Το πείραμα

Το πείραμα

«Όταν ένας άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος με την επιλογή ανάμεσα στην προδοσία και επομένως τη δολοφονία των φίλων του ή την επιλογή να στείλει στο θάνατο τη γυναίκα και τα παιδιά του, για τους οποίους είναι από κάθε άποψη υπεύθυνος: όταν ακόμα και η αυτοκτονία θα σήμαινε την άμεση δολοφονία της οικογένειάς του – πώς μπορεί να αποφασίσει; Ποιος θα μπορούσε να λύσει το ηθικό δίλημμα της Ελληνίδας μητέρας που της επετράπη από τους Ναζί να επιλέξει ποιο από τα τρία παιδιά της, θα ήθελε να θανατωθεί; …Μετά τη δολοφονία του ηθικού προσώπου και την εξαφάνιση του νομικού προσώπου, η καταστροφή της ατομικότητας είναι σχεδόν πάντα επιτυχής… Για να καταστραφεί η ατομικότητα πρέπει να καταστραφεί ο αυθορμητισμός, η δύναμη του ανθρώπου να ξεκινήσει κάτι καινούργιο με δικούς τους πόρους, κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί με βάση τις αντιδράσεις στο περιβάλλον και στα γεγονότα… Ο στόχος των ολοκληρωτικών ιδεολογιών δεν είναι η μεταμόρφωση του έξω κόσμου ή η επαναστατική μεταστοιχείωση της κοινωνίας, αλλά η μεταμόρφωση της ίδιας της ανθρώπινης φύσης». (Χάννα Άρεντ, Το ολοκληρωτικό σύστημα, εκδόσεις Ευρύαλος)

Το «Τρίτο Κύμα»

Το «Τρίτο Κύμα» ήταν η ονομασία ενός πειράματος που πραγματοποιήθηκε τη δεκαετία του '60 σε ένα γυμνάσιο της Καλιφόρνια από τον καθηγητή τον Ρον Τζόουνς. Ο ίδιος αδυνατούσε να απαντήσει στην εξής απλή ερώτηση: πώς ήταν δυνατόν απλοί άνθρωποι να σιωπούν ή και να συμμετέχουν σε φρικαλεότητες και στο φινάλε να αρνούνται ότι είχαν γνώση για αυτές; Έτσι προχώρησε σε ένα πείραμα χωρίς τη θέλησή τους ξεκινώντας από απλές εντολές πειθάρχησης και κλιμακώνοντας σε δημιουργία ομάδων με κοινούς συμβολισμούς και στόχους, γεγονός που δημιούργησε ικανοποίηση στους μαθητές του. Στη συνέχεια διέδωσε τον χαιρετισμό του «Τρίτου Κύματος» που ήταν αντίστοιχος της τεταμένης χειρός αλά «Sieg heil» και συνθήματα όπως «δύναμη μέσα από την κοινότητα». Διένειμε περιβραχιόνια, έδωσε αρμοδιότητες στους μαθητές του οι οποίοι ξεκίνησαν να δικάζουν και να απομονώνουν στη βιβλιοθήκη του σχολείου όσους δυσφορούσαν με την πρωτόγνωρη αυτή κατάσταση. Μάλιστα ο πιο ακοινώνητος και ''προβληματικός'' μαθητής ανέλαβε να γίνει σωματοφύλακας του καθηγητή. Την Τρίτη μέρα το περιεχόμενο που τους έθεσε, για αποκτήσουν ένα επιπλέον νόημα, ήταν η πληροφορία ότι ανήκουν σε ένα κίνημα σχολείων που θα υποστηρίξουν τον αρχηγό ο οποίος θα θέσει σε υποψηφιότητα για την προεδρία των ΗΠΑ. Μέσα σε τέσσερις ημέρες ενθουσιασμού (αλλά και εύλογων ανησυχιών των συναδέλφων του) αποφάσισε να λήξει το πείραμα στο αμφιθέατρο του σχολείου ανακοινώνοντάς τους πως θα δουν την ομιλία του «αρχηγού» του κινήματος. Η άδεια οθόνη και τα λόγια του προς τους μαθητές του πως «δεν υπάρχει αρχηγός, δεν υπάρχει κίνημα» και πως ήταν έτοιμοι να ανταλλάξουν την ελευθερία τους για την θέση τους μέσα στους «εκλεκτούς του κινήματος», ακολούθησε ταινία με σκηνές από τη Ναζιστική Γερμανία, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τη φρίκη του πολέμου. Μετά διάλυσε τη συγκέντρωση και το πείραμα δεν συζητήθηκε για πολλά χρόνια.

Στάνφορντ, «φύλακες» και «φυλακισμένοι»

Το 1971, μέσα σε έξι ημέρες ο καθηγητής ψυχολογίας Φίλιπ Ζιμπάρντο του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ τερμάτισε άδοξα το δικό του πείραμα στο οποίο συμμετείχαν 24 φοιτητές. Αυτοί είχαν μοιραστεί σε ρόλους δεσμοφύλακα και φυλακισμένου στο υπόγειο του κτιρίου της Επιστήμης της Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου, το οποίο είχε διαμορφωθεί κατάλληλα για το πείραμα. Οι δυο ομάδες όχι μόνο μπήκαν στους ρόλους τους αλλά τους προχώρησαν απρόσμενα σε επικίνδυνες καταστάσεις. Ένα τμήμα των ''δεσμοφυλάκων'' επέδειξε σαδιστικές τάσεις και αρκετοί ''φυλακισμένοι'' αποχώρησαν. Μετά την κατάρρευση ενός φοιτητή από τη βάρβαρη συμπεριφορά ο Ζιμπάρντο έληξε το πείραμα συμπεραίνοντας ότι και οι δυο ομάδες είχαν ταυτιστεί υπερβολικά με τους ρόλους τους.

«Όταν τέλειωσε η Μεγάλη Εκκαθάριση, ολάκερη η κοινωνία είχε αλλάξει πετσί, σκελετό, νευρικό σύστημα, αντανακλαστικά και φαιή ουσία. Η τάξη των ανεξάρτητων χωρικών, που δέκα χρόνια πρωτύτερα αποτελούσε τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, είχε ολότελα εξαφανιστεί. Η απαλλοτρίωση των ανεξάρτητων παραγωγών της υπαίθρου και η καταναγκαστική τους οργάνωση στα κολχόζ δημιούργησαν, από μια μεριά, ένα τεράστιο αγροτικό προλεταριάτο, που η διπλή του εκμετάλλευση, από το κράτος και την κολχοζική αριστοκρατία, συνενώνει σε μια πρωτότυπη σύνθεση μια ανατολικού (κρατικού) τύπου δουλοπαροικία και μια μοντέρνα, αλλά πρωτόγονη, μορφή εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας, κι από την άλλη μεριά, μια νέα άρχουσα τάξη στην ύπαιθρο, που χρωστάει την ύπαρξή της στην κρατική βία, λειτουργεί σαν ένας ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στο κράτος και την προλεταριοποιημένη αγροτική μάζα και τείνει να γίνει ένα οργανικό τμήμα της κυρίως ειπείν γραφειοκρατίας». (Κώστας Παπαϊωάννου, Η Γένεση του Ολοκληρωτισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις)

Το πείραμα του νέου ανθρώπου

Η δεκαετία του '30 με τις διαβόητες δίκες της Μόσχας υπό τον πειθήνιο και ραδιούργο εισαγγελέα Βισίνσκι, οι χιλιάδες εκτελέσεις με τις ύστατες δηλώσεις των θυμάτων τους πως πρόδωσαν τον σοσιαλισμό, οι αναρίθμητες εκτοπίσεις πληθυσμών, με τις εξορίες, θα μπορούσε να είναι η αφετηρία για να λήξει ένα κοινωνικό πείραμα. Αντίθετα μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, συνεχίστηκε στην Ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια με ανάλογους ρυθμούς και μάλιστα στηρίχθηκε διεθνώς από τους οπαδούς του κομουνισμού σε όλον τον κόσμο. Όλα αυτά είναι γνωστά, τόνοι χαρτιού και κιλά μελάνης έχουν ξοδευτεί για να μην υπάρξει λήθη, όμως: πώς προχωράει μια κοινωνία που έχει υποστεί τέτοια βλάβη μετά την πτώση της βαρβαρότητας; Πώς συμφιλιώνεται ο θύτης με το θύμα, πώς συναντιέται αυτός που φυλακίστηκε με τον στημένο μάρτυρα κατηγορίας του, με τον πρόεδρο του δικαστηρίου του, με αυτούς που στιγμάτιζαν την φαμίλια του;

Η αναμενόμενη αντίδραση του ενός είναι το μίσος για τον διώκτη, ενώ για τον τελευταίο είναι η κάλυψη με το επιχείρημα πως ήταν πιεσμένος ή εκτελούσε εντολές και πως έκανε ό,τι μπορούσε για να το αποφύγει. Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις, ο τελευταίος πρώην διώκτης μετατρέπεται σε διαπρύσιο κήρυκα μομφής του παρελθόντος του. Εντάσσονται άραγε στον ανθρωπολογικό τύπο που είχε περιγράψει η Χάννα Άρεντ στην «κοινοτοπία του κακού», μιλώντας για τον Άιχμαν ως ένα «ρηχό γραφειοκράτη», «συνηθισμένο, τρομαχτικά φυσιολογικό» και βέβαια όχι «διεστραμμένο ή σαδιστή»; Σίγουρα οι επόμενες γενιές που έχουν το τραύμα, ως μη-εσωτερική τους αφήγηση λόγω μη-βιώματος, μπορούν να απαλλάσσονται από αυτό αλλά, ποιος θα μπορούσε να εξασφαλίσει ότι η συναισθηματική αποκόλληση δεν θα οδηγούσε σε λήθη;

Ίσως τομείς της Κοινωνικής Ψυχολογίας θα μπορούσαν να δίνουν απαντήσεις με βάση πορίσματα από ανάλογες καταστάσεις. Έρευνες πεδίου πιθανόν να εξασφάλιζαν σε κάποιο βαθμό την ανάλυση των μηχανισμών που αναπτύσσει το «επιφανειακό» κακό, αλλά και τις δυναμικές ενίσχυσης της αξιοπρέπειας του ανθρώπου για το «ριζικό» καλό, κατά την Χάννα Άρεντ. Πάντως σε κάθε περίπτωση, η ειλικρινής προσέγγιση του παρελθόντος «συντελεί στις αναγκαίες υπερβάσεις του παρόντος και του μέλλοντος». Και όπως συνήθως, το πουλί της Σοφίας λαλεί το σούρουπο. Ή αλλιώς, το βαθύ σκοτάδι είναι πριν την αυγή.



Σχόλια

Προσθήκη σχολίου