Στις παρακάτω γραμμές θα διαβάσετε ένα αυτοβιογραφικό απόσπασμα από το βιβλίο «Όμορφη γη, άσχημοι άνθρωποι» (Tokë e bukur, njerëz të shëmtuar) ενός πρώην διωκόμενου του χοτζικού καθεστώτος στην Αλβανία, Κασέμ Χότζα (Kasem Hoxha).
Με καταγωγή από το χωριό Μαρκάτι των Αγίων Σαράντα, ο Κασέμ, μετά από δέκα χρόνια σκληρών βασανισμών και φυλακής στα κομμουνιστικά κάτεργα της Αλβανίας, δραπέτευσε από την φυλακή του Σπατς, έπειτα κατάφερε να διαφύγει στην Ελλάδα, όπου και παρέμεινε για ένα διάστημα στο Λαύριο. Το 1988 παντρεύεται στην Ελλάδα με Ελληνίδα σύζυγο και μετά, αφού κατάφερε να λάβει πολιτικό Άσυλο στις ΗΠΑ, εγκαθίσταται εκεί όπου και δημιουργεί την οικογένειά του.
Σε ένα από τα πολλά του σημειώματα, αναφέρει ένα συγκλονιστικό περιστατικό που έζησε μαζί με έναν συγκρατούμενό του από την Δερβιτσάνη, με το όνομα Τέλης, (αναφορά στον γνωστό Δερβιτσιώτη αντιστασιακό του καθεστώτος Χότζα, Αριστοτέλη Ξέρα) ο οποίος και βασανίζονταν άγρια από τα όργανα του καθεστώτος στην φυλακή του Σπατς.
Ακολουθεί το περιστατικό σε απλή μετάφραση, προσπαθώντας να διατηρηθεί το νόημα από το πρωτότυπο αλβανικό κείμενο:
«Σηκώθηκα και πήρα τον φίλο μου στα χέρια, σφαγιασμένο, ξαπλωμένο επάνω σε μία κουβέρτα. Του μίλησα αλλά αυτός ήταν αναίσθητος. Δεν είχα ποιον να ειδοποιήσω, γιατί όλες του τις σάρκες τις είχε πληγωμένες και μαυρισμένες από τα χτυπήματα.
Άραγε να γνώριζαν οι μανάδες μας τι περνούσαν τα παιδιά τους, που είχαν μεγαλώσει με δυστυχία και μόχθο; Άραγε γνώριζε ο κόσμος τι συνέβαινε επάνω στην γη που ονόμαζε τον εαυτό της σοσιαλιστή, ένας Ενβέρ και ένα κόμμα που έδιναν «μαθήματα ελευθερίας» στο παγκόσμιο προλεταριάτο;
Αυτή είναι η ελευθερία, αυτή είναι η δημοκρατία, αυτός είναι ο ανθρωπισμός;
Θέρμανα τις σάρκες του με την αναπνοή, τρίβοντάς τες για ώρες ολόκληρες, έως ότου συνήλθε. Ο Τέλης μισοάνοιξε τα μάτια του και μου έριξε μια γλυκιά ματιά. Αυτό το βλέμμα, φαίνονταν σαν να εξέφραζε την ευχαριστία του για την φροντίδα και την υπηρεσία που του έκανα εκείνη την τραγική στιγμή.
Ο Τέλης κουνήθηκε λίγο και ένα μεγάλο βογκητό βγήκε από το στήθος του.
-«Τέλη», του είπα σιγανά επάνω από το κεφάλι του, «φίλε μου, αδερφέ μου, με τον οποίο έζησα τις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μου».
Ο Τέλης μου είπε: «Κάσο, έτσι δεν θέλω να ζήσω πια» και ξεκίνησε την απεργία πείνας.
-«Κάσο», μου απάντησε, σαν να του μίλησε ο Θεός. «Κάσο, σε ευχαριστώ πολύ!
-«Όχι Τέλη, κουράγιο αδερφέ, μην αφήνεις τον εαυτό σου, εσύ είσαι 24 ετών, η ζωή σου είναι μπροστά», προσπαθούσα να του έδινα κουράγιο.
-«Όχι αδερφέ, δεν αντέχετε, εγώ θέλω να πεθάνω, θέλω να προσφέρω ηρεμία στην ψυχή και στα οστά μου, δεν έχω δυνάμεις και καταλαβαίνω πως θα πεθάνω!»
Ήταν αδύνατο να τον απελευθερώσω από αυτήν την απαισιοδοξία που είχε κυριεύσει την ύπαρξή του. Ήταν αδύνατο. Ο Τέλης το είχε αποφασίσει.
Ο Τέλης δεν δέχτηκε να φάει ψωμί, κάνοντας απεργία πείνας στο κελί! Δεν υπήρχε πιο τρομακτικό πράγμα από το να βλέπεις ένα 24χρονο αγόρι να πεθαίνει;! Πέρασαν δύο μέρες, πέρασαν πέντε μέρες και την έβδομη ημέρα ο Έλεγχος της Φυλακής τον έβγαλε από το κελί.
Δεν ξέρω πως να πήγε η κατάσταση κατά την διάρκεια αυτών των ημερών που εγώ συνέχιζα να ήμουνα στο κελί;! Όταν βγήκα μετά από ένα μήνα, εγώ είχα μεταβληθεί σε ένα φάντασμα, αλλά με δυνατή ψυχή, βρήκα τον Τέλη στο προαύλιο της φυλακής, να περπατά στα τέσσερα (κυριολεκτικά), εντελώς γυμνός! Πλησίασα, του έπιασα τον ώμο, τον σήκωσα και τον ρώτησα γιατί έπραττε έτσι!
«Εγώ δεν θέλω να είμαι πια άνθρωπος», μου απάντησε. Εάν οι αστυνομικοί είναι άνθρωποι, ούτε όπως ντύνονται αυτοί δεν θέλω, αλλά εάν όντως αυτοί είναι άνθρωποι, εγώ θα το δεχτώ πως είμαι καλύτερα ένα ζώο και ως ζώο θα κάθομαι και θα περπατώ» και συνέχισε να περπατά με τον ίδιο τρόπο στην αυλή.
Κανένας ελαφρόμυαλος φυλακισμένος γελούσε, μη καταλαβαίνοντας το νόημα της πράξης αυτού του «μεγάλου» ανθρώπου!
Μόλις οι αστυνομικοί κατάλαβαν πως ένας φυλακισμένος τους περιπαίζει και προσβάλλει το σύστημα, ήρθανε τρέχοντας και χύμηξαν επάνω στο γυμνό του σώμα με ένα μαύρο καμτσίκι, σέρνοντάς τον, τον έβαλαν ξανά μέσα στο κελί. Αλλά ο κομισάριος τον ονόμασε τρελό και διέταξε να τον απελευθερώσουν.
Ο Τέλης ήρθε στο δωμάτιο χτυπημένος, κουρασμένος, πεινασμένος, χωρίς καμία ελπίδα και ξάπλωσε στο κρεβάτι, όπου υπήρχε ένα σκισμένο αχυρένιο στρώμα.
Το μεσημέρι τον παρακάλεσα να έρθει να φάει λίγο ψωμί και μετά από τα πολλά μου παρακάλια, ο Τέλης γέλασε και είπε:
-«Ευχαριστώ Κάσο. Εγώ έχω κάνει τους λογαριασμούς! Μέχρι να κατέβω τον όροφο και να πάω στο μαγειρείο και να ξανά ανέβω στον τρίτο όροφο, δεν άξιζε, γιατί αυτή η κούραση θα ξόδευε 500 – 800 θερμίδες. Αλλά εάν εγώ φάω 200 γραμμάρια ψωμί, δεν κάνουν ούτε 300 – 400 θερμίδες! Και να φας και να μην φας, αφού για να πεθάνεις είναι. Καλύτερα να μην φας καθόλου, για να πεθάνεις πιο γρήγορα, παρά αυτό το βάσανο!»
Όσο κι αν τον παρακαλέσαμε εγώ και οι φίλοι του, αυτός είχε αποφασίσει να πεθάνει. Το Κομάντο της Φυλακής όταν τον είδε πως θα πέθαινε, τον πήρε δήθεν πως θα τον πάει στο νοσοκομείο και τελικά τον άφησε στην φυλακή των Τιράνων. Τον Τέλη τον ξάπλωσαν ημιθανή σε μια γωνιά όπου ήταν γεμάτο φυλακισμένους. Ο Τέλης δεν σηκώνονταν, ούτε για να φάει, ούτε για να πάει προς νερού του, ούτε για αερισμό, αλλά σκεπασμένος με μια κουβέρτα από τα πόδια μέχρι το κεφάλι, περίμενε τον τελευταίο παλμό της καρδιάς του.
Ένας άνθρωπος που κοιμόταν κοντά του, τον είδε πως για πάνω από 20 ώρες δεν κουνιόταν καθόλου! Πλησίασε, τον ξεσκέπασε και τρομοκρατήθηκε, όταν είδε το πρόσωπό του χωρίς αίμα και τα μάτια αιώνια κλειστά. Είχε παγώσει!
Οι φυλακισμένοι πλησίασαν και δάκρυσαν μπροστά σε αυτό το δράμα!
Ένας από τους φυλακισμένους ενημέρωσε τους αστυνομικούς, οι οποίοι και πήρανε την σορό του με μια κουβέρτα, για τον τάφο του, ο οποίος κανείς δεν ήξερε που θα ήταν!
Ο Αριστοτέλης Ξέρρας, υπήρξε μία από τις σημαντικότερες βορειοηπειρωτικές μορφές αντίστασης κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία, ο οποίος θυσιάστηκε για τον ελληνισμό και τα δημοκρατικά του αισθήματα, με έναν τρόπο σκληρό, μα που μέχρι και σήμερα αντανακλά την σκληρή πραγματικότητα εκείνης της σκοτεινής εποχής.
Ο Χρονογράφος
Σχόλια