Ο ταλαντούχος μουσικός και δημοφιλής frontman του γκρουπ «Μέλισσες» μιλάει στη LiFO για τον τόπο καταγωγής του, τη Βόρεια Ήπειρο, την εποχή που κλειδωνόταν στο δωμάτιο του επειδή ντρεπόταν και την αγαπημένη του μπάντα, τους Deep Purple.

Είναι τέσσερις το απόγευμα, λίγο μετά τη βροχή, και το γήπεδο μπάσκετ και η παιδική χαρά όπου μας έχει δώσει ραντεβού ο Χρήστος Μάστορας είναι έρημα, γεμάτα λακκούβες από νερά. Είναι το γήπεδο της γειτονιάς όπου μεγάλωσε στο Κουκάκι και η περιοχή όπου ζουν ακόμα οι παιδικοί του φίλοι, τα πρόσωπα που έχουν παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Αυτό μας λέει. «Από τότε που κατάλαβα τι σημαίνει φιλία, από την Α' Δημοτικού που έκανα τους πρώτους φίλους και κάθισα μαζί τους στο ίδιο θρανίο, ο Χριστόφορος και ο Μάνος είναι ακόμα δίπλα μου, οπότε η φιλία για μένα είναι στην κορυφή της πυραμίδας. Αυτό που με κρατάει γειωμένο στην πραγματικότητα σε όλο αυτό που περνάω είναι αυτοί οι φίλοι. Δεν έχουν καμία σχέση με τη μουσική, ο ένας είναι μηχανικός και ο άλλος κομμωτής. Είναι δίπλα μου να με συμβουλεύουν, να θυμόμαστε ποιοι είμαστε, από πού ξεκινήσαμε». «Πόσο σημαντικό είναι να θυμάσαι από πού ξεκίνησες, Χρήστο;» «Δεν είναι δύσκολο να το ξεχάσεις, αλλά λόγω αυτών των φίλων έχω ένα σημείο αναφοράς στη ζωή μου. Πάντα με στήριζαν σε ό,τι και να έκανα, σε κάθε καινούργιο live, από τότε που έπαιζα σε ένα μαγαζάκι κοντά στην παιδική χαρά ήταν εκεί. Πήγαινα ακόμα σχολείο και το κοινό μου ήταν συγγενείς και φίλοι. Έχω ζήσει άπειρες αποτυχημένες καταστάσεις σε μαγαζιά. Θυμάμαι, έπαιζα σε ένα μαγαζί στο Κολωνάκι, όπου ταυτόχρονα ήμουν και μπουφετζής-μπάρμαν και κρατούσα όλο το μαγαζί!».

Έχω άμεση σχέση με την παράδοση, στον τόπο καταγωγής μου γεννήθηκε η ηπειρώτικη μουσική, τα κλαρίνα, ο αργόσυρτος ρυθμός. Τα άκουγα πάρα πολύ όταν ήμουν μικρός, αναγκαστικά, γιατί ο παππούς μου, η γιαγιά μου, ο προπάππος μου, η προγιαγιά μου, μαζεύονταν γύρω από το τραπέζι όταν τρώγαμε, πίνανε και τραγουδούσαν ηπειρώτικα τραγούδια για την ξενιτιά.

Το Κουκάκι είναι η περιοχή στην οποία τον έφεραν οι γονείς του από τη Βόρειο Ήπειρο, όταν μετακόμισαν μόνιμα στην Αθήνα κι εκείνος ήταν τρεισήμισι μόλις χρονών. «Κατάγομαι από το χωριό Βοδίνο Δρόπολης», λέει, «δύο χιλιόμετρα από τα σύνορα, το βλέπεις με γυμνό μάτι. Τα χωριά αυτά της Δρόπολης είναι όλα μια γραμμή πάνω στα σύνορα όπου ζουν οι τελευταίοι Έλληνες της εκεί ελληνικής μειονότητας. Μόνο γέροντες, δεν υπάρχουν πια νέοι. Πηγαίνω όποτε μπορώ, για να επισκεφτώ τη γιαγιά και τον παππού μου, έχουμε ένα σπίτι εκεί». Αναστενάζει. «Θυμάμαι τα καλοκαίρια που περνούσα εκεί όταν ήμουν πολύ μικρός. Καθόμουν δύο ολόκληρους μήνες και ήταν πολύ ωραία. Ήρθαμε στην Αθήνα, δεν ήρθαμε στην Ελλάδα, γιατί και εκεί Ελλάδα είναι για μένα».

Λέει ότι το κόκκινο φωτάκι του μαγνητοφώνου τον αγχώνει, αλλά είναι ήρεμος και χαλαρός. Μιλάει αργά και ο λόγος του δεν θέλει ούτε μία διόρθωση όταν τον μεταφέρεις στο χαρτί. «Μικρός ήθελα να γίνω κιθαρίστας, αυτό ήταν το όνειρό μου. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήθελα να γίνω ο καλύτερος κιθαρίστας στον κόσμο. Η αφορμή ήταν μια φωτογραφία που τραβήχτηκε πριν αρχίσω να αποκτώ μνήμες. Ήμουν μωράκι και ο πατέρας μου από δίπλα κρατούσε μια ηλεκτρική κιθάρα, την οποία έμαθα αργότερα ότι την είχε φτιάξει μόνος του. Είμαι σχεδόν κρεμασμένος από το μπράτσο της κιθάρας. Ο ήχος της με τρέλαινε. Υπήρχε πάντα μουσική στο σπίτι, ο πατέρας μου έπαιζε ερασιτεχνικά κιθάρα σε συγκροτήματα –είναι μεταλλειολόγος μηχανικός του Πολυτεχνείου- και η μητέρα μου ψιλοτραγουδούσε και έπαιζε θέατρο». «Την έχεις αυτή την κιθάρα;» «Δυστυχώς, όχι, την είχε δώσει σε έναν φίλο του που έπαιζε σε γκρουπ κι εκείνος την έχασε. Έπεσαν σε μια λίμνη με το βαν τους και χάθηκε η κιθάρα».

Διηγείται πώς από το γκρουπάκι που είχε φτιάξει στο δημοτικό με δύο κολλητούς φίλους του, γράφοντας πομπώδεις, ακαταλαβίστικους στίχους πάνω στους έτοιμους ρυθμούς ενός αρμόνιου Casio που είχε αγοράσει ο πατέρας του, κατέληξε να γράφει μόνος του ερωτικά κομμάτια. «Το πρώτο τραγούδι που γράψαμε λεγόταν «Θλιμμένη Πόλη» και το δεύτερο hit μας ήταν ο «Μίτος της Αριάδνης». Προσπαθούσαμε ως παιδάκια να βγάλουμε νόημα από πράγματα που ακούγαμε και δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι είναι. Καθώς μεγάλωνα και ξεκίνησα μαθήματα κιθάρας άρχισε να με ενδιαφέρει περισσότερο η μουσική, γιατί στο σχολείο δεν ήμουν τοπ μαθητής, ήμουν μέτριος προς το καλό, σαν καφές, μέτριος προς γλυκό. Ό,τι άκουγα από την παράδοση αυτό έμενε, δεν διάβαζα ποτέ, γιατί από το πρωί μέχρι το βράδυ ασχολιόμουν με το πώς θα πάρω την πρώτη μου κιθάρα, πώς θα μελετήσω να γίνω καλός κιθαρίστας, πώς θα αγοράσω το καινούργιο CD των Metallica. Όλα όσα έκανα αφορούσαν τη μουσική. Ο δάσκαλός μου της κιθάρας, ο Θεοδόσης, έμοιαζε πάρα πολύ με τον Santana. Ήταν ένας τρομερός τύπος που καβαλούσε μηχανή και ήταν πολύ αλητήριος, ήταν αυτός που συνέχισε να με εμπνέει ως πρότυπο και ως μέντορας. Αυτός προκάλεσε το ενδιαφέρον μου και ασχολήθηκα με την ηλεκτρική κιθάρα. Παράλληλα, επειδή μου άρεσαν τα τραγούδια, άρχισα να τραγουδάω κιόλας, να μιμούμαι τον τραγουδιστή των Metallica, που ήταν η αγαπημένη μου μπάντα. Άρχισα να ηχογραφώ τη φωνή μου ‒σε κασέτες τότε‒ με απλούς τρόπους, σε έναν εξοπλισμό που είχε αγοράσει ο πατέρας μου και τον είχε να κάθεται. Τραγουδούσα κυρίως αγγλικά αλλά και ελληνικά, Πυξ Λαξ, γιατί ήταν εύκολα (γελάει). Μεσουρανούσαν εκείνη την εποχή οι Πυξ Λαξ. Οπότε καθόμουν κι έγραφα σαν καραόκε πάνω από τη φωνή του Στόκα και του Πλιάτσικα. Ηχογραφώντας αυτά στο γυμνάσιο κατάλαβα ότι έχω μια κλίση στο τραγούδι. Ότι είμαι σωστός, τουλάχιστον. Πάντα ντροπαλός, βέβαια, πάντα κλεισμένος στο δωμάτιό μου και ποτέ την ώρα που ήταν οι γονείς στο σπίτι, γιατί δεν μου άρεσε να μοιράζομαι τις προσωπικές αυτές στιγμές. Το καταλάβαινα, αλλά δεν μπορούσα να το μοιραστώ και ήταν σαν να μην το έχω.

Για κάποια χρόνια κανείς δεν ήξερε ότι έχω καλή φωνή, ούτε οι φίλοι μου. Όσο μεγάλωνα, ένιωθα ότι δεν μπορούσα να μπω στα κουτάκια της αίθουσας διδασκαλίας της κλασικής μουσικής. Αγόρασα μια ηλεκτρική κιθάρα και ξεκίνησα να ηχογραφώ σε υπολογιστή, άρχισα να μαθαίνω μόνος μου πράγματα σκαλίζοντας προγράμματα και να φτιάχνω τα δικά μου τραγούδια. Στο λύκειο άρχισε να με ενδιαφέρει πολύ η μέταλ μουσική. Έτσι έφτιαξα την πρώτη μου μπάντα, τους True Illusion, με το ομώνυμο τραγούδι να αφορά κάτι που με απασχολεί όλη μου τη ζωή: ότι αυτό που ζούμε είναι μια εξομοίωση της πραγματικότητας, δεν είναι η πραγματικότητα, είναι σαν ψευδαίσθηση.

Αυτό ήταν το πρώτο μου τραγούδι με βαθυστόχαστους στίχους και σιγά-σιγά, μετά τη μέταλ διαδρομή μου, πρωτοερωτεύομαι στα 16. Με πιάνουν οι έρωτες και τα μέλια και γράφω ένα ελληνικό τραγούδι, το οποίο σηματοδοτεί την αρχή μιας σχέσης μου κι έχει τον τίτλο "Ο χειμώνας πέρασε". Ήταν απλά και το νόημά του και τα ακόρντα του, πολύ χαρούμενο και uptempo, και έλεγε "ο χειμώνας πέρασε και έφερες το καλοκαίρι κι εγώ παλι σαν μωρό σού κρατώ σφιχτά το χέρι" και τέτοια πράγματα ‒ είναι λίγο νέο κύμα η φάση. Αυτό το διαδέχτηκε ένα άλλο τραγούδι που λέγεται "Ο βασιλιάς της μοναξιάς", με στίχους ενός φίλου μου που μου έκανε ιδιαίτερα στα μαθηματικά, και σηματοδοτεί τον χωρισμό, επειδή... χώρισα. Είναι αστείο το πώς συνδέονται τα τραγούδια, γιατί προφανώς ήταν αστεία και ελαφριά η σχέση τότε. Η τριλογία έρχεται να ολοκληρωθεί με το τρίτο τραγούδι, το "Γύρισε". Είναι αυτονόητο το θέμα του (ξεκαρδίζεται). Εκεί, λοιπόν, χωρίζοντας και προχωρώντας στη ζωή μου, ξεκινάει μια αναζήτηση πιο επαγγελματική, οπότε αρχίζω να παίζω σε μαγαζιά όπως το Όνομα του Ρόδου, σε πολύ ωραίες και σοβαρές μουσικές σκηνές για ροκ μουσική και έντεχνους καλλιτέχνες. Έπαιζα από μέταλ μέχρι φανκ και James Brown. Θυμάμαι ότι το πιο δυνατό και χαρακτηριστικό μου τραγούδι, αυτό που πάντα ερχόντουσαν στο τέλος να μου πουν "πόσο ωραία το είπες" ήταν το "Man's World". Ήταν το peak της βραδιάς για μένα, με το οποίο μπορούσα να δείξω τις φωνητικές μου δυνατότητες. Έβγαινα με ένα καπέλο άσπρο και τιράντες και νόμιζα ότι είχα και στυλ. Είχε πλάκα όλο αυτό.

Αυτό ήταν το πρώτο μου τραγούδι με βαθυστόχαστους στίχους και σιγά-σιγά, μετά τη μέταλ διαδρομή μου, πρωτοερωτεύομαι στα 16. Με πιάνουν οι έρωτες και τα μέλια και γράφω ένα ελληνικό τραγούδι, το οποίο σηματοδοτεί την αρχή μιας σχέσης μου κι έχει τον τίτλο "Ο χειμώνας πέρασε". Ήταν απλά και το νόημά του και τα ακόρντα του, πολύ χαρούμενο και uptempo, και έλεγε "ο χειμώνας πέρασε και έφερες το καλοκαίρι κι εγώ παλι σαν μωρό σού κρατώ σφιχτά το χέρι" και τέτοια πράγματα ‒ είναι λίγο νέο κύμα η φάση. Αυτό το διαδέχτηκε ένα άλλο τραγούδι που λέγεται "Ο βασιλιάς της μοναξιάς", με στίχους ενός φίλου μου που μου έκανε ιδιαίτερα στα μαθηματικά, και σηματοδοτεί τον χωρισμό, επειδή... χώρισα. Είναι αστείο το πώς συνδέονται τα τραγούδια, γιατί προφανώς ήταν αστεία και ελαφριά η σχέση τότε. Η τριλογία έρχεται να ολοκληρωθεί με το τρίτο τραγούδι, το "Γύρισε". Είναι αυτονόητο το θέμα του (ξεκαρδίζεται). Εκεί, λοιπόν, χωρίζοντας και προχωρώντας στη ζωή μου, ξεκινάει μια αναζήτηση πιο επαγγελματική, οπότε αρχίζω να παίζω σε μαγαζιά όπως το Όνομα του Ρόδου, σε πολύ ωραίες και σοβαρές μουσικές σκηνές για ροκ μουσική και έντεχνους καλλιτέχνες. Έπαιζα από μέταλ μέχρι φανκ και James Brown. Θυμάμαι ότι το πιο δυνατό και χαρακτηριστικό μου τραγούδι, αυτό που πάντα ερχόντουσαν στο τέλος να μου πουν "πόσο ωραία το είπες" ήταν το "Man's World". Ήταν το peak της βραδιάς για μένα, με το οποίο μπορούσα να δείξω τις φωνητικές μου δυνατότητες. Έβγαινα με ένα καπέλο άσπρο και τιράντες και νόμιζα ότι είχα και στυλ. Είχε πλάκα όλο αυτό.

Στην Τετάρτη προστέθηκαν και τα Παρασκευοσάββατα με τους 1550. Εμφανιζόμουν στο πρόγραμμά τους ως guest, οπότε άρχισα να ψήνομαι στη μουσική, στη σκηνή κυρίως, να αποκτώ εμπειρία, αλλά μέχρι τα 22 προσανατολιζόμουν περισσότερο στο ξένο ρεπερτόριο παρά στο ελληνικό, χάνοντας έναν θησαυρό που αρκετά μετά άρχισα να ανακαλύπτω. Και στις Μέλισσες, λίγο αργότερα, όλα μας τα τραγούδια ήταν προσανατολισμένα στη Δύση, με αποτέλεσμα ο πρώτος δίσκος μας, το "Μυστικό", να έχει εντελώς ποπ ύφος, γιατί εγώ άκουγα κυρίως ξένη μουσική ‒ και πιο σκληρή. Αλλά αναγκαστικά, για να κάνουμε κάτι πιο προσιτό στο μεγάλο κοινό, έπρεπε να ελαφρύνουμε κάπως τον ήχο μας, οπότε οι ροκ και μέταλ καταβολές μας λειάνθηκαν λίγο και βγήκε αυτό το αποτέλεσμα. Σιγά-σιγά άρχισε να ωριμάζει και μετά από διαφορετικά ακούσματα και επιρροές από Έλληνες καλλιτέχνες έχει φτάσει στο σημείο να είναι τώρα λίγο πιο ώριμο και όχι τόσο ελαφρύ όσο το ποπ του πρώτου δίσκου μας.

Οι Μέλισσες δημιουργήθηκαν με έναν και μοναδικό σκοπό: να κάνουμε δικά μας τραγούδια. Μας είχε κουράσει το cover, το ότι βγαίναμε να πούμε τραγούδια άλλων. Στα είκοσί μας σκεφτόμασταν "τι θα αφήσουμε σε αυτό τον κόσμο;", οπότε ο στόχος μας ήταν να φτιάξουμε από κοινού τραγούδια απ' το μηδέν. Δεν έχω ιδέα πώς έγιναν τόσο πετυχημένες οι Μέλισσες. Η τύχη είναι σημαντικός παράγοντας γιατί δεν μπορείς να τα έχεις όλα υπό τον έλεγχό σου και κατά μία έννοια πιστεύω ότι όλα είναι θεμα τύχης στη ζωή μας. Είναι ψευδαίσθηση το ότι ελέγχουμε στο 100% το μέλλον μας. Είναι πολύ σημαντικό το ότι βρεθήκαμε την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο μέρος και ήμασταν αυτοί που ήμασταν. Δεν θεωρώ ότι με κάποιους άλλους συνεργάτες θα κάναμε την ίδια επιτυχία ή ότι αν εγώ έκανα μόνος μου κάτι θα είχα την ίδια εξέλιξη». «Τώρα τι έχει αλλάξει στον ήχο σας;» «Έχει μπει πάρα πολύ το ελληνικό στοιχείο στη μουσική μας. Δοκιμάσαμε για πρώτη φορά να βάλουμε ένα ανατολικό όργανο, το νέι, στη μεγαλύτερή μας ως τώρα επιτυχία, στο "Έλεγες", και από κει ξεκίνησε αυτή η φιλοσοφία να βάζουμε στον ήχο μας πιο πολλή Ελλάδα, πιο πολλή παράδοση».

«Τι σχέση έχεις με την παράδοση;». «Έχω άμεση σχέση με την παράδοση, στον τόπο καταγωγής μου γεννήθηκε η ηπειρώτικη μουσική, τα κλαρίνα, ο αργόσυρτος ρυθμός. Τα άκουγα πάρα πολύ όταν ήμουν μικρός, αναγκαστικά, γιατί ο παππούς μου, η γιαγιά μου, ο προπάππος μου, η προγιαγιά μου, μαζεύονταν γύρω από το τραπέζι όταν τρώγαμε, πίνανε και τραγουδούσαν ηπειρώτικα τραγούδια για την ξενιτιά. Έπεφτε πολύ κλάμα στο τραπέζι γιατί τα παιδιά τους είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική ή σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Άκουγα τον ήχο τον ηπειρώτικο, αυτές τις φωνές που κόβονται από τη συγκίνηση, από τον λυγμό ‒έχουν πολύ λυγμό και κρατάνε ένα ίσο, είναι σαν να μοιρολόγια‒ και χωρίς να γνωρίζω τι λένε ή γιατί το λένε έκλαιγα κι εγώ στο τραπέζι. Αυτό το τραγούδι έμπαινε βαθιά στην ψυχή μου, χωρίς να έχω συνείδηση του τι γινόταν πραγματικά εκείνη τη στιγμή. Με συγκινούσε όλη αυτή η ατμόσφαιρα και κάποια στιγμή αυτή η επιρροή εμφανίστηκε μπροστά μου, συγκεκριμένα όταν αποφασίσαμε να κάνουμε τη διασκευή στο "Καίγομαι και σιγολιώνω". Δεν είναι ένα παραδοσιακό τραγούδι, δεν γράφτηκε την ίδια εποχή, έχει όμως έναν ήχο που παραπέμπει σε παραδοσιακό.

Για μια ποπ μπάντα είναι πιο εύκολο να κάνει επιτυχία πατώντας σε δυτικό στυλ, αλλά στην Ελλάδα η μεγάλη επιτυχία γίνεται αγγίζοντας τη βαριά Ανατολή. Αν παρατηρήσεις το λαϊκό τραγούδι αυτήν τη στιγμή, αυτό που είναι στο top-5 του ραδιοφώνου έχει πατήματα τουρκικού, ισραηλινού. Μου αρέσει πολύ η βαθιά Ανατολή, αλλά για μένα χρησιμοποιείται με λάθος τρόπο. Όταν αγγίζεις την παράδοση ευγενικά και το κάνεις καλά, ενηλικιώνεσαι. Ο κόσμος σε αντιμετωπίζει πολύ πιο σοβαρά γιατί φαίνεται ότι ασχολείσαι με αυτό επειδή το αγαπάς και όχι για να κάνεις επιτυχία και να κερδίσεις χρήματα. Το έκανα επειδή το είχα μέσα μου και όχι για να κερδίσω την εύνοια και την καλή κριτική. Το είχα ανάγκη εκείνη τη στιγμή». «Υπάρχει κάτι που θα άλλαζες αν ξεκινούσες τώρα την καριέρα σου;» «Έχω μετανιώσει που πολλές φορές δεν άκουσα το ένστικτό μου και κινήθηκα εντελώς με βάση τι κάνουν οι άλλοι συνάδελφοί μου, τι συμβαίνει στη μουσική πραγματικότητα της χώρας τώρα. Έχω μετανιώσει για επιλογές που έχω κάνει στη μουσική, παρ' όλα αυτά είμαι πολύ ευτυχισμένος που είμαι εδώ που είμαι. Πλήρωσα κάποια μαθήματα. Το πιο μεγάλο μου όφελος είναι ότι άνοιξα σαν άνθρωπος. Ήμουν ένας κλειστός χαρακτήρας, ένα πολύ ντροπαλό παιδί που δεν ήθελε να βγαίνει από το δωμάτιό του. Κλειδωνόμουν στο δωμάτιο όταν ερχόντουσαν συγγενείς, γιατί ντρεπόμουν να πάω να χαιρετήσω, με φώναζε ο πατέρας μου και δεν απαντούσα. Είχα δίπλα μου τους πολύ καλούς μου φίλους, αλλά πάντα υπό την προστασία τους ανοιγόμουν σε παρέες. Με τη μουσική έγινα ξαφνικά ένας άνθρωπος που επικοινωνεί με πολύ κόσμο και μοιράζεται τα συναισθήματα και τον εσωτερικό του κόσμο δημόσια πια».

«Ποιο είναι το τίμημα που έχεις πληρώσει μέχρι τώρα;» «Από αυτήν τη δουλειά έχουν καταστραφεί οι βιολογικοί μου ρυθμοί, αυτή είναι η μόνη ζημιά. Είναι πολλές οι φορές που αισθάνομαι ότι η δουλειά που κάνω, το ότι εμφανίζομαι σε νυχτερινά μαγαζιά, έχει επιφέρει μεγάλες ζημιές στο σώμα μου, στην υγεία μου. Θεωρώ ότι αν δεν το έκανα αυτό θα ήμουν πολύ πιο υγιής, αλλά νομίζω ότι είναι μικρό το τίμημα. Είναι πολύ περισσότερα τα οφέλη. Αν δεν το κάνεις αυτό δεν υπάρχει άλλος τρόπος να βγάλεις λεφτά από τη μουσική στην Ελλάδα. Κι αν δεν τραγουδάς κάπου, όχι μόνο δεν μπορείς να ζήσεις αλλά δεν υπάρχει και λόγος να το κάνεις. Πρέπει να εμφανιζόμαστε ζωντανά, και πολύ μάλιστα. Το κακό είναι ότι αυτήν τη στιγμή δεν μπορώ να αραιώσω τις συναυλίες μου, γιατί με τα live μπορώ να κάνω αυτό που αγαπώ. Αλλά είναι δίκοπο μαχαίρι, γιατί με τόσες συναυλίες δεν μπορώ να ασχοληθώ με το υλικό μου. Δεν γράφω πια όσο έγραφα. Δεν έχω χρόνο να κοιτάξω μέσα μου να δω τι έχω να βγάλω, να αποτυπώσω στο χαρτί όλες τις εμπειρίες μου. Για μια μπάντα που πρέπει να ζει από το υλικό της και να μην της γράφουν άλλοι τραγούδια είναι πολύ δύσκολο να τραγουδάει συχνά. Κι έχει και ψυχολογικό κόστος όλο αυτό, γιατί κάθε φορά που έχω live όλη η μέρα μου είναι δύσκολη. Αισθάνομαι απροετοίμαστος ψυχολογικά γι' αυτό που καλούμαι να αντιμετωπίσω». «Σε αναγνωρίζει ο κόσμος;» «Ναι, τελευταία πάρα πολύ. Μετά το "Rising Star" το τοπίο είναι εντελώς διαφορετικό. Το να σε αναγνωρίζουν σου κάνει τη ζωή πιο εύκολη, αλλά ταυτόχρονα αισθάνεσαι κάπως ότι σε παρακολουθούν, χάνεις την αίσθηση της ελευθερίας που μπορείς να νιώσεις όταν είσαι άγνωστος. Το "Rising Star" ήταν τρομερή εμπειρία για μένα γιατί αποκόμισα δεξιότητες, άρχισα να είμαι πιο άνετος μπροστά στον κόσμο, πιο άνετος στη δουλειά μου. Πάντα ήμουν πιο κλειστός και πιο ευαίσθητος στην οποιαδήποτε κριτική, σε οποιαδήποτε έκθεση στη δημοσιότητα. Το αντιμετωπίζω αυτό σε όλη μου τη ζωή. Θέλω να γίνω πιο κουλ με τον εαυτό μου».

«Αυτό που έχω αποκομίσει ως αίσθηση από τα reality είναι ότι ωφελούν πιο πολύ τους κριτές παρά τα παιδιά που συμμετέχουν. Ισχύει;» «Δεν διαφωνώ καθόλου. Το κοινό γνωρίζει μια πλευρά του εαυτού σου που δεν ξέρει, γιατί είναι πολύ εύκολο να σε παρεξηγήσει κάποιος αν σε βλέπει σπάνια, κρίνοντάς σε μόνο από το στυλ σου, από τον τρόπο που έχεις ντυθεί, από ένα βιντεοκλίπ. Ξαφνικά μπαίνεις στο σαλόνι του, μιλάς συνεχώς κι εκείνος αρχίζει να αισθάνεται πιο οικεία μαζί σου. Λέει "οπ, αυτός δεν είναι κωλόπαιδο". Από κει και πέρα, θεωρώ ότι έχουν τεράστια ευθύνη και τα παιδιά που έρχονται εκεί και ότι δεν εκμεταλλεύονται σωστά αυτό που τους έχει δοθεί. Δεν γίνεται ξαφνικά να σου πάνε όλα ρόδινα επειδή βγήκες στην τηλεόραση, σε ξέρει πια ο κόσμος, παίρνεις τεράστια προβολή. Το κακό σε όλα αυτά είναι η υπόσχεση που δίνεις σε αυτά τα παιδιά. Αν η υπόσχεση είναι "θα κάνεις κάτι μετά, γι' αυτό έλα", είναι εσφαλμένη. Το μόνο που έχεις να εκμεταλλευτείς είναι τα δυο-τρία λεπτά που σε δείχνουν να τραγουδάς ‒ και η τηλεόραση, καλώς ή κακώς, είναι ένα όπλο. Όταν πας, πρέπει να ξέρεις ότι μπορεί να μη γίνει τίποτα».

Τον ρωτάω για τις εμφανίσεις του στο Ηρώδειο και στο Μέγαρο Μουσικής, μια διαφορετική πλευρά του, που γνώρισε επίσης μεγάλη επιτυχία. «Το Ηρώδειο ήταν το πιο σημαντικό μέρος όπου έχουμε παίξει» λέει. «Η Καμεράτα μας πρότεινε να τους συνοδεύσουμε σε ένα αφιέρωμα στους Beatles στο οποίο θα παρουσιαζόταν η συμφωνική διάσταση του συγκροτήματος. Εμείς θα αναλαμβάναμε το πιο ροκ μέρος. Πάνω σε ενορχηστρώσεις του Νίκου του Πλατύραχου κάναμε αυτό το μπλέξιμο, το παντρεμα της κλασικής μουσικής με τον ποπ-ροκ ήχο. Την ημέρα που παίξαμε στο Ηρώδειο με έπιασε τρομερό άγχος γιατί όλα έτσι τα αντιμετωπίζω στη ζωή μου, αλλά εκεί ισοπεδώθηκα. Νόμιζα ότι δεν θα τα καταφέρω και όταν ανέβηκα στη σκηνή έζησα τη στιγμή σαν να μην ήμουν εγώ. Δεν θυμάμαι τίποτα, ανακάλυψα ότι δεν έζησα το "τώρα" γιατί δεν ήμουν στο σώμα μου. Το πόσο ωραία ήταν το βίωσα όταν μου το διηγήθηκαν οι γονείς μου. Κι επειδή αυτή η παράσταση είχε τεράστια απήχηση, έγινε κι άλλες τρεις φορές στο Μέγαρο, ένα μέρος με ιστορική σημασία για οποιονδήποτε μουσικό στην Ελλάδα. Από εκείνη την πρώτη φορά δημιουργήθηκε μια σχέση με το Μέγαρο κι έχουν έρθει κι άλλες προτάσεις. Κάναμε τη συναυλία για τους Purple που θα επαναληφθεί τον Απρίλιο και έχω και μια πρόταση για κάτι πιο παραδοσιακό. Είναι ένας τρόπος να εκφράσω πολύ καταπιεσμένες μουσικές μέσα μου. Δεν έχω κάπου να τραγουδήσω Purple ή Beatles, στα μαγαζιά όπου τραγουδάω ο κόσμος θέλει να ακούει κάποια άλλα πράγματα. Είχα ξεχάσει κάποιους παιδικούς μου έρωτες και στο Μέγαρο έγινε το όνειρό μου πραγματικότητα με τους Purple. Είπα ζωντανά το "Child in time", που είναι το αγαπημένο μου τραγούδι ever. Οι Deep Purple είναι η αγαπημένη μου μπάντα».

«Το κοινό στο μαγαζί (σ.σ. το BΟΧ στην Πειραιώς) πώς είναι;». «Έξαλλο». «Το γυναικείο;» «Υπάρχει ένας διαχεόμενος αισθησιασμός στο μαγαζί ‒ εννοώ ότι ο αισθησιασμός είναι κομμάτι του σόου. Ο τρόπος που παρουσιαζόμαστε εμείς, που τραγουδάω εγώ και χορεύουμε έχει ένα φάσμα ερωτικό, οπότε και ματιές υπάρχουν και κινήσεις από τον κόσμο που εκδηλώνει τον θαυμασμό του. Κυρίως είναι μια φάση πάρτι, ο κόσμος έχει έρθει εκεί για να πιει, να χορέψει και να πάει το ξημέρωμα στο σπίτι του. Η αλήθεια είναι ότι έχει αλλάξει η κατάσταση και αναπολώ τα '70s, γιατί μεγάλωσα ακούγοντας και θαυμάζοντας αυτές τις μπάντες. Οπότε όλη αυτή η κουλτούρα των groupies, που σήμερα ακούγεται ως κάτι σεξιστικό, έχει ένα ενδιαφέρον σήμερα, αν το κοιτάξεις λίγο ντοκιμαντερίστικα. Έχει ενδιαφέρον ως σκηνικό, γιατί δεν έκαναν όσα έκαναν αυτές οι κοπέλες χωρίς τη θέλησή τους, τους άρεσε να είναι κοντά στους μουσικούς. Η εποχή της πολιτικής ορθότητας είναι βλαβερή για πολλές ρομαντικές καταστάσεις του θεάματος. Βέβαια, κρύβει και πολύ βούρκο μέσα όλο αυτό το πράγμα. Προφανώς και υπήρχε σεξουαλική παρενόχληση, προφανώς και εκμεταλλευόντουσαν τα κοριτσάκια, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να το πας ή στο ένα άκρο ή στο άλλο; Κάθε κατάσταση πρέπει να κρίνεται μεμονωμένα, δεν μπορείς να τα βάζεις όλα στο ίδιο σακί. Αυτήν τη στιγμή γίνονται κάποιες υπερβολές για να αποφευχθεί μελλοντικά η σεξουαλική παρενόχληση, για να φοβάται όποιος το τολμήσει. Όλα κρύβονται πίσω από εναν πουριτανισμό και είναι φοβερό».