Ο απελευθερωτής της Κορυτσάς Δημήτριος Θεοδωράκης κατά το 1940

Ο απελευθερωτής της Κορυτσάς Δημήτριος Θεοδωράκης κατά το 1940

Η απελευθέρωση της Κορυτσάς, η κατάληψη της πόλης από τον Στρατό και η έπαρση της ελληνικής σημαίας, πέρα από την τεράστια ηθική σημασία στην ανύψωση του ηθικού, σηματοδότησε την αρχή του έπους του 40.

Από αμυνόμενη η Ελλάς υπερασπιζόμενη τα δικά της εδάφη, μεταμορφώθηκε σε μια αποφασιστική δύναμη που απόκρουσε τις ορδές μιας πανίσχυρης αυτοκρατορίας, έτρεψε σε άτακτη φυγή τους εισβολείς, αντεπιτέθηκε και μπήκε νικηφόρα στην Βόρειο Ήπειρο.

Η 22α Νοεμβρίου του 1940, ήταν μια μεγάλη μέρα.

Και ο αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Θεοδωράκης, πέρασε στην ιστορία, ως απελευθερωτής της πόλης!

ΜΙΑ ΖΩΗ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ!

Ο Δημήτριος Θεοδωράκης γεννήθηκε το 1889 στην Άμπλιανη Ευρυτανίας, μέλος πολυμελούς αγροτικής οικογένειας.

Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο Σχολαρχείο Μεσολογγίου και μεγάλωσε την εποχή που η Ελλάδα ήταν σε κατάσταση πτώχευσης, με μεγάλες δυσκολίες και στερήσεις.

Έτσι, την 1η Οκτωβρίου 1910, κατετάγη εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό.

Με την έναρξη του Βαλκανικού Πολέμου το 1912, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου.

Ως εθελοντής λοχίας, έλαβε μέρος στη μάχη των συνόρων της Θεσσαλίας, για την κατάληψη των τουρκικών φυλακίων στο οροπέδιο της Μελούνας.

Στη μάχη των Γιαννιτσών 20-10-1912, έλαβε μέρος με το τμήμα του στην καταδίωξη του εχθρού πέρα από τον ποταμό Αξιό.

Συμμετείχε στην ταχεία προέλαση του Στρατού μας με ηγέτη τον διάδοχο Κωνσταντίνο για την Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στις 27-10-1912, η οποία παρεδόθη αμαχητί αφού η Τουρκική Διοίκηση είχε υποχρεωθεί να συνθηκολογήσει στις 26-10-1912.

Μετά δε την ιστορική Απελευθέρωση των Ιωαννίνων, στις 21 Φεβρουαρίου 1913, συνέβαλε αποτελεσματικά στην αποκοπή της συμπτύξεως των υποχωρούντων Τούρκων και στη σύλληψη αιχμαλώτων, ενός ολοκλήρου τάγματος περίπου.

Κατά τον Ελληνοβουλγαρικό Πόλεμο το καλοκαίρι του 1913, έλαβε μέρος στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Παγγαίου Όρους και της Αμφιπόλεως.

Στη σκληρή και πολύνεκρη μάχη του Κιλκίς – Λαχανά στις 19-06-1913, κατά την οποία δυστυχώς εφονεύθη ο λοχαγός του, ο ίδιος με το τμήμα του επετέθησαν με ορμητικότητα και ηρωισμό κατά των αμυνομένων Βουλγάρων, τους έτρεψαν σε φυγή και συνέλαβαν αιχμαλώτους.

Το 1914 προήχθη σε Ανθυπολοχαγό και το 1917 σε Υπολοχαγό.

Το 1920 έγινε λοχαγός και ως διοικητής πολυβολαρχίας και λόχου τυφεκιοφόρων του 45ου Συντάγματος της 11ης Μεραρχίας, συμμετείχε στη Μικρασιατική εκστρατεία.

Από την Ανατολική Θράκη πέρασε στην ασιατική ήπειρο στην περιοχή της Κίου και από εκεί άρχισε την πολεμική δράση του στη Μικρά Ασία. Έλαβε μέρος στις μάχες της Νικομήδειας, των στενών Γκέϊβες, Αρμάσσας, Μαύρης Θάλασσας, στην Ασκανία λίμνη, Παπουτσάκ και σε άλλες.

Μετά την επάνοδό του, τιμήθηκε με το Χρυσό Αριστείο Ανδρείας και τον Πολεμικό Σταυρό Γ' Τάξεως για τις διακρίσεις του στις παραπάνω μάχες στη Μικρά Ασία.

Στη συνέχεια, προήχθη σε Ταγματάρχη και υπηρέτησε ως Διοικητής σε μονάδες της Μακεδονίας και παραμεθορίων κυρίως περιοχών.

Απεστρατεύθη στις 25 Αυγούστου 1934 με το βαθμό του Αντισυνταγματάρχου.

Κατά την επιστράτευση του 1939, ο Δημήτριος Θεοδωράκης επανήλθε στο στράτευμα ως Έφεδρος Υποδιοικητής του Εμπέδου Συντάγματος Κοζάνης.

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΟΕΛΑΣΗ ΚΑΙ Η ΜΑΧΗ

Με την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία, το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, τα στρατεύματά μας ήταν ήδη στα σύνορα, έτοιμα να αναχαιτίσουν τον εχθρό.

Για τέταρτη φορά μέσα σε λίγα χρόνια ο Ελληνικός Στρατός θα τεντώσει το τόξο της μοίρας του.

Η οροσειρά Μόραβα είναι ένα κυκλώπειο φράγμα νοτιοανατολικά της Κορυτσάς, μήκους 23 χιλιομέτρων περίπου, το δε όρος Ιβάν ένα απόκρημνο βουνό βορειότερα.

Μέχρι το βράδυ οι ελληνικές δυνάμεις είχαν καταλάβει τη δυτική όχθη του ποταμού Δεβόλη, και την περιοχή ανατολικά του Σάλ μέχρι το χωριό Νικολίτσε.

Επίσης, κατάφεραν να αποτρέψουν την ανατίναξη της γέφυρας του Δεβόλη, που επιχείρησαν οι υποχωρούντες Ιταλοί.

Στις 21 Νοεμβρίου κοινοποιήθηκε στα ελληνικά στρατεύματα πληροφορία από γιουγκοσλαβική πηγή, ότι οι Ιταλοί είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν την Κορυτσά και μεγάλη ιταλική φάλαγγα 20 χιλιομέτρων κινούταν προς το Πόγραδετς. Τα ελληνικά στρατεύματα συνέχισαν την πορεία τους και κατέλαβαν το στενό Τσαγκόνι, μεταξύ Μόραβα και Ιβάν.

Η κατάληψη της Κορυτσάς ήταν θέμα χρόνου.

Οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες των μονάδων μας ανυπομονούσαν να είναι το δικό τους τμήμα αυτό που θα έμπαινε πρώτο στην πόλη.

Η Κορυτσά ήταν η μεγαλύτερη πόλη της Βορείου Ηπείρου, με πληθυσμό περίπου 35.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι μισοί περίπου ήταν Έλληνες Βορειοηπειρώτες.


ΕΛΕΥΘΕΡΗ Η ΚΟΡΥΤΣΑ

Ο Αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Θεοδωράκης γνώριζε τη συγκεκριμένη περιοχή και τον πόθο των Βορειοηπειρωτών για απελευθέρωση, αφού το 1912-1913 είχε συμμετάσχει στους απελευθερωτικούς Βαλκανικούς Αγώνες.

Διαθέτοντας μεγάλη εμπειρία σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, ήξερε ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται στο πεδίο της μάχης ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες και παρά τις οδηγίες που είχε από το Αρχηγείο Στρατού να τηρήσει στάση αναμονής και να εγκατασταθεί αμυντικά στο όρος Μόραβα, εντούτοις αποφάσισε να επιτεθεί και να απελευθερώσει την Κορυτσά.

Αξιολόγησε ότι, η παραμονή του στρατεύματος στις δυτικές πλαγιές και στους πρόποδες του Μοράβα είναι παρακινδυνευμένη, γιατί σε ανασύνταξη και επάνοδο των Ιταλών θα βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση.

Ο χειμώνας που πλησίαζε με το δριμύ ψύχος και τα χιόνια στην περιοχή θα ήταν ένας επιπλέον εχθρός.

Τέλος, δεν ήθελε να ξαναζήσει ο ίδιος ούτε να οδηγήσει το Σύνταγμά του σε εξελίξεις και καταστάσεις ανάλογες με εκείνες του Αυγούστου 1922.

Εκείνο το βράδυ της 21ης Νοεμβρίου, ο Αντισυνταγματάρχης δεν έκλεισε μάτι. Σχεδίαζε τις επιθετικές κινήσεις του και ήλπιζε στη βοήθεια της Παναγίας, της οποίας εκείνη την ημέρα εορτάζονταν τα Εισόδια στο Ναό.

Άκουγε από τις πλαγιές της καμπάνες της εκκλησίας, έβλεπε μπροστά του τη μορφή της.

Ήταν άλλωστε η Παναγία η Προυσιώτισσα αυτή που τον βοήθησε να επιστρέψει ζωντανός από την αιχμαλωσία.

Έτσι, το απόγευμα της 22ας Νοεμβρίου 1940, ημέρα Παρασκευή, ηγήθηκε αποσπάσματος καταδιώξεως, αποτελούμενο από ένα τάγμα, ένα λόχο και 25 έφιππους και με τις δυνάμεις αυτές κινήθηκε αιφνιδιαστικά και εισέβαλε στην Κορυτσά.

Κατέλαβε την πόλη, χωρίς σημαντική αντίσταση, αφού οι Ιταλοί, είχαν ήδη τραπεί σε φυγή δυτικά προς τη Μοσχόπολη με την υπόδειξη και του φιλοϊταλού δημάρχου Εσάτ Ασλάνι .

Εγκαταλείποντας μάλιστα την πόλη, άφησαν πίσω τους πολλά λάφυρα. (περίπου 200 αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, τρακτέρ, ποδήλατα, όπλα, τρόφιμα και ιματισμό)

Οι κάτοικοι της πόλης «με αλλαλαγμούς και κωδωνοκρουσίες υπεδέχθησαν τους απελευθερωτάς».

Στα μπαλκόνια της πόλης κυμάτιζαν οι γαλανόλευκες σημαίες, οι κάτοικοι δάκρυσαν από συγκίνηση και ζητωκραύγαζαν

«Ζήτω ο Στρατός, Ζήτω το Έθνος!».

Ακολούθησαν οι πεζικές δυνάμεις του Συντάγματος μέσα σε κλίμα γενικής συγκίνησης και ενθουσιασμού και η περιοχή τέθηκε υπό πλήρη ελληνική κυριαρχία.

Ο Δημήτριος Θεοδωράκης αυτοδιορίστηκε Πρώτος Φρούραρχος της Κορυτσάς και εξέδωσε ιστορική προκήρυξη, την οποία τοιχοκόλλησε στην πόλη και παράλληλα ενημέρωσε τις ελληνικές αρχές.

Η κατάληψη της Κορυτσάς προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού στην Αθήνα. Χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Συντάγματος, πανηγυρίζοντας με ενθουσιασμό.

Οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα σε όλη τη χώρα, οι άνθρωποι ξεχύθηκαν στους δρόμους και αποφασίστηκε τριήμερος εθνικός εορτασμός.

Η μάχη της Κορυτσάς διεξήχθη κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940-41 στην πόλη Κορυτσά στη νότια Αλβανία μεταξύ της ιταλικής 9ης Στρατιάς που την υπερασπίστηκε και του επιτιθέμενου Γ' Σώματος Στρατού.

Μετά το τέλος της αρχικής ιταλικής εισβολής που ξεκίνησε στις 28 Οκτωβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις ξεκίνησαν αντεπίθεση στις αρχές Νοεμβρίου.

Η ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΝΙΚΗΣ

Η μάχη για την Κορυτσά αποτελούσε το πρώτο μέρος της επιχείρησης εναντίον των Ιταλών και σηματοδότησε την τελική φάση της ελληνικής διείσδυσης στον τομέα της Μάχης Μόροβα-Ιβάν.

Η ιταλική 9η Στρατιά βρισκόταν σε χαρακώματα γύρω από την πόλη, αλλά ο σκληρός αγώνας για δύο ημέρες οδήγησε στο σπάσιμο της ιταλικής αμυντικής γραμμής από τους Έλληνες και της κατάληψης της πόλης.

Τα κατάλοιπα της Στρατιάς απέφευγαν την αιχμαλωσία, καθώς οι ελληνικές δυνάμεις δεν είχαν αρκετά οχήματα για να ακολουθήσουν τους Ιταλούς που υποχωρούσαν.

Στις 14 Νοεμβρίου 1940 και μετά από την αρχική, αμυντική στάση των ελληνικών δυνάμεων, ξεκίνησε η αντεπίθεση στον τομέα της Δυτικής Μακεδονίας.

Στις 21 Νοεμβρίου οι Ιταλικές δυνάμεις, πιεζόμενες από τμήματα του 53ου συντάγματος Πεζικού της ΙΧ μεραρχίας του ελληνικού Γ' Σ.Σ., υποχρεώθηκαν σε εγκατάλειψη του οροπεδίου της Κορυτσάς και σύμπτυξη προς το Πόγραδετς.

Το σύνταγμα ήταν στελεχωμένο από εφέδρους που κατάγονταν από τη Δυτική Μακεδονία και γνώριζαν άριστα τη μορφολογία των περιοχών.

Μετά από επιτυχείς μάχες στην οροσειρά Μοράβα, τα ελληνικά τμήματα διατάχθηκαν να αναμένουν περαιτέρω εντολές για προέλαση.

Με πρωτοβουλία του υποδιοικητή του συντάγματος, Ευρυτάνα αντισυνταγματάρχη Δημητρίου Θεοδωράκη, το πρωί της 22ας Νοεμβρίου απόσπασμα του συντάγματος αποτελούμενο από ένα τάγμα ενισχυμένο με λόχο ιππικού 25 ανδρών, καταδίωξαν τα υπολείμματα της Ιταλικής οπισθοφυλακής και εισήλθαν στην πόλη της Κορυτσάς, καταλαμβάνοντάς την.

Ο ίδιος ο Θεοδωράκης υπέγραψε ως εκπρόσωπος του ελληνικού στρατού το πρακτικό παράδοσης της πόλης από τις Αλβανικές αρχές και εν-συνεχεία εξέδωσε προκήρυξη, αυτό-διορισθείς φρούραρχος Κορυτσάς, ενώ διόρισε νέα δημοτική αρχή.

Η πόλη παρέμεινε υπό ελληνική διοίκηση έως και τις 12 Απριλίου 1941, όταν ο ελληνικός στρατός εγκατέλειψε τα εδάφη της Αλβανίας, προκειμένου να αποφύγει την περικύκλωση από τις γερμανικές μονάδες.

Η κατάληψη της Κορυτσάς προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού στην Αθήνα. Χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Συντάγματος, πανηγυρίζοντας με ενθουσιασμό.

Οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα σε όλη τη χώρα, οι άνθρωποι ξεχύθηκαν στους δρόμους και αποφασίστηκε τριήμερος εθνικός εορτασμός.

Πηγή: Δημήτρης Σταυρόπουλος / militarie.gr

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου