Η κρίση της πολιτικής και η πολιτική της κρίσης

Η κρίση της πολιτικής και η πολιτική της κρίσης

«…Και βλέπω ότι, όποτε συγκεντρωνόμαστε στην εκκλησία του δήμου, όταν η πόλη πρόκειται να εκτελέσει κάποιο έργο οικοδομικό, καλούμε τους οικοδόμους ως συμβούλους στην οικοδομία, κι όταν πάλι πρόκειται για ναυπηγικό έργο, καλούμε τους ναυπηγούς, και με τον ίδιο τρόπο πράττουμε όταν πρόκειται για όλα τα αντίστοιχα έργα, για όσα δηλαδή θεωρείται πως είναι διδακτά και μπορεί κάποιος να τα μάθει με κατάλληλα μαθήματα. Εάν επιχειρήσει δε κάποιος άλλος να δώσει τη συμβουλή του στον Δήμο, κάποιος που οι άνθρωποι δεν τον θεωρούν τεχνίτη σχετικό, η συνέλευση δεν τον αποδέχεται, ακόμα κι αν είναι και ωραίος και πλούσιος και από μεγάλη οικογένεια. Αντίθετα, τον κοροϊδεύουν και του φωνάζουν, μέχρι αυτός που τόλμησε να μιλήσει να φύγει μόνος του τρομοκρατημένος ή μέχρι να τον σύρουν οι τοξότες και να τον βγάλουν σηκωτό, με διαταγή των πρυτάνεων. Για τα θέματα λοιπόν που θεωρούν [οι Αθηναίοι] ότι εξαρτώνται από κάποια συγκεκριμένη τεχνογνωσία, έτσι ενεργούν. Όταν όμως πρέπει να αποφασιστεί κάποιο ζήτημα που αφορά τη διοίκηση της πόλεως, σηκώνεται και δίνει τις συμβουλές του γι' αυτό εξίσου και ο οικοδόμος, και ο σιδεράς, και ο έμπορος ή ο ναυτικός, και ο πλούσιος, και ο φτωχός, και αυτός που είναι από μεγάλο γένος, και αυτός που δεν είναι από κάποια γενιά σπουδαία. Και κανένας δεν τους ψέγει γι' αυτό, όπως τους προηγούμενους: γιατί εσύ, χωρίς να έχεις διδαχτεί από πουθενά αυτό το πράγμα και χωρίς να έχεις δάσκαλο σ' αυτό το θέμα, θέλεις τώρα να δώσεις και συμβουλές. Άρα, είναι προφανές πως δεν θεωρούν ότι το πράγμα αυτό είναι κάτι που διδάσκεται..». (Πλάτωνος «Πρωταγόρας» 317e–320c)


Έχουν περάσει δυόμιση χιλιετηρίδες και κείμενα όπως του Πρωταγόρα κρατάνε τη δροσιά τους στο σήμερα, όχι για να επαιρόμαστε ως απόγονοι ενδόξων Ελλήνων αλλά για να προβληματιζόμαστε σήμερα μπροστά στην κρίση.

Να υπενθυμίσουμε ότι η κρίση έχει μια διπλή ανάγνωση για αρχαίους πολιτισμούς, όπως ο κινεζικός: καταστροφή και ευκαιρία. Για τον ελληνικό πολιτισμό η έννοια της κρίσης έχει πολλαπλές αναγνώσεις. Μια από αυτές είναι η εκδοχή του κρίνω. Κι αυτό μπορεί και οφείλει να το πράξει «εξίσου και ο οικοδόμος, και ο σιδεράς, και ο έμπορος ή ο ναυτικός, και ο πλούσιος, και ο φτωχός, και αυτός που είναι από μεγάλο γένος, και αυτός που δεν είναι από κάποια γενιά σπουδαία». Εν τούτοις μας έχει καθορίσει η συνέχεια του ελληνισμού κι ίσως πέρα από κάποιες στιγμές ιστορικές, σπάνιου μεγαλείου, οι οδοδείκτες της συνέχειάς μας, μάς προσανατολίζουν σε δυο τραγικές «περιοχές»: η μια είναι η πολιτική των πολιτικών και η άλλη ο εμφύλιος σπαραγμός. Συνήθως σταθμεύεις στην πρώτη και μετά οδηγείς για τη δεύτερη «περιοχή». Είναι κάτι σαν μονόδρομος χωρίς διόδια, σήματα, χάρτη και φανάρια.

«Μα, 40 συνελεύσεις τον χρόνο, οι Αθηναίοι; Άλλη δουλειά δεν είχαν να κάνουν»; ήταν η εύλογη ερώτηση μαθητή της Δ΄ Δημοτικού όταν άκουσε από τον δάσκαλό του ότι περίπου κάθε 9 ημέρες υπήρχε συνέλευση των Αθηναίων για όλα τα κοινά. Ο δάσκαλός τους ακόμα θυμόταν τον δικό του δάσκαλο της ΣΤ΄ (τον κ. Αλέξανδρο Προβατάρη, τη σχολική χρονιά 1977-78) ο οποίος μετά το μάθημα που παρέδιδε, έλεγε στους μαθητές του: τις αγορεύειν βούλεται; (ποιος θέλει να μιλήσει;). Χωρίς να εξηγεί στην τάξη ότι αυτό το έλεγε ο επιστάτης των πρυτάνεων της Εκκλησίας του Δήμου και τον βοηθούσαν ένας κήρυκας κι ο γραμματέας της Βουλής ότι ήταν η «ατάκα» της εποχής.

Κι ο μεταγενέστερος δάσκαλος έμαθε και μάθαινε: Ότι η Βουλή των Πεντακοσίων ήταν άνθρωποι από τους δέκα Δήμους που δεν εκλεγόντουσαν αλλά ήταν κληρωτοί και με περιορισμένη θητεία, ότι αυτοί έκαναν την αγγαρεία να προετοιμάζουν τα θέματα της συνέλευσης. Ότι πληρωνόντουσαν τη μέρα εκείνη όλοι (πολίτες της Αθήνας, ενήλικοι και άνδρες) για να παρευρίσκονται ως πρόσωπα, ότι μπορούσαν να αναιρέσουν τις αποφάσεις που είχαν πάρει σε προηγούμενες, ότι μπορούσαν να βελτιώσουν τη ζωή τους με τις αποφάσεις που θα έπαιρναν. Ότι ακόμα και το θέατρο, που έπαιρναν μαζί και κολατσιό για να απολαύσουν τους τραγικούς που ασκούσαν κριτική σε άλλες πόλεις (π.χ. η εχθρική Θήβα) για να «την ακούσουν» οι δικοί τους, ήταν δωρεάν-τα «θεωρικά». Ήταν πληρωμένα όλα τα έξοδα της παράστασης (σκηνικά-ειδικά τα πανάκριβα του Ευριπίδη, μισθοί και φαγοπότια των «υποκριτών»-ηθοποιών και του τραγωδού, εισιτήρια του λαουτζίκου κλπ.) κληρονομιά του τύραννου Πεισίστρατου που εισήγαγε τον Διόνυσο, τη θεατροκρατία, τον Διθύραμβο. Οτι οι Αθηναίοι (γνωστοί ως δικομανείς), μέσω δικαστηρίων, μπορούσαν να ασκήσουν έλεγχο στα πεπραγμένα της πόλης.

Να ακούμε τους παλιούς μας, όχι μόνο για μάρμαρα που μας άφησαν ή «το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ' ακουμπήσω» (Γ. Σεφέρης), αλλά για να προσπεράσουμε τις δυο περιοχές που μας άφησαν κληρονομιά. Κι αυτό έχει ευθύνες που ακόμα δεν τις θέλουμε. Να το ξέρουμε όμως για να το αφήσουμε πίσω μας.

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου