός στα χέρια των μπέηδων και αγάδων. Οι καημένοι οι χωρικοί εργάζονται όλη την ημέρα και δε χορταίνουν με μπομπότα. Πότε θα δει ήλιο κι αυτός ο τόπος;» Ο Θύμιος ονειροπολούσε. Δεν κατάλαβε που τον καλούσαν για φαγητό. Αντάρτικη ομάδα και τα είχαν αναλάβει όλα μόνοι τους. Τις περισσότερες φορές τους φιλοξενούσαν οι χωρικοί, όπου κι αν πήγαιναν. Ήταν γι' αυτούς οι λυτρωτές τους και μοίραζαν ακόμα και την μπουκιά τους.
-Καπετάνιε, ήρθε ένας αγγελιοφόρος κι έφερε ένα γράμμα.
-Πείτε του να έρθει.
Πρόβαλε ένας νεαρός, που μόλις είχε ιδρώσει το μουστάκι στο κατάλευκο πρόσωπό του. Έβγαλε από τον κόρφο του ένα διπλωμένο χαρτί και το 'δωσε στον καπετάνιο.
-Μου το 'δωσαν στο Δέλβινο. Δεν ξέρω ποιος το στέλνει και ποιος το 'φερε.
Άνοιξε ο Θύμιος το γράμμα, του έριξε μια ματιά, είδε κάτω ένα όνομα και μια υπογραφή, αλλά δεν γνώριζε γραφή κι ανάγνωση. Φώναξε το Διαμαντή, του το 'δωσε κι εκείνος το διάβασε. Ο Χιμαριώτης οπλαρχηγός, Σπυρομήλιος, τον καλούσε να βοηθήσει στην υπεράσπιση των βορείων συνόρων της πατρίδας Ελλάδος, δίπλα στον Ανθυπολοχαγό του πυροβολικού, τον Μακεδονομάχο Παύλο Μελά.
Ανακοίνωσε το γράμμα σ' όλη την τσέτα ο Θύμιος και ζήτησε τη γνώμη τους.
«Να πας, καπετάνιε. Εκεί η Πατρίδα έχει μεγαλύτερη ανάγκη και σε χρειάζεται, του είπαν οι άντρες του. Εμείς θα συνεχίσουμε τον αγώνα. Να είσαι σίγουρος πως δεν θα σε ντροπιάσουμε».
-Καπετάνιε, μπορώ να 'ρθω μαζί σου; Ήταν το πρωτοπαλίκαρό του ο Βλάχος που τον παρακάλεσε.
-Και βέβαια μπορείς. Αν και κάποιος άλλος θέλει να 'ρθει μαζί μου θα είναι μεγάλη μου χαρά.
Την άλλη μέρα, έχοντας δίπλα του το Βλάχο, τον Βαγγέλη Γέννη και άλλους τρεις ακόμα, αφού χαιρετήθηκε με τους άλλους, ο καπετάν Θύμιος αποφάσισε να ξεχαστεί λίγο τ' όνομά του και να φύγει στη Μακεδονία. Από βουνό σε βουνό έφτασαν στα μακεδονικά βουνά της Σαμαρίνας, περίπου μέσα Σεπτεμβρίου 1904. Εκεί τον περίμενε ο Παύλος Μελάς. Οι Βούλγαροι κομιτατζήδες πλιατσικολογούσαν, χτυπούσαν μακεδονοχώρια, έκαιγαν σπίτια, βίαζαν γυναίκες, έκλεβαν, σκότωναν, έκαναν του κόσμου τις ατιμίες. Ο Παύλος Μελάς έδινε έναν τιτάνιο αγώνα και το όνομά του έγινε γνωστό σ' όλη την Ελλάδα. Εντάχθηκε και ο Θύμιος με τα παλικάρια του στο αντάρτικο σώμα του Μελά και όλοι μαζί άρχισαν μια έντονη δράση εξουδετερώνοντας τους κομιτατζήδες που τρομοκρατούσαν τα χωριά της περιοχής Βαγατσικού.
Ο Παύλος Μελάς, ένας άντρας λεβέντης, καλοσυνάτος, ψηλός, με ίσιο, σαν λαμπάδα, γεροδεμένο σώμα, με μεγάλο κομψό μουστάκι, με γλυκιά και διαπεραστική ματιά, με την στολή του να εφάρμοζε επάξια στο γυμνασμένο του σώμα, τον θαύμαζε και τον συγχάρηκε πολλές φορές: «Αν θα είχα μερικούς σαν κι εσένα, καπετάν Θύμιο, δεν θα έμενε κανένας Βούλγαρος κομιτατζής εδώ στην Μακεδονία μας».
Σε μια μάχη στη Στάτιστα, προδομένος ο Μελάς από κάποιον χαφιέ, περικυκλώθηκε μαζί με τους άντρες του στα σπίτια όπου είχαν οχυρωθεί, από τούρκικο απόσπασμα. Ο Θύμιος, με άλλους αντάρτες έκοβαν κεφάλια Βουλγάρων κομιτατζήδων σε μια άλλη περιοχή. Ο Μελάς, μαζί με τα παλικάρια του πολέμησαν παλικαρίσια με το λεφούσι των Τούρκων. Στην άνιση μάχη σκοτώθηκε ο Ανθυπολοχαγός και ενταφιάστηκε πρόχειρα από τους κατοίκους του χωριού. Όταν έμαθε το γεγονός ο καπετάν Θύμιος πικράθηκε. Πήραν το άψυχο σώμα του Παύλου Μελά και το ενταφίασαν στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής του Πισοδερίου.
Απτόητος ο καπετάν Θύμιος συνέχισε τον αγώνα κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Όπως τον γνώρισαν οι μπέηδες, οι αγάδες και οι Τουρκαλβανοί στην γενέτειρά του, τον γνώρισαν και οι Βούλγαροι κομιτατζήδες. Έγινε ο φόβος και ο τρόμος τους. Το τουφέκι του ήταν ασάλευτο και η κάθε σφαίρα κι έναν κομιτατζή. Την λεπίδα του μαχαιριού του χρειάστηκε να βάλει σε εφαρμογή κάμποσες φορές.
Σε κάποια μάχη ο Θύμιος τραυματίστηκε σοβαρά στο χέρι. Η βασίλισσα Όλγα, που άκουσε για την ανδρεία και τα κατορθώματά του έφθασε στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν. Το πρόσωπο τού Θύμιου, μαυριδερό από τον ήλιο και την καπνίλα της μάχης, έγινε κατακόκκινο, μόλις την αντίκρισε. Έκανε να σηκωθεί, αλλά το μαλακό χέρι της βασίλισσας τον γάντζωσε στο κρεβάτι του.
-Άκουσα για την παλικαριά σου. Σήμερα είδα πως αυτή αρμόζει και στην εμφάνισή σου, καπετάνιε. Δόξα τω Θεώ, που είσαι καλά!
-Σας ευχαριστώ πολύ, Μεγαλειοτάτη, που ήρθατε να με δείτε. Αυτή είναι μεγάλη τιμή για μένα.
-Τιμή είναι ν' αγωνίζεσαι και να θυσιάζεσαι για την Πατρίδα. Πώς είναι το χέρι σας;
-Μια σφαίρα, μου έκανε λίγη ζημιά, Μεγαλειότατη, θα περάσει.
Φώναξε η βασίλισσα το γιατρό και ενημερώθηκε για την κατάσταση του χεριού. Σαν ενημερώθηκε πως το κόκαλό του έγινε θρύψαλα και θα χρειαζόταν πολύ καιρός για να ξανα-πιαστεί, έδωσε εντολή να του το βάλουν από χρυσό.
-Κι αυτό δώρο από μένα. Ένα χρυσό χέρι χρειάζεται μια χρυσή πιστόλα, του είπε η βασίλισσα και του έβαλε πάνω στο γερό χέρι το δώρο της.
Με το χρυσό κόκαλο στο χέρι του και την χρυσαφένια πιστόλα ο Θύμιος έδωσε κι άλλες μάχες, κόβοντας το λαρύγγι πολλών κομιτατζήδων και το όνομά του έγινε θρύλος.
Τον λιάνιζε η νοσταλγία για τη γενέτειρα και τα παλικάρια του. Ύστερα από τρία χρόνια, αποφάσισε να επιστρέψει στα δικά του λημέρια. Οι δικοί του τον είχαν ανάγκη. Οι Τουρκαλβανοί κομιτατζήδες έκαιγαν και πλιατσικολογούσαν ό,τι πρόφταιναν.
Βαγγέλης Παπαχρήστος
Σχόλια