Σαν σήμερα, την 19η Νοεμβρίου 1964, ημέρα Πέμπτη, πριν ακριβώς από 60 χρόνια, το αλβανικό κομμουνιστικό καθεστώς εκτέλεσε στα Τίρανα τον Ευθύμιο Τάταρη (κατά κόσμο Τζήμο Τάταρη), μια από τις εμβληματικότερες φυσιογνωμίες της βορειοηπειρωτικής εκπαιδευτικής κοινότητας και προσωπικότητα ευρείας κοινωνικής αποδοχής.
Ο Ευθύμιος Τάταρης γεννήθηκε το 1911 στη Δρόβιανη, άντρο των εθνικοφρόνων, και κάτοικος Μπουλιαρατίου, όπου δίδασκε πριν τη σύλληψή του. Το 1931 αποφοίτησε το Διδασκαλείο Ιωαννίνων με άριστες επιδόσεις και την ίδια χρονιά διορίστηκε δάσκαλος στη Λεσνίτσα από την επιτροπή δημοτικής εκπαίδευσης Ιωαννίνων, όπου δίδαξε έως το 1942. Την επίμαχη περίοδο 1934-35 υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός του αλβανικού στρατού στα Τίρανα (όπως και άλλοι δάσκαλοι της εποχής, π.χ. ο Λευτέρης Τάλιος) εκπληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη στρατιωτική του θητεία. Για τον λόγο αυτό, τη διάρκεια της λευκής σχολικής αποχής (άλλως 'σχολικός αγώνας') ο Τάταρης δεν επιδεικνύει ιδιαίτερη πατριωτική δράση.
Ο ελληνομαθής Αλβανός Κολ Κότσι, επιθεωρητής της δημοτικής εκπαίδευσης Αργυροκάστρου, εμφανιζόμενος ως αδίστακτος ρεαλιστής στην παιδεία, σχολαστικός, άνθρωπος της λεπτομέρειας και του πολιτικού ορθολογισμού, στυγνός τεχνοκράτης, ο οποίος προσπαθούσε να προβληθεί ως αμερόληπτος και ουδέτερος, το μάτι της κυβέρνησης για όποια αλυτρωτική διολίσθηση του διδακτικού προσωπικού, το 1938 τον χαρακτηρίζει ως: «Διευθυντής [του σχολείου Λεσνίτσας], ελληνόφωνος εκ Δροβιάνης, 27 ετών. Τάς στρατιωτικός αυτού ύποχρεώσεις έχει εκπληρώσει ώς έφεδρος αξιωματικός. Την αλβανικήν γνωρίζει αρκούντως. Υπηρετεί εις το εν λόγω σχολείον συνεχώς επί διετίαν. Απόφοιτος Διδασκαλείου Ιωαννίνων το 1931.»
Ο Τάταρης υποδέχθηκε με ενθουσιασμό τον ελληνικό στρατό την περίοδο της ελληνικής εποποιίας του 1940-41. Κατά τη διάρκεια της κατοχής τήρησε ουδέτερη στάση, δεν συντάχθηκε ούτε με τους κομμουνιστές του βουρκάρη θορυβώδους «επαναστάτη» Λευτέρη Τάλιου, ούτε με τους εθνικόφρονές του χωριανού του μεγαλέμπορα Γεωργίου Ζώτου.
Μετά το 1945 χρημάτισε δάσκαλος, διαδοχικά, στα χωριά των Ριζών και της Δρόπολης: Κρα, Λεσνίτσα, Δέλβινο, Ζερβάτι και τελευταία στο Μπουλιαράτι, καταδεικνύοντας σπουδαία συνδρομή στην ελληνόγλωσση μαθητεία της Βορείου Ηπείρου.
Την 26η Ιουνίου 1963 κλιμάκιο υψηλόβαθμων στελεχών της ασφάλειας του Υπουργείου Εσωτερικών από τα Τίρανα συνέλαβε συγχρόνως τον Ευθύμιο Τάταρη στο Μπουλιαράτι, τον ιερέα Κώστα Βαγγέλη Μπόζδο (κατά κόσμον πάπα-Κώστα) στη Μονή της Πέπελης και τον δημοδιδάσκαλο Μιχάλη Αλέξη Γκιώκα στην Πέπελη, ενώ 8 μήνες πριν, την 28η Οκτωβρίου 1962, είχε συλληφθεί και ο Γιώργος Γρηγορίου Στόλης με το αξιόποινο της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης προς στάση στην υπηρεσία του ελληνικού μοναρχοφασισμού της ύψιστης προδοσίας και της ενέργειας ανατρεπτικής και αλυτρωτικής προπαγάνδας, όπως οροθετείτο στο Άρθρο 64 και 73/1 του Αλβανικού Ποινικού Κώδικα. Σιδηροδέσμιοι, οι τρεις συλληφθέντες οδηγήθηκαν την ίδια μέρα στα κρατητήρια των διαβόητων φυλακών Τιράνων 313 και την επόμενη, βάσει της σχηματισθείσας δικογραφίας, προσείχθησαν απολογούμενοι ενώπιον του ανακριτή.
Ο ανακριτής Χασίμ Μπεκτάσι άσκησε ποινική δίωξη και στις 27 Ιουνίου 1963 ανέθεσε στον διαβόητο για τη βιαιότητα ανακριτή Ιρφάν Σακίρι τη διεξαγωγή της τακτικής ανάκρισης. Στις 5 Ιουλίου 1963 στον Ευθύμιο Τάταρη κοινοποιήθηκε η κατηγορία της ύψιστης προδοσίας, κατά την έννοια του άρθρου 64 του ΠΚ, την οποία ο φερόμενος αρνήθηκε διαρρήδην.
Η ανάκριση του Μπόζδου ανατέθηκε στον επίσης σκληρό ανακριτή Σταύρι Τζάρα (είχε ανακρίνει με ιδιαίτερη βαναυσότητα τον Νίκο Ακριβογιάννη) με τη σύμπραξη του Νίκου Μπάρτζου, ο οποίος χρίστηκε διερμηνέας καθ' όλη τη διάρκεια της ανακριτικής απολογίας των Μπόζδου και Γκιώκα (ο Μπόζδος, μάλιστα, υπέγραφε ελληνικά, μη γνωρίζων την αλβανική). Η βασική κατηγορία που του αποδιδόταν ήταν η συνεργασία με τον φυγά συγγενή του εξ αγχιστείας Λευτέρη Γκουβέλη (ο Γκουβέλης είχε νυμφευτεί την αδερφή του Τάταρη, ενώ ο ίδιος ήταν άγαμος), ο οποίος χρημάτισε επί μακρόν γραμματέας του Βορειοηπειρωτικού Συλλόγου των Ιωαννίνων (αποτελούμενος διαρκή στόχο και υπό στενή παρακολούθηση της αλβανικής ασφάλειας) και έναν εκ των συγγραφέων του περίφημου βιβλίου: Λευτέρη Γκουβέλη – Γιάννη Παππά, «Άγνωστες ιστορικές στιγμές από το δράμα της Β. Ηπείρου», Γιάννενα 1986, ως αντίβαρο του επίσης περιώνυμου βιβλίου των Μιλτ. Κυργιάννη – Παναγ. Παπαδημητρίου, «Η αντιφασιστική οργάνωση της ελληνικής μειονότητα της Αλβανίας: πολιτική, στρατιωτική (1943-1944)» Δωδώνη: Αθήνα, 1982.
Η κατηγορία βασίστηκε σε εξ ακοής μαρτυρία ενός μελλοθάνατου, καταδικασθέντος για πολιτικά αδικήματα, και σε διακινούμενες (από την ίδια την αλβανική ασφάλεια) φήμες, τις οποίες ο Τάταρης αποδόμησε καρτερικά κατά το διάστημα της απολογίας του ενώπιο του ανακριτή. Σύμφωνα με τη «μαρτυρία» αυτή ο Τάταρης είχε συναντηθεί στη Δρόβιανη δις με τον κουνιάδο του τον μήνα Ιούνιο (1959 και 1960) μετά τη λήξη του σχολικού έτους. Στις συναντήσεις αυτές ο Γκουβέλης τού ανέθεσε συγκεκριμένες αποστολές, ενώ ο Τάταρης, με τη σειρά του, του ενεχείρισε απόρρητες στρατιωτικές και οικονομικές πληροφορίες που έθεταν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια της χώρας. Από τις έρευνες και μελέτες, όμως, δεν προκύπτει ότι ο Γκουβέλης είχε αναλάβει (και) αποστολές συνδέσμου και καταδρομέα στα χωριά της Βορείου Ηπείρου, αλλά και εάν υπήρξαν τέτοιες η συνάντηση με τον Τάταρη δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Μάλιστα, σε ένα ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο ψυχροπολεμικής οξύτητας η μυστική δράση της Ελλάδας κατά της Αλβανίας μετά το 1960 [(ρήξη με τη Σοβιετική Ένωση, και το αμερικανικό δόγμα hands off Albania (μακριά τα χέρια από την Αλβανία)] καταδείκνυε καθίζηση. Μεμονωμένες και αυτόβουλες δράσεις κάποιων απόστρατων αξιωματικών και πρόχειρες ενέργειες συλλόγων αποτράπηκαν από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο Καραμανλή εν τη γενέσει τους μετά την επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον και τη συζήτηση με τον Κένενετι για το ζήτημα της Αλβανίας τον Απρίλιο 1961. Λίγα χρόνια μετά, η ελληνική κυβέρνηση των στρατιωτικών κατήργησε τελείως (και) τα βορειοηπειρωτικά σωματεία.
Παράλληλα, στα Τίρανα διεξαγόταν η ανακριτική εξέταση του Αναστάση Μιχαήλ Μάρη. Ο Μάρης, ως σύνδεσμος του Βορειοηπειρωτικού Συλλόγου Ιωαννίνων με συνεργάτες στα ελληνόφωνα χωριά είχε εισέλθει στην Αλβανία στις 25 Οκτωβρίου 1963 και την ίδια μέρα συνελήφθη (sic!). Κατηγορείτο για τρομοκρατική δράση και συγκεκριμένα για την ανατίναξη του Λαϊκού Καταστήματος (MAPO) στα Βρυσερά στις 22 Ιανουαρίου 1961, με τοποθέτηση εκκριτικής ύλης (5 χγρ. ΤΝΤ τρινιτροτολουόλιο), αλλά μόνον με ελάχιστες υλικές ζημιές και χωρίς ανθρώπινα θύματα.
Η περίεργη υπόθεση της «τρομοκρατικής ενέργειας», αποδιδόμενη στον Μάρη δεν εξιχνιάστηκε ποτέ, όπως και η υπόθεση της πυρπόλησης των στάβλων των αγελάδων στου Κρα την ίδια περίοδο. Αρχικά, η ανατίναξη αποδόθηκε σε έλληνα καταδρομέα, σύμφωνα με φήμες πληροφοριοδοτών από την Ελλάδα και μετά στον Μάρη. Δεν αποκλείεται, όμως, να ήταν προβοκάτσια της ίδιας της αλβανικής ασφάλειας, ως αφορμή για το πογκρόμ συλλήψεων και εκτελέσεων βορειοηπειρωτών δημοδιδασκάλων που ακολούθησαν αμέσως μετά.
Ο Μάρης στις 18 Μαρτίου 1963 (μετά από πέντε μήνες ανακριτικής απολογίας) καταδικάσθηκε σε θάνατο διά απαγχονισμού. Η αλβανική ασφάλεια προσπάθησε να συσχετίσει τις δύο υποθέσεις (Τάταρη και Μάρη), αλλά δεν υπήρχε καμιά αποδεικτική βάση. Παρόλα αυτά, στις 25 Μαρτίου 1964, μια εβδομάδα μετά τη θανατική καταδίκη κι ενώ φυλασσόταν ως μελλοθάνατος στις διαβόητες φυλακές των Τιράνων 313, ο Μάρης κλήθηκε σε κατ' αντιπαράσταση εξέταση με την Τάταρη. Η αντιπαράθεση ήταν γελοία, καθώς οι δύο αντιπαρατιθέμενοι δεν γνώριζαν αλλήλους. Ο Τάταρης απέρριψε το περιεχόμενο της μαρτυρίας. Δυο μέρες αργότερα, παρ' όλη την καθ' υπαγόρευση μαρτυρία κατά του Τάρατη (προφανώς με υποσχετικά ανταλλάγματα για τη ζωή του) ο Μάρης οδηγήθηκε στην αγχόνη και η σωρός του εκτέθηκε σε δημόσια θεά στα Βρυσερά, στις 27 Μαρτίου 1964 με σκοπό τον τρομοκρατικό παραδειγματισμό της τοπικής ελληνόφωνης και ειρηνόφιλης κοινωνίας. Οι σκηνές με τους ανυποψίαστους περαστικούς να αντικρίζουν τον μικρόσωμο «μυστακοφόρο τρομοκράτη» απαγχονισμένο ήταν αποκρουστικές. Θύμισαν τις βίαιες εκτελέσεις των δωσίλογων με τα ακρωτηριασμένα σκέλη το 1944-1946, ανασκολοπισμένους σε πασσάλους.
Ο ανακρινόμενος Ευθύμιος Τάταρης εξακολουθούσε να προβάλει καθολική άρνηση καθ' όλη την ανακριτική διαδικασία, παραδεχόμενος μόνον την ενέργεια της διεισδυτικής αντικαθεστωτικής προπαγάνδας, εάν θα μπορούσε να οροθετηθεί ως τέτοια η ανέμελη κουβέντα μεταξύ ολίγων φίλων στα καφενεία με περισσή δόση ειρωνείας και σαρκασμού. Γι αυτό υπέστη κτηνώδεις βασανισμούς με αποτέλεσμα τον σοβαρό κλονισμό της ψυχικής του υγείας.
Εξ αιτίας των βασανισμών, μετά από τέσσερις μήνες οδυνηρής δοκιμασίας και ολονύκτιας σκληρής ανάκρισης, στις 30 Οκτωβρίου 1963, ο ανακριτής ανέστειλε τις ανακριτικές ενέργειες και διέταξε την εισαγωγή του ανακρινόμενου στη Β' Ψυχιατρική Κλινική των Τιράνων. Ο Τάταρης βρισκόταν σε κατάσταση σχεδόν σχιζοφρένειας.
Στο νοσοκομείο παρέμεινε νοσηλευόμενος επί σχεδόν 6 μήνες, έως τις 12 Απριλίου 1964. Μια μέρα μετά την εξαγωγή του, ο ανακριτής της υπόθεσης αποφάσισε την επανέναρξη της ανακριτικής απολογίας. Όμως, και πάλι, μετά από 20 μέρες, την 2η Μαΐου 1964 αναγκάστηκε να αναστείλει εκ νέου την ανακριτική διαδικασία και ο Τάταρης οδηγήθηκε για δεύτερη φορά στο ψυχιατρείο με έντονες ψυχικές διαταραχές, ασυναρτησίες σκέψης και έκφρασης, γελούσε και έκλαιγε αναίτια, αντίφασκε, αρνείτο να ξεντυθεί και να λάβει νοσηλεία, διατεινόμενος ότι δεν ήταν ψυχικά ασθενής. Εμφανιζόταν φοβικός και παραληρηματικός και δήλωνε ότι κάποια στιγμή θα τον δηλητηριάσουν γι αυτό αρνείτο τη σίτιση. Δήλωνε ότι αγαπούσε τη ζωή και ζητούσε απεγνωσμένα από τους γιατρούς να τον σώσουν από τον θάνατο. Αντιμετώπιζε ενίοτε προκλητικά το ιατρικό προσωπικό, αλλά εν τέλει λάμβανε αγόγγυστα τη φαρμακευτική αγωγή. Εκδήλωνε αναγκαστική ψυχοκινητική ανησυχία. Τελικά, εξήχθη χωρίς να σταθεροποιηθεί ψυχικά και η ανακριτική διαδικασία συνέχισε με διαγνωσμένη αντιδραστική διαταραχή.
Έστω και έτσι, στις 10 Σεπτεμβρίου 1964 ο ανακριτής της υπόθεσης Ιρφάν Σακίρι αποφάσισε το τυπικό πέρας της κύριας ανάκρισης, διαβίβασε το ανακριτικό υλικό και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Ανώτατου Στρατοδικείου των Τιράνων.
Όλη η δικογραφία καταδεικνύει την άκαμπτη και αγέρωχη στάση του Ευθύμιου Τάταρη, ο οποίος στην ανάκριση και στη δίκη αντέταξε σθεναρή απόρριψη στις έωλες κατηγορίες και δεν πίστεψε σε κίβδηλες υποσχέσεις και δόλια ανταλλάγματα, δεν ενοχοποίησε και δεν κατηγόρησε κανένα με συνέπεια την απώλεια της ψυχικής του υγείας και εν τέλει τη θανατική καταδίκη. Όσο του επέτρεπαν τα στενά περιθώρια του απάνθρωπου εγκλεισμού, υπέμενε με στωικότητα τη δίκη και το εκτελεστικό απόσπασμα, επιστρατεύοντας όσα ψυχικά αποθέματα του είχαν απομείνει, επιδεικνύοντας την προσωπική αξιοπρέπεια, τη βαθιά πίστη στον εαυτό του και κρατώντας αδαμάντινη την ηθική του συγκρότηση. Δεν δέχθηκε μεθοδεύσεις να αλλάξει τη μοίρα του και ούτε προφανώς αντίτιμα, δεν διαπραγματεύθηκε, δεν δέχθηκε να υπογράψει δηλώσεις μετανοίας ή να διαλαλήσει μεταστροφές και ύποπτες συνεργασίες με τους δήμιους που θα απαξίωναν τον εγωισμό του και θα νόθευαν το αδούλωτο φρόνημά του.
Στις 29 Σεπτεμβρίου, αποκτηνωμένος, με εμφανή την νευρική, συναισθηματική και ψυχική κατάπτωση, ύστερα από 15 μήνες οδυνών και εξαντλητικών ανακρίσεων, ο Ευθύμιος Τάταρης και οι τρεις συγκατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν σε δίκη ενώπιο του Στρατιωτικού Δικαστηρίου των Τιράνων. Εισαγγελέας της έδρας ορίστηκε ο περιβόητος Σωτήρ Κυριάκη (Γενικός Αντεισαγγελέας του Κράτους) και προεδρεύων ο Ηρακλή Μπόζο (Αντιπρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου). Στις 30 Σεπτεμβρίου 1964 βάσει της απόφασης 3/30.9.1964 το Ανώτατο Δικαστήριο τον καταδίκασε σε θάνατο διά τουφεκισμού. Την ίδια μέρα υπέβαλε αίτηση απονομής χάριτος ενώπιο της Προεδρείας της Λαϊκής Βουλής, μα στις 14 Νοεμβρίου 1964 η αίτησή του απορρίφθηκε. Εκτελέστηκε πέντε μέρες αργότερα, την 19η Νοεμβρίου 1964, στα Τίρανα.
Τα τελευταία λόγια και η επιθυμία του ήταν: «Δεν πίστευα ότι θα έφτανε μέχρι εδώ, η επικράτηση του σοσιαλισμού στην Αλβανία και σε όλο τον κόσμο.»
Σε λίγες μέρες η Αλβανία θα γιόρταζε τον ιωβηλαίο των 20 χρόνων από την απελευθέρωσή της, την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την επιβολή της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο μαινόμενος αλλά χειραγωγούμενος όχλος θα ξεχύνονταν στους δρόμους επευφημώντας την καθεστηκυία τάξη και αλαλάζοντας: Οι προδότες στην αγχόνη! Εάν δεν γνώριζε κάποιος την πραγματικότητα εκ των έσω και τον εκβιαστικό προσηλυτισμό στα υπαίθρια εντευκτήρια των αγροτικών συνεταιρισμών, θα πίστευε ότι οι κομμουνιστές της Αλβανίας είχαν καταφέρει το ακατόρθωτο: ο μαρξισμός αποκτούσε τον δογματισμό της θρησκευτικής πίστης.
Η ογκώδης δικογραφία –ανερχόμενη σε περίπου 800 σελίδες, ο αριθμός των πληροφοριοδοτών, συνεργατών της ασφάλειας, μαρτύρων και εμπλεκομένων υπερβαίνων τους 70–, είναι εμφανώς διαβλητή και το αποδεικτικό υλικό διάτρητο. Ό,τι επικαλέστηκε ως μαρτυρία η ανάκριση και η έδρα –τα μουδιασμένα ψελλίσματα των αμήχανων μαρτύρων– δεν ήταν παρά έωλες και φαιδρές επινοήσεις και χοντροκομμένες αστειότητες. Σαφώς, κανείς δεν περίμενε την απονομή αδελέαστης δικαιοσύνης, αλλά ούτε την κραυγαλέα και προκλητική παραβίαση των θεμελιωδών τύπων της δικονομίας, της εθιμοταξίας και των χρηστών ηθών.
Η βασική, ωστόσο, αντίφαση της δικογραφίας είναι η εξής: Η υποτιθέμενη κατ' αντιπαράσταση εξέταση Τάταρη-Μάρη, η οποία έλαβε χώρα την 25η Μαρτίου 1964 και παρήγαγε τη βασική μαρτυρία που στοιχειοθέτησε την κατηγορία της προδοσίας πώς πραγματοποιήθηκε; Το εξιτήριο του ασθενούς αναφέρει ως ημερομηνία εισαγωγής στο ψυχιατρείο την 30η Οκτωβρίου 1963 και ημέρα εξαγωγής τη 12η Απριλίου 1964. Συνεπώς, ο κατηγορούμενος ανακρίθηκε ως νοσηλευμένος με ψυχικές διαταραχές; Πού; Είχε σώας τα φρένας την ώρα της εξέτασης; Ή μήπως η ανακριτική πράξη είναι πλαστογραφημένη; Φαίνεται ότι τα βασανιστικά αυτά ερωτήματα θα μείνουν διαχρονικά αναπάντητα, όπως όλα τα ερωτηματικά στις δίκες των απροστάτευτων Βορειοηπειρωτών και ιδίως των δημοδιδασκάλων (πρωτεύων στόχος της αλβανικής ασφάλειας) οι οποίοι, αφού απαξιώθηκαν ηθικά διά της δημόσιας διαπόμπευσης ως φορείς αλυτρωτικών τίτλων με χαλκευμένες πληροφορίες από εθελοντές –ασφαλείς και επισφαλείς– πληροφοριοδότες ή συνεργάτες διά της μισθοφορικής στρατολογίας και παγιδευμένες σκηνές για την προσωπική τους ζωή, εξοντώθηκαν και βιολογικά στα σκοτεινά λαγούμια της αλβανικής κομμουνιστικής δικαιοσύνης.
Το 1964 στην Αλβανία εκτελέστηκαν για πολιτικά αξιόποινα αδικήματα 7 καταδικασθέντες, εκ των οποίων οι 4 ήταν Βορειοηπειρώτες.
Σταύρος Γ. Ντάγιος
Διδάκτορας Ιστορίας ΑΠΘ
Σχόλια