To παρασκήνιο πριν την ανακατάληψη της Βορείου Ηπείρου από τον Ελληνικό Στρατό

To παρασκήνιο πριν την ανακατάληψη της Βορείου Ηπείρου από τον Ελληνικό Στρατό

Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Εσάτ Πασά αρκετοί, τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό, προσέβλεπαν σε ομαλοποίηση της κατάστασης στην Αλβανία με τον περιορισμό του ανταρτοπόλεμου και τον έλεγχο των ενόπλων ατάκτων. Παρά τις διαβεβαιώσεις, όμως, του Εσάτ προς τους ξένους «φίλους» του για μείωση της αναρχίας, τα πράγματα ελάχιστα μεταβλήθηκαν προς την κατεύθυνση αυτή.

Παρακάτω γίνεται εκτενής αναφορά σε όσα διαδραματίστηκαν εκείνο την περίοδο, κυρίως στην τότε ελληνική – πολιτική σκηνή και τον τύπο, από τον Ευάγγελο Σήτο και το σχετικό του έργο:

Στα βόρεια τμήματα της χώρας οι φιλοαυστριακοί κύκλοι εξακολουθούσαν να έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, ενώ στην κεντρική Αλβανία οι Σέρβοι προσπαθούσαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους πόλεις όπως το Ελμπασάν με την επίφαση της αποκατάστασης της τάξης. Εξαιρετικά ταραχώδης ήταν, όμως, οι συνθήκες και στις νότιες επαρχίες, όπου οι συγκρούσεις μεταξύ βορειοηπειρωτικών αντάρτικων ομάδων και φανατικών μουσουλμάνων ήταν συνεχείς και σφοδρές. Η κατάσταση αυτή ανησύχησε ιδιαίτερα τον Βενιζέλο, ο οποίος πίστευε πλέον ότι μια πιθανή επάνοδος του ελληνικού στρατού στη Βόρειο Ήπειρο ήταν αναγκαία, προκειμένου να αποτραπούν επιδρομές και βιαιοπραγίες κατά του χριστιανικού πληθυσμού.

Από την άλλη πλευρά οι Ιταλοί, φοβούμενοι ότι μια ανεξέλεγκτη δράση των αυτονομιστών Βορειοηπειρωτών σε περιοχές όμορες της Αυλώνας θα οδηγούσε σε προέλαση εναντίον της ίδιας της πόλης, άρχισαν να εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο της κατάληψης της Αυλώνας και της ενδοχώρας της, με σκοπό την προστασία της από ξένες εχθρικές δυνάμεις.

Η συμπτωματική αυτή -ως προς το στόχο και όχι ως προς τα κίνητρα- πολιτική της Ελλάδας και της Ιταλίας στην περιοχή οδήγησε στα τέλη Σεπτεμβρίου 1914 τις κυβερνήσεις τους να έρθουν σε στενές διαβουλεύσεις με τον υπουργό Εξωτερικών της Βρετανίας Γκρέυ, προκειμένου να αποσπάσουν τη συγκατάθεση των Συμμάχων για την αποστολή στρατευμάτων στα εν λόγω διαμερίσματα της Αλβανίας. Οι ανεπίσημες ειδήσεις και οι φήμες που διέρρεαν από τους διπλωματικούς κύκλους περί ενδεχόμενης κατάληψης Β. Ηπείρου και Αυλώνας από ελληνικές και ιταλικές δυνάμεις αντίστοιχα δεν άργησαν να διοχετευτούν στον Τύπο. Οι ελληνικές εφημερίδες, στο άκουσμα μιας πιθανής στρατιωτικής επανάκτησης της Βορείου Ηπείρου, ενέτειναν το ενδιαφέρον τους και με την αναδημοσίευση άρθρων, κυρίως από ιταλικές εφημερίδες, προσπαθούσαν να καταγράψουν με επιφυλακτικότητα τις τρέχουσες εξελίξεις.

Από τον υπό εξέταση Τύπο, το Έθνος επιχείρησε πρώτο στις 12 Οκτωβρίου με τη δημοσίευση πρωτοσέλιδου άρθρου να διατυπώσει την άποψή του, τόσο για την διαφαινόμενη κατάληψη της Αυλώνας από τους Ιταλούς όσο και για την ελληνική πολιτική σε σχέση με τη Βόρειο Ήπειρο. Για την περίπτωση της πρώτης, η εφημερίδα υποστήριζε ότι η στάση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στην Ιταλία πρέπει να είναι «αναγκαστικώς» συγκαταβατική, καθώς «η Ελλάς, διακηρύξασα ήδη επισήμως ότι ουδεμίαν έχει βλέψιν επι της πόλεως ταύτης, δεν δύναται βεβαίως να προβή εις ενεργείας ή διαβήματα επι τη τοιάυτη φήμη». Παράλληλα, επισήμαινε ότι «η κατάληψις της Αυλώνος είναι ζήτημα γενικής πολιτικής των Δυνάμεων, η Ελλάς δε ουδόλως θα ήτο διατεθειμένη να διαταράξη πάλιν τας ήδη αρμονικώς ταύτας μετά της Ιταλίας σχέσεις της». Ενώ, όμως, στο θέμα της Αυλώνας ο συντάκτης καλούσε την κυβέρνηση να επιδείξει συναίνεση και ανοχή, στην «Ηπειρωτικήν υπόθεσιν» εμφανιζόταν ιδιαίτερα παρακινητικός, προτρέποντας την ηγεσία της χώρας να διεκδικήσει τα εθνικά συμφέροντα στην Αλβανία με την ανακατάληψη των βορειοηπειρωτικών εδαφών. Παίρνοντας μάλιστα ως δεδομένη την ανυποληψία και την πρακτική κατάργηση του πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας, λόγω της έκπτωσης του πρίγκιπα Βήδ, των εσωτερικών αναταραχών και των μεταβολών που έφερε η κήρυξη του πολέμου, το Έθνος έβλεπε ως ιδανική τη συγκυρία για την εκπλήρωση των εθνικών βλέψεων στη Βόρειο Ήπειρο:

«Είναι καιρός να εξυπηρετήση η Ελλάς τα εθνικά δίκαιά της και να προάσπιση τους Ελληνικοτάτους πληθυσμούς της Β. Ηπείρου, προβαίνουσα εις στρατιωτικήν κατάληψιν των πρότερον κατειλημμένων επαρχιών και πέραν έτι. Ουδείς θα ηδύνατο να ψέξη την Ελλάδα επι τούτω. Το πρωτόκολλον της Φλωρεντίας, εις τας εντολάς του οποίου συνεμορφώθη η Κυβέρνησις, ήτο απόρροια βίας και ανελευθέρου αντιλήψεως των ισχυρών. Αλλ' ήδη τα πάντα μετηλλάγησαν. Αι βάσεις της γενικής Ευρωπαϊκής πολιτικής ανετράπησαν. Μέγας διεξάγεται νυν ο αγών υπέρ της ελευθερίας των εθνοτήτων και του ανθρώπου. Τυγχάνουσι δε μέγιστα και αναμφισβήτητα τα Ελληνικά δίκαια επι της Ηπείρον. Είναι δίκαια εθνολογικά, κυρωθέντα δι' ηρωικών και αιματηρότατων αγωνων».

Η παρορμητική και παρακινητική, ωστόσο, διάθεση του Έθνους θα μετριαστεί απότομα την επόμενη κιόλας ημέρα μετά τις δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού για τις διεθνείς Συνθήκες που αφορούσαν την Αλβανία. Ο Βενιζέλος, σε ερώτηση ξένων ανταποκριτών περί της τηρήσεως ή μη του πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας, θα απαντήσει ότι «η υπ' αυτόν κυβέρνηση όχι μόνο το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας αλλά και τας διατάξεις της συνθήκης του Λονδίνου και το πρωτόκολλο της Κέρκυρας αναγνωρίζει, θεωρούσα ότι οι διατάξεις τους ευρίσκονται εν ισχύει». Η δημόσια αυτή τοποθέτηση του πρωθυπουργού ήταν αρκετή, ώστε να προκαλέσει την άμεση αναδίπλωση και «συμμόρφωση» της εφημερίδας, μέσω της αποδοχής των δηλώσεων του ηγέτη των Φιλελευθέρων και της πλήρους ευθυγράμμισής της με την πολιτική της κυβέρνησής του: «Ο κ. Πρωθυπουργός ανεκοίνωσε την γνώμην της κυβερνήσεως ότι το περί Αλβανίας πρωτόκολλων της Φλωρεντίας παραμένει σεβαστόν και ισχυόν πάντοτε. Δεν είμεθα ημείς εκείνοι, οιτινες θα αμφισβητήσωμεν την ακρίβειαν της γνώμης τούτης. Γνωρίζομεν κάλλιστα, ότι πάσα ενέργεια της κυβερνήσεως είναι απόρροια επακριβούς μελέτης των συμφερόντων τον Κράτους τείνει δε προς εξυπηρέτησιν των μεγάλων αυτού συμφερόντων». Πέραν αυτού, το Έθνος θα σπεύσει να δικαιολογήσει το περιεχόμενο της ανακοίνωσης του Βενιζέλου, υποστηρίζοντας ότι ο σεβασμός και η τήρηση των αποφάσεων της Ευρώπης έγκεινται στη διπλωματική σκοπιμότητα των πραγμάτων και όχι στην ουσία του Ηπειρωτικού ζητήματος.

Μολονότι συντάκτης του έδειχνε να ταυτίζεται με την ομόθυμη ευχή της κοινής γνώμης, «όπως τέλος αποκατασταθή εθνικώς η Ήπειρος, τερματισθή δ' η εν αυτή αιματηρά αναρχία εκ των Αλβανικών επιθέσεων», εντούτοις παρέμενε συντεταγμένος με την πολιτική της κυβέρνησης, εκφράζοντας την εμπιστοσύνη του προς αυτήν, ενώ παράλληλα επισήμαινε την ανάγκη στήριξής της από το σύνολο των Ελλήνων: «ουδείς των εν Ελλάδι θέλει γογγύσει δια την πολιτικήν της κυβερνήσεως. Είναι υψίστη η κοινή πεποίθησις, ότι τα παρά της κυβερνήσεως επιτελούμενα πηγήν έχουσι την πεφωτισμένην μελέτην της καταστάσεως, βάσιν δε την ανάγκην των πραγμάτων».

Έλληνας πρωθυπουργός, στη συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης στις 14 Οκτωβρίου 1914, γνωστοποίησε ότι η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να διατάξει την προέλαση του ελληνικού στρατού στα διαμερίσματα του Αργυροκάστρου και της Πρεμετής, με σκοπό «να αποκαταστήση την τάξιν εις την Βόρειον Ήπειρον, να εγγυηθή την ασφάλειαν πάντων των εν αυτή βιούντων, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος, να καταστήση δυνατήν την άμεσον παλλινόστησιν των εκ της Βορείου Ηπείρου καταφυγόντων είτε εις το ημέτερον έδαφος, είτε εις Αυλώνα προσφύγων.

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου