Κοσσυφοπέδιο: Μια ακόμη ανοιχτή πληγή των Βαλκανίων

Κοσσυφοπέδιο: Μια ακόμη ανοιχτή πληγή των Βαλκανίων

Οι πρόσφατες δραματικές εξελίξεις στο Κόσοβο και τα επαπειλούμενα τύμπανα πολέμου που ηχούν πλέον δίπλα μας, έφεραν και πάλι στην επικαιρότητα την μεγαλύτερη ανοιχτή πληγή των Βαλκανίων.

Η Ευρώπη, αλλά και οι γύρω χώρες, είχαν τοποθετήσει κάτω από το χαλί ένα ζήτημα που δικαιολογεί τον τίτλο που είχε δοθεί στην περιοχή πριν από έναν αιώνα, «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης».

Μ’ έναν πόλεμο να μαίνεται ήδη στην ήπειρό μας, το τελευταίο που θέλει η Ευρώπη είναι ένα δεύτερο μέτωπο. Σε μια περιοχή, μάλιστα, όπου τα σύνορα των κρατών μπήκαν στους πολιτικούς χάρτες πριν 30 χρόνια, άρα πολλοί το θεωρούν σχετικά εύκολο να τα αλλάξουν.

Από την άλλη, το ζήτημα είναι πολύ περίπλοκο. Το Κόσοβο μπορεί μεν να αναγνωρίζεται από 99 χώρες-μέλη του ΟΗΕ ως ανεξάρτητο κράτος (συμπεριλαμβανομένων των 22 από τα 27 μέλη της Ε.Ε.), ωστόσο δεν μπορεί να γίνει μέλος του Οργανισμού, άρα και να ολοκληρώσει τη διεθνή του παρουσία. Η Σερβία θεωρεί τον τόπο αυτόν ιερό για την ιστορία της και δεν παύει να ξεκαθαρίζει παντού και πάντα ότι «ποτέ δεν θα συμφωνήσει» στην ανεξαρτησία του κρατιδίου, το οποίο πριν από λίγες μέρες κατέθεσε επίσημο αίτημα ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Οι τέσσερις βορειότερες κοινότητες του Κοσόβου, εκεί όπου ακουμπάει τη Σερβία και ο πληθυσμός είναι σε συντριπτική πλειοψηφία σερβικός, είναι η τσακμακόπετρα που μπορεί να ανάψει το φυτίλι. Ακριβώς λόγω της πληθυσμιακής της σύστασης, η περιοχή αυτή δεν ήταν ποτέ υπό την πλήρη δικαιοδοσία της κυβέρνησης στην Πρίστινα και κατά την αλβανική πλειοψηφία έχει μετατραπεί σε άντρο κάθε λογής απατεώνων, λαθρεμπόρων, ως και τρομοκρατών.

Οι Σέρβοι της περιοχής επιμένουν να υπερασπίζονται αυτό το ιδιότυπο καθεστώς, στήνουν οδοφράγματα και εμποδίζουν την διέλευση και, κατά κάποιον τρόπο, προ(σ)καλούν τον σερβικό στρατό να δράσει προς όφελός τους. Το αν θα γίνει αυτό, και σε ποιο βαθμό, έχει κάνει πολλούς πολιτικούς παράγοντες της περιοχής να χάσουν τον ύπνο τους.

Ο ιστορικός αγρός με τα κοτσύφια

Το Κόσοβο στην Ελλάδα το γνωρίζουμε κι ως Κοσσυφοπέδιο. Είναι ουσιαστικά η μετάφραση του ονόματος, που μοιάζει πολύ στις κύριες γλώσσες που μιλιούνται επί αιώνες στην περιοχή (Kosova είναι στα αλβανικά, Kosovo στα σερβικά). Το όνομα δόθηκε πράγματι από ένα πεδίο, έναν αγρό, όπου συγκεκριμένες περιόδους του χρόνου ήταν γεμάτο από κοτσύφια. Το συγκεκριμένο πεδίο υπάρχει ακόμα και βρίσκεται στο κέντρο του σημερινού κράτους, το οποίο έχει έκταση λίγο μεγαλύτερη από την περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, κάτι λιγότερο από 11.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα.

Οι Δάρδανοι, μια από τις παλαιο-βαλκανικές φυλές, ήταν οι πρώτοι κάτοικοι του Κοσόβου, αλλά και μιας ευρύτερης περιοχής που από αυτούς ονομάστηκε Δαρδανία. Λόγω γεωγραφίας, πάντως, το Κόσοβο ήταν σταυροδρόμι μεταξύ των θρακικών και των ιλλυρικών φυλών. Οι Δάρδανοι υποτάχθηκαν στους Ρωμαίους τον 1ο αιώνα μ.Χ. και για αιώνες αποτέλεσε μια από τις ακριτικές επαρχίες του βυζαντινού κράτους. Από τον 4ο αιώνα είχε ξεκινήσει η κάθοδος των Σλάβων στην περιοχή.

Τον 7ο αιώνα ήδη το σλαβικό στοιχείο είχε κυριαρχήσει στον πληθυσμό. Ή, τουλάχιστον, αυτό ισχυρίζεται η επίσημη ιστορία των Σέρβων. Οι Αλβανοί, που σήμερα αποτελούν πάνω από το 90% του πληθυσμού των σχεδόν δύο εκατομμυρίων, λένε ότι υπήρχε πράγματι σερβική κυριαρχία στα βόρεια, αλλά στην νοτιοανατολική κοιλάδα του Μοράβα η σερβική παρουσία ήταν «αδύναμη», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται. Επικαλούνται, μάλιστα, και τα αρχέγονα τοπωνύμια της περιοχής, τα οποία ήταν περισσότερο στα αλβανικά, παρά στα σερβικά, για να κατοχυρώσουν την ιστορική τους παρουσία.

Κάστρα, μοναστήρια και η… ισόπαλη μάχη

Για τους επόμενους δύο αιώνες το Κόσοβο συνδέθηκε άρρηκτα με τη Σερβία. Η έδρα της τότε σερβικής αρχιεπισκοπής μεταφέρθηκε στην Πέγια, στο σημερινό δυτικό τμήμα του Κοσόβου. Οι βασιλιάδες και ευγενείς είχαν την έδρα τους σε διάφορα κάστρα ανάμεσα στο Πρίζρεν και τα Σκόπια. Στην περιοχή αναγέρθηκαν εκατοντάδες ορθόδοξα μοναστήρια, τα οποία αποτελούν και σήμερα ένα σημαντικό αξιοθέατο και προστατεύονται από την UNESCO ως μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς.

H περιοχή απέκτησε και ιδιαίτερη ιστορική σημασία λόγω της αποφασιστικής μάχης που έγινε εκεί στις 15 Ιουνίου 1389. Αντίπαλοι, οι στρατοί της Σερβίας και των μικρότερων τοπικών της συμμάχων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πρόκειται για μια από τις φονικότερες μάχες στην καταγεγραμμένη ιστορία, αφού σύμφωνα με πηγές και των δύο πλευρών σχεδόν ξεκληρίστηκαν και οι δύο στρατοί και έχασαν τη ζωή τους οι ανώτατοι διοικητές τους, τόσο ο πρίγκιπας Λαζάρ από την πλευρά των Σέρβων, όσο και ο σουλτάνος Μουράτ Α’ από τους Οθωμανούς.

Τυπικά το αποτέλεσμα της μάχης ήταν ισόπαλο. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι νίκησε. Πλην όμως, οι μακροχρόνιες συνέπειες της μάχης επηρέασαν περισσότερο τη σερβική πλευρά, που ως πολύ μικρότερο μέγεθος και πληθυσμιακά δεν μπορούσε να φτιάξει μεγάλο στρατό τα επόμενα χρόνια. Η πίεση γινόταν όλο και μεγαλύτερη τα επόμενα χρόνια, μέχρι που το 1455 μ.Χ. η περιοχή του Κοσβου έγινε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αποτέλεσε, μάλιστα, την βάση ενός ομώνυμου βιλαετιιού (μεγάλης διοικητικής ενότητας, ανάλογης της δικής μας περιφέρειας), το οποίο περιελάμβανε και πολλές περιοχές των σημερινών γειτονικών κρατών (Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Μαυροβούνιο, Σερβία).

Σύνορα δεν υπήρχαν στην περιοχή, αφού όλη ήταν οθωμανική πια, έτσι άνοιξε ο δρόμος για περαιτέρω αλβανική διείσδυση στην περιοχή του Κοσόβου, ειδικά στις δυτικές επαρχίες. Από τον 17ο αιώνα το αλβανικό στοιχείο ήταν πλειοψηφία στην περιοχή, όσο κι αν τα στοιχεία αμφισβητούνται. Παραδοσιακά στις απογραφές που επιχειρούσαν οι Οθωμανοί οι κάτοικοι δεν καταγράφονταν ανάλογα με την εθνικότητά τους, αλλά με το θρήσκευμα, οπότε η κάθε πλευρά «επεξεργάζεται» τα στοιχεία όπως την βολεύουν.

Η κουβέντα επανέρχεται συνεχώς στη σύνθεση του πληθυσμού της περιοχής, επειδή αποτελεί μια ιστορική διαφωνία μεταξύ Σέρβων και Αλβανών. Οι Σέρβοι επικαλούνται τις ιστορικές τους ρίζες στην περιοχή για να κατοχυρώσουν τα δικαιώματά τους, αλλά και οι Αλβανοί επιμένουν στις πηγές εκείνες που τους δείχνουν να πλειοψηφούν πληθυσμιακά από αιώνες.

Τα ασαφή στοιχεία έρχονται να θολώσουν ακόμα περισσότερο από την διάθεση των Οθωμανών. Οι οποίοι έδειχναν ανοχή για τους αλβανόφωνους ή σερβόφωνους ορθόδοξους υπηκόους τους (οι οποίοι, κατά διάφορες πηγές, ζούσαν οι περισσότεροι σε μεικτά χωριά και δεν υπήρχαν εντάσεις μεταξύ τους). Έδειχναν, όμως, ιδιαίτερη εχθρότητα προς τους αλβανικής καταγωγής κυρίως που είχαν Ρωμαιοκαθολικοί, καθώς τους θεωρούσαν επικίνδυνους για την ενότητα της αυκοκρατορίας, δεδομένου ότι μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να χρησιμοποιηθούν από τη Ρώμη.

Μια διαμάχη που κρατάει 150 χρόνια

Οι απαρχές της σερβο-αλβανικής διένεξης στην περιοχή έχουν αφετηρία τον σερβο-οθωμανικό πόλεμο του 1876-78. Κατά τη διάρκεια του πολέμου περισσότεροι από 70.000 Αλβανοί που κατοικούσαν στις συνοριακές επαρχίες της Σερβίας εκδιώχθηκαν κακήν-κακώς από τον σερβικό στρατό και βρήκαν καταφύγιο στο Κόσοβο. Αυτή η αναγκαστική μετακόμιση έκλεισε κάθε συζήτηση περί πληθυσμιακής πλειοψηφίας, δεδομένου ότι με τα νέα δεδομένα ο αλβανικός πληθυσμός του βιλαετιού ξεπερνούσε πια το 70%.

Τότε ξεκίνησαν και οι πρώτες προσπάθειες για να αφυπνιστεί ο αλβανικός εθνικισμός, με την λεγόμενη «Λίγκα του Πρίζρεν», μια πολιτική οργάνωση που είχε σκοπό να ενώσει όλους τους αλβανόφωνους πληθυσμούς και να μιλήσει εκ μέρους της διεκδικώντας αυτονομία και δικαιώματα. Η Λίγκα διαλύθηκε από τους Οθωμανούς το 1881, αλλά είχε σπείρει το χωράφι. Οι Σέρβοι, που ορέγονταν το Κόσοβο ως μέρος της ιστορικής και πολιτιστικής τους κληρονομιάς όταν θα κατέρρεε ο «μεγάλος ασθενής», έτσι ονόμαζαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία τότε, είχαν μόλις αποκτήσει έναν αντίπαλο.

Το κίνημα των Νεότουρκων, που επικράτησε στην Αυτοκρατορία το 1908 και εκθρόνισε τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Β’, παρά τις εξαγγελίες του για ισοπολιτεία μεταξύ των κοινοτήτων εγκαθίδρυσε ένα υπερσυγκεντρωτικό καθεστώς και δεν γινόταν καμία κουβέντα ούτε καν για πολιτιστική αυτονομία, πόσο μάλλον για εθνική.

Οι αλβανόφωνοι του Κοσόβου επαναστάτησαν εναντίον των Νεότουρκων, όμως εναντίον τους κινήθηκε στρατιωτική δύναμη από το γειτονικό βασίλειο του Μαυροβουνίου. Αλβανόφωνοι αξιωματικοί του οθωμανικού στρατού λιποτακτούσαν κατά δεκάδες, δεν επιθυμούσαν να πολεμήσουν εναντίον των συμπατριωτών τους. Οι Οθωμανοί ηττήθηκαν από τους αλβανόφωνους αντάρτες το 1912, ωστόσο λίγο μετά ξέσπασε ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος, όπου η συνδυασμένη επίθεση από Σερβία, Μαυροβούνιο, Βουλγαρία και Ελλάδα ουσιαστικά εκμηδένισε την ευρωπαϊκή παρουσία των Οθωμανών.

Στη συνθήκη του Λονδίνου το 1913, με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος, το δυτικό τμήμα του Κοσόβου (το οποίο ονομάστηκε Μετόχιζα, μετόχι δηλαδή, επειδή ολόκληρα χωριά και το μεγαλύτερο μέρος της γης αποτελούσε μοναστηριακή περιουσία) δόθηκε στο Μαυροβούνιο. Το ανατολικό τμήμα του Κοσόβου έγινε μέρος της Σερβίας. Αμέσως οι Σέρβοι ξεκίνησαν μια διαδικασία εθνοκάθαρσης, που έφερε πάνω από 100.000 αλβανόφωνους (αλβανικές πηγές τους ανεβάζουν σε σχεδόν 240.000) να εγκαταλείπουν τις εστίες τους και να βρίσκουν καταφύγιο στο νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας.

Για μικρό διάστημα, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Κόσοβο βρέθηκε υπό βουλγαρική και στη συνέχεια αυστρο-ουγγρική κατοχή. Οι δυνάμεις της Αντάντ το απελευθέρωσαν το 1918, όταν και δημιουργήθηκε το ενιαίο «Βασίλειο Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων», που μετονομάστηκε σε Γιουγκοσλαβία το 1929. Το Μαυροβούνιο ενώθηκε τότε με τις άλλες νοτιοσλαβικές περιοχές, έτσι ενώθηκαν και τα δύο κομμάτια του Κοσόβου.

Οι σερβικές αρχές οργάνωσαν ένα πολύ φιλόδοξο πρόγραμμα μετεγκατάστασης Σέρβων στην περιοχή, ώστε να ανακτήσουν την πλειοψηφία του πληθυσμού, παράλληλα με την προσπάθεια αφομοίωσης του αλβανικού στοιχείου. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της κατοχής των Βαλκανίων από τις δυνάμεις του Άξονα, το Κόσοβο «κόλλησε» με την γειτονική Αλβανία και διοικούνταν από τους Ιταλούς. Τότε πολλοί αλβανόφωνοι βρήκαν την ευκαιρία να εκδικηθούν για τα δεινά τους. Μια επίσημη έρευνα, πάντως, στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο το 1964 έδειξε ότι στην περιοχή του Κοσόβου στο διάστημα 1941-45 περίπου 8.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, το 70% ήταν Σέρβοι και το 30% Αλβανοί.

Αυτονομία, καταπίεση και ένταση

Το Κόσοβο όπως το ξέρουμε με τα σημερινά του σύνορα σχηματίστηκε το 1945, ως μια «αυτόνομη επαρχία» της Σερβίας. Ήταν μια ιδέα του Τίτο στην πλουραλιστική Γιουγκοσλαβία της εποχής, να αναγνωρίσει ενός είδους διαφοροποίησης στον αλβανόφωνο πληθυσμό, αλλά όχι και να του δώσει μια δική του αυτόνομη δημοκρατία, όπως έκανε με τους Κροάτες, τους Σλοβένους, αλλά ακόμα και με τους μουσουλμάνους της Βοσνίας και με τους κατά πλειοψηφία βουλγαρόφωνους πληθυσμούς του νότιου μέρους, τους οποίους αυθαίρετα ονόμασε «Μακεδόνες».

Ως κομμάτι της Σερβίας, το Κόσοβο είχε μεν μεγάλη αλβανική πλειοψηφία, αλλά αυτό δεν φαινόταν ούτε στην ηγεσία του, ούτε στα όργανα που λάμβαναν αποφάσεις, έστω τοπικού χαρακτήρα. Αυτός ο αποκλεισμός αποτέλεσε το κίνητρο για διαρκή ένταση, η οποία αρκετές φορές ξέφυγε. Οι Σέρβοι της περιοχής κατηγορούσαν συχνά τους αλβανόφωνους ως συμπαθούντες το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα στην Αλβανία (σε αντίθεση με τον δικό τους δρόμο προς τον κομουνισμό) και πολλές φορές οι πολιτικοί ηγέτες των αλβανόφωνων φυλακίστηκαν για τρομοκρατική και αντεθνική δράση.

Μετά τη δεκαετία του 1960 οι σερβικές αρχές έκαναν κάποιες υποχωρήσεις, ανάμεσά τους και η δημιουργία ενός αλβανόφωνου πανεπιστημίου στην Πρίστινα, ωστόσο η πλειοψηφία των κατοίκων του Κοσόβου αισθάνονταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Το αίσθημα αυτό δεν υποχώρησε ούτε μετά το 1974, όταν με το νέο σύνταγμα το Κόσοβο απέκτησε δικαιώματα δικής του κυβέρνησης και κοινοβουλίου, αλλά και δικαίωμα βέτο στις κεντρικές αποφάσεις, κάτι που συνέβαινε με τις άλλες αυτόνομες δημοκρατίες που αποτελούσαν τη Γιουγκοσλαβία. Οι Αλβανοί δεν σταμάτησαν να ζητούν καθεστώς «αυτόνομης δημοκρατίας» για το Κόσοβο, έτσι ώστε να χαρακτηρίζονται «συστατικό έθνος» της χώρας και όχι «μειονότητα», θα αποκτούσαν ακόμα περισσότερα δικαιώματα τότε.

Με τους πρώτους τριγμούς στην ενότητα της Γιουγκοσλαβίας η αυτονομία μπήκε στο ντουλάπι. Ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς από το 1989 σταδιακά μείωνε το αυτόνομο καθεστώς του Κοσόβου και επανέφερε τις διώξεις στους τοπικούς ηγέτες, κατηγορώντας τους ότι υπηρετούν το όραμα της «Μεγάλης αλβανίας». Το 1990 οι Κοσοβάροι ανακήρυξαν μονομερώς την Δημοκρατία του Κοσόβου, με πρόεδρο τον Ιμπραϊμ Ρουγκόβα, ένα καθεστώς που δεν είχε ουσιαστική δύναμη και το αναγνώριζε μόνο η Αλβανία.

Ο «σύγχρονος» απελευθερωτικός στρατός και το προτεκτοράτο του ΟΗΕ

Τα πράγματα σοβάρεψαν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας, όταν η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε στα εξ ων συνετέθη. Οι Κοσοβάροι περίμεναν ότι η συμφωνία του Ντέιτον το Νοέμβριο του 1995, όπου εγκαθίδρυσε το ιδιότυπο διοικητικό καθεστώς της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, θα περιείχε κάτι και γι’ αυτούς. Δεν είχε τίποτα. Μέσα στον επόμενο χρόνο εμφανίστηκε ο Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου (KLA), ο οποίος άρχισε κανονικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, αφού τα μέλη του ήταν και εξαιρετικά εφοδιασμένα, αλλά και χρησιμοποιούσαν όπλα τελευταίας τεχνολογίας. Η μία πλευρά δεν σταματούσε να κατηγορεί την άλλη για σφαγές αμάχων και φρικιαστικές ακρότητες.

Το 1998, η ευρωπαϊκή πίεση ανάγκασε τη Γιουγκοσλαβία να υπογράψει κατάπαυση του πυρός και να αποσύρει τις στρατιωτικές τις δυνάμεις από την περιοχή. Ανέλαβε ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) και σύντομα οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ (μετά τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία το 1999) εγκαταστάθηκαν ως θεματοφύλακες της ειρήνης, ωστόσο κατά γενική ομολογία συμπεριφέρθηκαν κυρίως ως τοποτηρητές των αλβανικών συμφερόντων.

Για τον πόλεμο του Κοσόβου κατηγορήθηκαν για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και πρόσωπα και από τις δύο πλευρές. Ο Μιλόσεβιτς, πρόεδρος της Σερβίας τότε, συγκέντρωσε πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας λόγω του αξιώματός του, αλλά απεβίωσε πριν ολοκληρωθεί η δίκη του. Ανεξάρτητη έρευνα αποκάλυψε ότι στον πόλεμο έχασαν τη ζωή τους περίπου 10.500 άμαχοι, εκ των οποίων οι 8.600 ήταν αλβανόφωνοι.

Στις 10 Ιουνίου 1999 το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ πέρασε το ψήφισμα Νο1244. Με αυτό το Κόσοβο ανακηρυσσόταν ουσιαστικά σε προτεκτοράτο των Ηνωμένων Εθνών, μέχρι να αποφασιστεί η τύχη του. Αμέσως μετά την απόφαση άρχισε μια άνευ προηγουμένου έξοδος Σέρβων που έμεναν στην περιοχή. Αν εξαιρέσει κανείς τις βόρειες κοινότητες, όπου ήταν συντριπτική πλειοψηφία, όσοι κατοικούσαν διασπαρμένοι ανάμεσα σε αλβανόφωνους έφυγαν σε ποσοστό άνω του 95%. Ακόμα και σήμερα δεν έχει εξακριβωθεί ο τελικός αριθμός όσων επέλεξαν να φύγουν. Κυμαίνονται από 60.000 ως 250.000, ανάλογα με το ποιες πηγές επικαλείται ο καθένας.

Υπήρξαν πολλές συνομιλίες για το μέλλον της περιοχής, πλην όμως κυρίως η Ρωσία, αλλά και η Κίνα, ως μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, είχαν ξεκαθαρίσει εξαρχής ότι δεν θα συμφωνούσαν σε οποιαδήποτε λύση προέβλεπε ανεξαρτησία της περιοχής. Το αδιέξοδο έμοιαζε απόλυτο και τη λύση έδωσαν οι ίδιοι οι Κοσοβάροι με μια μονομερή ενέργεια: Στις 17 Φεβρουαρίου 2008 ανακήρυξαν μονομερώς την ανεξαρτησία τους από τη Σερβία και κάλεσαν τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ να τους αναγνωρίσουν.

Σχέδια για λύσεις και δυτικά «τυράκια»

Αυτό έγινε από συνολικά 114 κράτη-μέλη, όχι όμως τη Ρωσία και την Κίνα, ούτε και την Ελλάδα. Από αυτές τις χώρες οι 15 αποφάσισαν μέσα σ’ όλα αυτά τα χρόνια να άρουν την αναγνώρισή τους προς την κυβέρνηση της Πρίστινα. Το Κόσοβο δεν είναι μέλος του ΟΗΕ, αν και συμμετέχει σε κάποια από τα παρακλάδια του Οργανισμού, όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα.

Οι Σέρβοι των βόρειων κοινοτήτων απάντησαν με τη δημιουργία του λεγόμενου «Κοινοτικού Συμβουλίου του Κόσοβο-Μετόχιζα», ενός είδους αντιπροσωπευτικού κοινοβουλίου, για να δείξουν την αντίθεσή τους. Ο ρόλος του, μέχρι σήμερα, είναι καθαρά διακοσμητικός.

Η υπόθεση πήγε στο Διεθνές Δικαστήριο, το οποίο ωστόσο απεφάνθη ότι η μονομερής ανακήρυξη ανεξαρτησίας των Κοσοβάρων δεν παραβιάζει το διεθνές δίκαιο. Έκτοτε υπήρξαν κάποιες συμφωνίες ανάμεσα στις δύο πλευρές. Για παράδειγμα, έχουν δεσμευτεί να μην προβάλλουν βέτο η μία στην άλλη σε οποιαδήποτε προσπάθεια ένταξης σε διεθνή οργανισμό. Ή, με τη συμφωνία των Βρυξελλών του 2013, η σερβική μειονότητα του Κοσόβου απέκτησε το δικαίωμα να έχει δική της αστυνομία και δικαστικό σύστημα. Στο εκλογικό σύστημα της χώρας 10 έδρες δίνονται αυτόματα στους Σέρβους, ενώ έχει προβλεφθεί και συμμετοχή δύο Σέρβων υπουργών στο συμβούλιο. Ωστόσο αυτά παραμένουν πολύ λίγα σε σχέση με αυτά που διεκδικούν οι Σέρβοι.

Κατά καιρούς υπήρξαν δημοσιεύματα που άναβαν φωτιές, όπως π.χ. ότι η Πρίστινα και το Βελιγράδι συζητούν μυστικά για την προσάρτηση από την Σερβία των βόρειων επαρχιών του Κοσόβου με την σερβική πλειοψηφία, σε αντάλλαγμα για την αναγνώριση της ανεξαρτησίας. Όλες τις φορές το σενάριο διαψεύστηκε, αν και σύμφωνα με διεθνείς παρατηρητές δεν θα πρέπει να αποκλειστεί μια τέτοια λύση.

Αυτό που προτείνεται τελευταία είναι να επικρατήσει το νομικό-διπλωματικό καθεστώς που ίσχυε επί δεκαετίες ανάμεσα στις δύο Γερμανίες (Ανατολική και Δυτική). Όπου η μία δεν αναγνώριζε την άλλη ως ανεξάρτητο κράτος, αλλά σεβόταν την εδαφική της ακεραιότητα και δεν εμπόδιζε την ένταξή της σε διεθνείς οργανισμούς. Ένα σενάριο μεσοβέζικο, το οποίο όμως θεωρείται το μόνο που μπορεί να αποδεχτούν όλες οι πλευρές και οι εντάσεις που θα προκληθούν θα είναι ελεγχόμενες.

Οι Σέρβοι του βόρειου Κοσόβου είναι απολύτως προσανατολισμένοι προς το Βελιγράδι. Από αυτό ζητούν προστασία, ειδικά τις τελευταίες μέρες που έχουν ανάψει τα αίματα. Οι αφορμές είναι πολλές: Το Νοέμβριο οι Σέρβοι βουλευτές και υπουργοί αποχώρησαν απ’ όλους τους επίσημους θεσμούς σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την ψήφιση από την κυβέρνηση νέου νόμου για τις πινακίδες κυκλοφορίας των αυτοκινήτων, που θα είναι στο εξής αυτόνομες και όχι σερβικές. Ο πρόεδρος της Σερβίας Αλεξάνταρ Βούτσιτς δήλωσε ότι αυτή η απόφαση ήταν «προετοιμασία για εθνοκάθαρση».

Λύση στον ορίζοντα δεν φαίνεται. Το ενδεχόμενο να στείλει στρατεύματα η Σερβία για να υπερασπιστούν τους ομοεθνείς της στο βόρειο Κόσοβο είναι αδύναμο, αν και όχι απίθανο. Πρώτη, πάντως, η Σερβία δεν πρόκειται να κινηθεί.

Η διεθνής κοινότητα το μοναδικό τυράκι που μπορεί να πετάξει και στις δύο πλευρές για να τις ηρεμήσει είναι να καλλιεργεί τις ελπίδες τους για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάτι που αμφότερες βλέπουν ως μάννα εξ ουρανού, αν και αναγνωρίζουν ότι με τα υπάρχοντα δεδομένα μόνο θεωρητικές είναι οι πιθανότητές τους. Η κίνηση του Κοσοβάρου πρωθυπουργού Κούρτι να κάνει επίσημη αίτηση ένταξης στην Ε.Ε. θεωρείται ως μια προσπάθεια εξίσωσης με τη Σερβία, η οποία έχει πάρει ήδη καθεστώς υποψήφιου μέλους από το 2009. Αλλά όλοι γνωρίζουν ότι όλες αυτές οι κινήσεις για την ώρα είναι συμβολικές και μόνο.

Αντί επιλόγου...

Το κοτσύφι, απ’ όπου πήρε το όνομά της η περιοχή, είναι ένα κατάμαυρο πουλί, καθόλου ευχάριστο στην όψη, αλλά με μελωδικότατο κελάηδισμα. Μια αντίφαση που ταιριάζει γάντι στην ιστορία της περιοχής. Όλοι περιμένουν τώρα πώς θα… κελαηδήσουν αυτοί που αποφασίζουν.

Αργύρης Παγαρτάνης - CNN GREECE

Σχετικά άρθρα


Σχόλια