Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου και ο Σπύρος Μήλιος

Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου και ο Σπύρος Μήλιος

Η παραχώρηση συντάγματος και η εκδίωξη των Βαυαρών ήταν τα αιτήματα των πολιτικοκοινωνικών δυνάμεων που συσπειρώθηκαν στην αντιπολίτευση, στην οποία από τις αρχές του 1843 μετείχε η πλειονότητα των σημαντικότερων πολιτικών προσωπικοτήτων και των τριών κομμάτων. Και στην περίπτωση αυτή εφαρμόστηκε ο συνωμοτικός τρόπος δράσης, δηλαδή μια μορφή αντιπολίτευσης οικεία στην εσωτερική πολιτική ζωή τόσο στα χρόνια της Επανάστασης και της διακυβέρνησης από τον Καποδίστρια όσο και μετά την εγκαθίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού βασιλείου.

Αποτέλεσμα της συνωμοτικής αυτής δράσης υπήρξε το Κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, το οποίο επέφερε πολιτειακή αλλαγή στην κατεύθυνση της συνταγματικής μοναρχίας. Οι πολιτικοί οργανωτές του κινήματος (Α. Μεταξάς, Αν. Λόντος, Κ. Ζωγράφος, Μ. Σούτσος, Ρ. Παλαμήδης) είχαν από τον Αύγουστο προσεταιριστεί αξιωματικούς που κατείχαν σημαντικές θέσεις στο στρατιωτικό μηχανισμό. H συμμετοχή τους συνεπώς κατά την εκδήλωση του κινήματος κρινόταν απαραίτητη για την επιτυχία του. Oι συνταγματάρχες Καλλέργης (διοικητής ιππικού Αθηνών), Σκαρβέλης (διοικητής πεζικού Αθηνών) και Σπύρος Μήλιος (διοικητής Σχολής Ευελπίδων) ήταν εκείνοι που, σύμφωνα με το σχέδιο, θα στασίαζαν την καθορισμένη ημερομηνία, θέτοντας το Παλάτι προ τετελεσμένων γεγονότων. Η αρχική ημερομηνία εκδήλωσης του κινήματος είχε ορισθεί να είναι η 25η Μαρτίου 1844, ώστε να συμπίπτει με τον εορτασμό της Επανάστασης. Έτσι, θα εμπεδωνόταν και συμβολικά ότι το κίνημα συνιστούσε συνέχεια και ολοκλήρωση της Επανάστασης.

Ωστόσο, η μη τήρηση από όλους αυστηρών συνωμοτικών κανόνων -ο ενθουσιώδης Μακρυγιάννης διέδωσε το μυστικό σε πολλούς- επέσπευσε την εκδήλωση του κινήματος για τις αρχές Σεπτεμβρίου του 1843. Τελικά, τη νύχτα της 2ας Σεπτεμβρίου και ενώ τα ονόματα των κινηματιών είχαν μαθευτεί και μικροσυμπλοκές σημειώνονταν έξω από το σπίτι του Μακρυγιάννη, ο Δ. Καλέργης δρώντας αυτοβούλως κατευθύνθηκε στους στρατώνες, ξεσήκωσε τους άντρες του και τους οδήγησε έξω από τα ανάκτορα. Την ίδια στιγμή έδωσε εντολή και άνοιξαν οι φυλακές του Μεντρεσέ. Με τον Καλλέργη ενώθηκε και ο λοχαγός του πυροβολικού Σχινάς παρότι είχε εντολή να καταστείλει το κίνημα. Κάτω από την πίεση αυτή ο Όθωνας δέχθηκε τα αιτήματα, που προηγουμένως είχαν ήδη λάβει και την τυπική έγκριση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Μετά την εξέλιξη αυτή οι στρατιώτες αποχώρησαν τα ξημερώματα της 3ης Σεπτεμβρίου από τα ανάκτορα και επέστρεψαν στους στρατώνες, ζητωκραυγάζοντας -σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής- υπέρ του συνταγματικού πλέον βασιλιά.

Κατά την Εθνοσυνέλευση που συγκροτήθηκε για την κατάρτιση και το σχέδιο του νέου συντάγματος, συζητήθηκε στην Σύνοδο της Ολομέλειας ψήφισμα για ηθικές και υλικές αμοιβές των αξιωματικών της Φρουράς της Πρωτεύουσας, που έλαβαν μέρος στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου. Ο εκ Χιμάρας Σπύρος Μήλιος, που έπαιξε ενεργητικό και σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση ως στρατιωτικός και στη συνέχεια εξελέγη Πληρεξούσιος Θηβών, αρνήθηκε να πάρει τον ισόβιο μισθό του βαθμού του. Πήρε το λόγο προς το τέλος της συνεδρίασης και τόνισε προς την Εθνοσυνέλευση, όπως έγραψε στις 8 Δεκεμβρίου 1843 η εφημερίδα «Αθηνά», ότι αποδέχεται τις ηθικές αμοιβές προς τους αξιωματικούς, αλλά δεν δέχεται την εφ' όρου ζωής μισθοδοσία του «διότι δεν εκινήθην εις τον ένδοξον σκοπόν της ημέρας εκείνης χάριν φιλοκερδείας». Και πρόσθεσε πως «καθ' όσον αφορά το άτομό μου, δεν παραδέχομαι το μέρος με το οποίο υλικώς ανταμείβει τους αξιωματικούς της Φρουράς της Πρωτευούσης η Σύνοδος».

Σχετικά άρθρα


Σχόλια