Το πένθος για την «Αλβανίδα» Ειρήνη Παπά

Το πένθος για την «Αλβανίδα» Ειρήνη Παπά

Όταν ήμουν δέκα χρονών, ο πατέρας μου αγόρασε τον δίσκο του Βαγγέλη Παπαθανασίου, «Ωδές». Τον ακούγαμε διαρκώς στο σπίτι. Ήταν μια απόπειρα να αποδοθούν με τον γνώριμο έκτοτε ηλεκτρονικό ήχο του Vangelis, ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Οι Ωδές συνέβαλαν στην εποχή τους (1979) στην απενοχοποίηση του τραγουδιού της Ρούμελης και της Πελοποννήσου, και ειδικότερα του κλαρίνου, που είχαν καταστεί στις συνειδήσεις πολλών Ελλήνων συνώνυμο της μουσικής της χούντας. Συνάμα, αναζωογονούσε ένα μουσικό είδος που ήταν ο ορισμός του παλιού.

Η υποβλητική φωτογραφία της Ειρήνης Παπά στο εξώφυλλο του δίσκου η οποία με την αυστηρή φωνή της απέδιδε τα δημοτικά υπό τον φουτουριστικό ήχων των πλήκτρων του Vangelis έδινε άλλον αέρα στον ελληνικό δημοτικό πολιτισμό. Τον εκσυγχρόνιζε και έβαλε ανθρώπους που αδιαφορούσαν για τις πρώτες εκτελέσεις των τραγουδιών να τα ξανακούσουν με άλλο αυτί.

Η Παπά με την απαράμιλλη ομορφιά της και τις ερμηνείες της στη μουσική, τον κινηματογράφο και το θέατρο επιτέλεσε μια εξαιρετική κρίσιμη λειτουργία για τον μετασχηματισμό του ελληνικού σε οικουμενικό. Υπήρξε μια από τις λίγες οικουμενικές Ελληνίδες καλλιτέχνιδες. Εφάμιλλα οικουμενική με την Μελίνα Μερκούρη, την άλλη παγκοσμίως διάσημη Ελληνίδα. Η Παπά δωρική, η Μελίνα μάλλον πομπώδης. Και οι δύο ωστόσο υπηρέτησαν, η κάθε μια με τον τρόπο της, την οικουμενική προσδοκία της ελληνικότητας με τον δικό τους τρόπο.

Τώρα που πέθανε η Ειρήνη Παπά πληροφορήθηκα από φίλες και φίλους στην Αλβανία ότι κάποια μέσα εκεί πένθησαν μια Αλβανίδα. Κι έτσι έμαθα πως στην Αλβανία υπάρχει η πεποίθηση πως η Παπά είχε δηλώσει Αλβανίδα όταν πρωταγωνίστησε, μαζί με τον διάσημο Κοσοβάρο ηθοποιό (από τους πιο γνωστούς στα χρόνια της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας) Bekim Fehmiu, στην ιταλική τηλεοπτική σειρά «Ο Οδυσσέας». Εκεί ο Fehmiu ήταν ο Οδυσσέας και η Παπά η Πηνελόπη. Θρυλείται πως η Πηνελόπη με τον Οδυσσέα (η Παπά δηλαδή κι ο Fehmiu) μιλούσαν αλβανικά μεταξύ τους, στα περιθώρια της ταινίας.

Έψαξα, αλλά δεν βρήκα πουθενά τεκμηρίωση για το γεγονός. Βρήκα όμως άλλα άρθρα, σε μέσα της γειτονικής χώρας, που γράφτηκαν για το θάνατο της Παπά που κάνουν λόγο για τον θάνατο «Αλβανίδας ηθοποιού» στα 96 της! Ας υποθέσουμε λοιπόν πως όντως η Ειρήνη Παπά ήταν Αρβανίτισσα, όπως η Μελίνα Μερκούρη, μιας και την αναφέραμε. Είναι αυτό ικανό να δικαιολογήσει ένα ιδιαίτερο εθνικό αλβανικό πένθος για το θάνατό της;

Θα δώσω μερικά παραδείγματα από τη βόρεια Ευρώπη για να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε. Η οικογένεια Αϊζενχάουερ μετακινήθηκε, στα μέσα του 18ου αιώνα, από μια γερμανική πόλη του Ρήνου στην Αμερική. Δύο αιώνες αργότερα, το 1943, ο επίλεκτος γόνος της οικογένειας αυτής, ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, διορίστηκε ανώτατος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων κατά την απόβαση της Νορμανδίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ανερχόμενος στον βαθμό του αρχιστράτηγου. Η –όχι πολύ μακρινή- γερμανική καταγωγή δεν εμπόδισε καθόλου τον Αϊζενχάουερ να λιανίσει τα στρατεύματα του Χίτλερ – γεγονός που αποτελεί και την αφετηρία της διαδρομής που τον οδήγησε, κάποια χρόνια αργότερα, να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ.

Θα ήταν τυραννικά αφελής κάποιος αν φανταζόταν ότι ο στρατηγός Αϊζενχάουερ αισθανόταν ότι ανήκει στο γερμανικό έθνος, επειδή, όπως προδίδει και το γερμανοπρεπές επίθετό του, ο γερμανόφωνος προτεστάντης προπάππους του άφησε τις όχθες του Ρήνου για να βρεθεί στο Κάνσας. Ο ίδιος, άλλωστε, θριαμβευτής του Πολέμου, μιλώντας στο Λονδίνο, τον Δεκέμβριο του 1945, δήλωνε με υπερηφάνεια: «I come from the very heart of America».

Το θέμα, λοιπόν, είναι τι θέλει και πώς νιώθει ο καθένας και η καθεμιά, και όχι από πού ήρθαν οι απώτατοι πρόγονοί του από τον 15ο αιώνα. Που είναι η «καρδιά» του όχι το «αίμα» του. Δεν υπάρχει ελληνικό ή αλβανικό αίμα. Ψυχή υπάρχει. Ο Αϊζενχάουερ ήταν Αμερικανός. Και τι Αμερικανός μάλιστα! Με άλλα λόγια, το κρίσιμο είναι το στοιχείο της βούλησης, είτε βασίζεται σε κάποια κοινή καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία, πολιτισμό είτε όχι.

Αν δεν ακολουθήσουμε αυτό το κριτήριο, τότε είμαστε καταδικασμένοι σε μόνιμες ψευδαισθήσεις: να ανακαλύπτουμε Αλβανούς στα Μεσόγεια της Αττικής αντί για Αρβανίτες, Γερμανούς στο Κάνσας αντί για Αμερικανούς, Γάλλους στο Μόντρεαλ και όχι Καναδούς, Ολλανδούς στην Αμβέρσα, Πορτογάλους στο Ρίο, Ιταλούς στο Μπουένος Άιρες, Βούλγαρους στα Σκόπια αντί για Μακεδόνες, και πάει λέγοντας. Ενώ φυσικά δεν θα μπορέσουμε ποτέ να κατανοήσουμε γεγονότα όπως ο Αμερικάνικος Αγώνας της Ανεξαρτησίας, αφού όλων των πλευρών το «αίμα» ήταν αγγλικό.

Τα παραδείγματα είναι αναρίθμητα. Και εννοείται πως έτσι, δεν θα καταφέρουμε να βρούμε ποτέ και πουθενά Αμερικανούς, Ελβετούς, Βέλγους, Ουκρανούς, καθώς όλους αυτούς θα τους θεωρούμε «δημιουργήματα». Αυτό κάνει ο Πούτιν στους Ουκρανούς. Τους λέει ότι δεν υπάρχουν ως έθνος κι ότι είναι Ρώσοι.

Από την άλλη, όλα τα έθνη, και κυρίως τα πιο μικρά και «πεινασμένα» για επιτυχίες νιώθουν έντονα την ανάγκη να ανακαλύπτουν τέκνα τους παντού και πάντα στον κόσμο. Όταν μάλιστα πιστεύουν πως είναι και τα πιο αρχαία στον κόσμο, όπως κατεξοχήν το ελληνικό αλλά και το αλβανικό, τότε η προσπάθεια για τη συλλογική οικειοποίηση ατομικών επιτυχιών καλλιτεχνών, αθλητών ή όποιων άλλων διάσημων παύει να είναι απλώς μια ιστορική αστοχία. Καταντάει γραφικότητα. Ο Gregory Peck ήταν μισός Έλληνας, λέει: Γρηγόρης Πέκιος, με μια καταγωγή χαμένη μεταξύ Ελλάδας και Ιρλανδίας τον 18ο αιώνα. Ο Κάστρο δεν είναι Κουβανός, αλλά Ισπανός. Οι Κένεντυ δεν είναι Αμερικάνοι, αλλά Ιρλανδοί, η πρώην πρόεδρος της Βραζιλίας Ντίλμα Ρούσεφ δεν είναι Βραζιλιάνα, αλλά Βουλγάρα και ο κατάλογος δεν τελειώνει ποτέ.

Κρατώ για το τέλος πως η Ειρήνη Παπά ούτε καν Αρβανίτισσα ήταν. Το χωριό της, το Χιλιομόδι Κορινθίας καθώς και το Αγιονόρι από το οποίο προήλθαν οι Χιλιομοδίτες, δεν μιλούσαν αρβανίτικα τουλάχιστον τον τελευταίο ενάμιση αιώνα, σε αντίθεση με τα περισσότερα χωριά της περιοχής τους. Μιλούσαν μία παλαιά πελοποννησιακή ελληνική διάλεκτο, γεγονός που συνηγορεί μάλλον σε πολύ παλιά ελληνοφωνία. Όπως έχουν επισημάνει ερευνητές των αρβανίτικων και άριστοι γνώστες του θέματος όπως ο Λεωνίδας Εμπειρίκος και ο Λάμπρος Μπαλτσιώτης, επρόκειτο για μια «σφήνα» ελληνοφωνίας μεταξύ δύο μεγάλων αλβανόφωνων περιοχών.

Κοινώς, φίλοι μεν μύθοι, φιλτάτη δε αληθεία.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

*Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι Κοσμήτορας Σχολής Πολιτικών Επιστημών, Καθηγητής Πολιτειολογίας Παντείου Πανεπιστημίου


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου