Η γη της Βορείου Ηπείρου «ορφανή» λόγω της αποδημίας

Η γη της Βορείου Ηπείρου «ορφανή» λόγω της αποδημίας

Οι Ηπειρώτες στα δύστυχα χρόνια της δουλείας ταξίδευαν στην Βαλκανική Χερσόνησο, στη Βλαχιά, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αίγυπτο και αργότερα στην Αμερική και Αυστραλία. Στα «ξένα» αγωνίζονταν να «καζαντίσουν» και να βοηθήσουν τους συμπατριώτες τους στην Πατρίδα.

Έχτιζαν και συντηρούσαν σχολεία και εκκλησίες, βοηθούσαν τους ενδεείς συντοπίτες τους. Οι Ηπειρώτες ευεργέτες είναι γνωστοί. Ολόκληρες περιουσίες διέθεταν για κοινωνικούς σκοπούς και κοινωφελή έργα στην πατρίδα. Ο εκπατρισμός, ξεριζωμός από το «ριζιμιό λιθάρι» και τότε και μέχρι σήμερα υπήρξε κατάρα και ευλογία για τον τόπο. Κατάρα, γιατί αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τους ανθρώπους τους και να ζήσουν τη ζωή του μετανάστη σε ξένα και αφιλόξενα μέρη, αλλά και ευλογία, γιατί τα «καζάντια» που αποκτούσαν με κόπους και ιδρώτα τα έστελναν στην Πατρίδα. Προσφορά πρωτίστως εθνική. Με τα χρήματα των ευεργετών άνοιγαν σχολεία και εκκλησίες και συγκρατιόνταν οι πληθυσμοί στις σειρήνες της αλλαξοπιστίας και μάθαιναν ελληνικά γράμματα.

Τα δημοτικά τραγούδια εκφράζουν παραστατικά τον πόνο του χωρισμού και τη νοσταλγία της επιστροφής. «Ώρα καλή και στα ερχόμενά σου με γεια». Με τα λόγια αυτά «ξεπροβοδούσαν» τους ταξιδευτές. Αυτά συνέβαιναν σε ολόκληρο τον τότε ηπειρωτικό χώρο πριν τεμαχιστεί η Ήπειρος σε Νότια και Βόρεια. Οι Ηπειρώτες στο Βόρειο ηπειρωτικό τμήμα εγκλωβισμένοι στην Αλβανία απολάμβαναν τον «σοσιαλιστικό παράδεισο». Με την εγκαθίδρυση του κομμουνιστικού καθεστώτος απαγορεύτηκαν τα ταξίδια στο εξωτερικό και οι μετακινήσεις στο εσωτερικό της χώρας.

Όλοι στον τόπο τους «να χτίσουν τον σοσιαλισμό». Δεν υπήρχε καμιά διέξοδος. Επικρατούσε βαθύ σκοτάδι, ανέχεια και χαφιεδισμοί χωρίς τέλος. Πρώτο κύμα φυγής, υποχρεωτικής αποδημίας των Βορειοηπειρωτών ήταν η περίοδος από το 1917 και εξής κατά την ιταλική κατοχή. Κατά κύματα εγκατέλειπαν τον τόπο τους οι Έλληνες για να αποφύγουν την ιταλική και αλβανική καταπίεση. Το δεύτερο κύμα εκπατρισμού παρατηρήθηκε κατά τη δεκαετία του 1940, όταν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους οικογενειακώς, γιατί κρεμόταν πάνω από το κεφάλι τους η «δαμόκλειος σπάθη». Όλοι τους ζούσαν με την ελπίδα της επιστροφής στα πατρικά χώματα μετά τον πόλεμο. Δυστυχώς τα σύνορα έκλεισαν για πάντα, οι άνθρωποι χωρίστηκαν και συγγενικοί δεσμοί διακόπηκαν. Οι περισσότεροι από αυτούς μετανάστευαν στην Αμερική και Αυστραλία. Στα ξένα οι πιο πολλοί αναπαύονται. Δεν αξιώθηκαν να επισκεφτούν, έστω και προσκυνητές, τη γενέθλια γη. Σχεδόν πέρασε μισός αιώνας που οι άνθρωποι ζούσαν «φυλακισμένοι». Μετά από 45 χρόνια ανείπωτου πόνου και ψυχικού κάματου, το αιμοσταγές καθεστώς κατέρρευσε και οι άνθρωποι κοπαδιαστά εγκατέλειψαν τον τόπο τους και κατέφυγαν στη Μεγάλη Πατρίδα για λίγη θαλπωρή και αγάπη. Είναι το τρίτο ομαδικό κύμα φυγής. Και από αυτούς ολόκληρες οικογένειες, αλλά κυρίως νέοι μετανάστευσαν στην Αμερική και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η βορειοηπειρωτική γη αποψιλώθηκε, ερημώθηκε, έμεινε «ορφανή». Το έμψυχο νεανικό δυναμικό μετανάστευσε στην Ελλάδα και αλλού. Ο τόπος, χρόνο με το χρόνο, παραμένει γυμνός από ανθρώπους. Τα βοσκοτόπια και η καλλιεργήσιμη γη «πέφτουν σε ξένα χέρια». Χωριά και εκτάσεις γης καταπατούνται. Και οι ομαδικές μεταναστεύσεις των Βορειοηπειρωτών εξαιτίας ιστορικών περιπετειών και καταδιώξεων δεν παύει να είναι εκπατρισμός και ξερίζωμα με δυσοίωνες συνέπειες, οι οποίες, χρόνο με το χρόνο, βγαίνουν στην επιφάνεια, γίνεται φανερή η συρρίκνωση και αποψίλωση του τόπου. Άραγε οι νέοι θα επιστρέψουν; Θα ξανανθίσει και θα ξαναζωντανέψει ο τόπος;

Θα επανέλθει το χαμόγελο της χαράς; Στην ευχή «Καλή Πατρίδα» συμπυκνώνεται η νοσταλγία και η ανάγκη της επανόδου στην πατρική γη.

Οι συμβουλές των πατεράδων μας «η πέτρα είναι βαριά στον τόπο της», ας γίνει οδηγός για μελλοντικές αποφάσεις των νέων.

Πηγή: Νίκος Υφαντής / proinoslogos.gr

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου