Το ημερολόγιο γράφει 12 Δεκεμβρίου 1994 και η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Αγίου Σπυρίδωνα. Στα Ιωάννινα πρωτεύουσα της Ηπείρου, το πρωινό είναι παγερό. Τη λίμνη Παμβώτιδα σκεπάζει πυκνή ομίχλη. Το τοπίο γενικά μελαγχολικό.
Η πόλη ξυπνάει σιγά - σιγά από τον βραδινό ύπνο της. Οι δείκτες του εντοιχισμένου ρολογιού στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων δείχνουν επτά παρά είκοσι πέντε. Αυτή ακριβώς την ώρα, παύει να χτυπά η γλυκιά καρδιά του Σεβαστιανού, Μητροπολίτου Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης, ο οποίος ενταφιάστηκε σε μια γωνιά της Μονής Μολυβδοσκεπάστου στις 14 Δεκεμβρίου 1994.
Τα καθάρια μάτια του σφαλίζουν. Παύουν να αντικρίζουν τους φτωχούς και περιφρονημένους. Τα σεμνά χέρια του παύουν να υψώνονται ικετευτικά, παρακαλώντας τον Θεό για τους αγαπημένους του Έλληνες της Βορείου Ηπείρου. Η ευθαρσής γλώσσα του παύει να μολογάει το δίκαιο των αδικημένων. Ο ξάστερος νους του παύει να συλλαμβάνει τους καημούς και τους πόθους των ταλαιπωρημένων. Ο σεπτός Σεβαστιανός παύει να υπάρχει στη γη. Περνάει από τον χειμώνα των βασάνων στην άνοιξη της αιωνιότητας, Στην ωραιότητα του παραδείσου.
Πρώτο μέλημα των ανθρώπων του περιβάλλοντός του ήταν να τον περιποιηθούν, να τον ντύσουν, δηλαδή, με ρούχα και άμφια. Τους περιμένει, όμως, μια απροσδόκητη έκπληξη. Δεν είχε καινούργιο παντελόνι, εκτός από κάποια μπαλωμένα, που βέβαια τα διατηρούσε πεντακάθαρα. Αναγκάζονται, έτσι, να αγοράσουν ένα παντελόνι.
Την ημέρα της κηδείας του υπήρχε διάχυτη η αίσθηση ότι αν και κοιμήθηκε, δεν κοιμήθηκε! Αυτή η αίσθηση, επιβεβαιώθηκε και από τον ιατροδικαστή, που έκανε την ταρίχευση του σκηνώματός του, όταν είπε σε στενό συνεργάτη του αλησμόνητου Σεβαστιανού: «Εμείς συνήθως αφαιρούμε τα σπλάγχνα. Επειδή, όμως, είναι ο Σεβαστιανός, που εγώ τον βλέπω σαν άγιο, δεν θα του τα αφαιρέσουμε».
Αυτή η αίσθηση υπήρξε και κατά το λαϊκό προσκύνημα, όπου εκτέθηκε η σορός του, στο μητροπολιτικό ναό Ιωαννίνων. Άνθρωποι κάθε τάξης και ηλικίας, και κυρίως νέοι, αποδίδουν τον τελευταίο ασπασμό στον Σεβαστιανό. Προσέρχεται και μια ομάδα αγοριών με σκουλαρίκια στα πρόσωπά τους και με σχισμένα στα γόνατα παντελόνια. Οι παριστάμενοι νιώθουν αρχικά αμηχανία από την παρουσία τους. Βλέπουν, όμως, ότι οι νεαροί πλησιάζουν με δέος, συστολή και οδύνη το λείψανο του Σεβαστιανού και το ασπάζονται ευλαβώς. Καταλαβαίνουν, έτσι, ότι ο όντως άγιος Επίσκοπος δοξάζει την Εκκλησία. Ότι η ζεστασιά του -τι και αν είναι νεκρός- επισυνάγει κοντά του όλους χωρίς να τους πνίγει, ότι η πατρότητά του αγγίζει και τους φαινομενικά περιθωριακούς.
Αυτή η αίσθηση φανερώνεται και από το απόγευμα της 27ης Αυγούστου του 1994, λίγους μήνες πριν ταξιδέψει προς τον ουρανό, όταν ο εξασθενημένος από την ανίατη αρρώστια Επίσκοπος προαισθάνεται ότι "ταχινή" θα είναι η έξοδός του από τον χρόνο. Νιώθει πια σίγουρος πως το χρονικό σημείο που θα φτερουγίσει προς τον ουρανό, πλησιάζει. Γι' αυτό κάθεται και γράφει τη διαθήκη του. Μια διαθήκη γεμάτη υποθήκες. Με σταθερό χέρι χαράσσει στο χαρτί την ευγνωμοσύνη του, τη συμβουλή του, τη συγγνώμη του, την πτωχεία του, την προσευχή του.
Χαρακτηριστικά και αποκαλυπτικά τα παρακάτω λόγια του: «Ζητῶ, τώρα, συγγνώμην ἀπό ὅλους, ὅσους ἐλύπησα ἡ ἐπίκρανα καθ' οἱονδήποτε τρόπον. Παρέχω δέ καί ἐγώ τήν ἐξ ὅλης ψυχῆς καί καρδίας μου συγχώρησιν εἰς ὅσους, ἄθελά τους, μέ ἐλύπησαν καί μάλιστα ἐξ αἰτίας τοῦ ἐθνικοῦ θέματος τῆς Β. Ἠπείρου. Τώρα, ἀσφαλῶς, ὅπως ἐξελίχθησαν τά πράγματα, ὅλοι, ὑποθέτω, θά ἀντελήφθησαν τήν ἁγνότητα τῶν προθέσεών μου.
Περιουσιακά στοιχεῖα: Περιουσίαν ἀτομικήν κινητήν ἤ ἀκίνητον δέν ἔχω νά ἀφήσω. Οὔτε ἐκληρονόμησα, οὔτε ἀπέκτησα μέ τήν Ἱερωσύνην μου. 'Ο,τι χρήματα εὑρεθοῦν εἰς τό γραφεῖον μου, γνωρίζουν οἱ στενοί μου συνεργᾶται, ὅτι ἀνήκουν εἰς φιλανθρωπικούς σκοπούς».
Μέσα στη Δωρική ψυχή του Σεβαστιανού, συγκεντρώνονται ζωτική παράδοση και αρετή, θεωρία και πράξη, πνευματικότητα και ταπεινότητα σ' ένα αδιαίρετο και αδιάσπαστο βουλητικό ψυχικό παλμό.
π. Ηλίας Μάκος
Πρωινός Λόγος
Σχόλια