Οι επιχειρήσεις του 1823 και ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη

Οι επιχειρήσεις του 1823 και ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη

Οι επιχειρήσεις κατά το τρίτο έτος της επανάστασης (1823) δεν ήταν και τόσο σημαντικές. Οι Τούρκοι το 1823 ακολούθησαν το σχέδιο της εισβολής στην Πελοπόννησο, την οποία θεωρούσαν καρδιά της επανάστασης.

Γι' αυτό δύο χωριστές στρατιές θα βάδιζαν, η μία από τη Δυτική Ελλάδα (Αιτωλοακαρνανία) και η άλλη από την Ανατολική και θα συναντιόνταν στη Ναύπακτο και με πλοία θα περνούσαν στην Πελοπόννησο. Όμως, η στρατιά της Ανατ. Ελλάδας ήταν μικρή διότι ο στρατός που προχώρησε μέχρι την Αττική αναγκάστηκε εξ αιτίας ασθενειών και στερήσεων να αποσυρθεί στη Λαμία.

Αξιολογότερη ήταν η εκστρατεία, την οποία επιχείρησαν οι Τουρκαλβανοί Γκέγκηδες και Μιδρίτες με ηγέτες τον Ομέρ Βρυώνη και τον Μουσταήμπεη. Οι δύο αρχηγοί με 16 χιλιάδες άνδρες βάδιζαν, ο μεν πρώτος από τον Καρβασσαρά (Αμφιλοχία), ο δε δεύτερος από τα Άγραφα. Στόχος τους να ενωθούν μπροστά στο Μεσολόγγι.

Όμως, ενώ πλησίαζε αυτός ο κίνδυνος, που δεν ήταν και μικρός, μεταξύ των αρχηγών του ελληνικού στρατού της Δυτικής Ελλάδας είχε εισχωρήσει το μικρόβιο της αντιζηλίας. Οι οπλαρχηγοί είχαν παραμελήσει το στρατό και φιλονικούσαν μεταξύ τους για τα πρωτεία. Η Κυβέρνηση, για να κατασιγάσει τα πάθη, έστειλε διπλώματα αρχιστρατηγίας σε όλους τους οπλαρχηγούς. Αυτό έθιξε τον Σουλιώτη οπλαρχηγό Μάρκο Μπότσαρη, ο οποίος φάνηκε ανώτερος των μικροτήτων εκείνων και τότε ενώπιον όλων ασπάστηκε το δίπλωμα που του έστειλε η κυβέρνηση, σε ένδειξη σεβασμού και το έσχισε λέγοντας το περίφημο: «Όποιος είναι άξιος λαμβάνει δίπλωμα μεθαύριον ενώπιον του εχθρού». Και αναχώρησε για να πολεμήσει τον εχθρό…

Κατά το τέλος Ιουλίου 1823 τον απασχόλησε ιδιαίτερα η άφιξη του Λόρδου Βύρωνα στην Ελλάδα. Ο μεγάλος Άγγλος φιλέλληνας είχε έλθει πριν από λίγο στην Κεφαλονιά. Έφερε δε και δύο συστατικά γράμματα του Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνατίου. Ο Ιγνάτιος ήταν ένας από τους εξοχότατους άνδρες του Αγώνα και της προετοιμασίας του. Ήταν Μητροπολίτης Άρτας (1794-1805). Το 1805 μετά τις σφαγές του Αλή πασά στην Πρέβεζα κινδύνευε η ζωή του. Κατέφυγε στην Κέρκυρα και από εκεί στη Ρωσία. Ο Τσάρος τον ονόμασε Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας. Κατά την Επανάσταση θαυμαστή υπήρξε η διπλωματική του δράση. Αδιάκοπα βρισκόταν σε συνεννόηση με τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και τους στρατιωτικούς ηγέτες.

Με τον Λόρδο Βύρωνα έστειλε μία συστατική επιστολή στον Αλεξ. Μαυροκορδάτο και μία στο Μάρκο Μπότσαρη. Το Μάρκο στο Καρπενήσι που βρισκότανε τον ειδοποίησε για την επιστολή ένας φίλος του που βρισκότανε στην Κεφαλονιά. Ο Μάρκος χάρηκε πολύ για την ιδιαίτερη τιμή. Στις 30 Ιουλίου έγραψε στον Μεταξά να καλέσουν τον Λόρδο ως επίσημο προσκεκλημένο της Κυβέρνησης.

Στο μεταξύ ισχυρό εχθρικό σώμα από πέντε χιλιάδες πεζούς και ιππείς υπό τον Τσελαλεδίν μπέην στρατοπέδευσε κοντά στο Καρπενήσι. Ο Μάρκος με 1.250 άνδρες κατέλαβε το Μικρό χωριό. Στο Μεγάλο χωριό έστειλε τους Τζαβελλαίους και άλλους.

Τα δύο σώματα προετοιμάστηκαν να ενεργήσουν την επίθεση τη νύχτα της 8ης προς την 9η Αυγούστου 1823. Η έφοδος ήταν τόσο ορμητική, ώστε οι φρουροί του τουρκικού στρατού αιφνιδιάστηκαν και δεν αντιλήφτηκαν αμέσως περί τίνος πρόκειται και δεν πρόφθασαν να ειδοποιήσουν τους αξιωματικούς τους.

Οι Σουλιώτες προχωρούσαν δια μέσου του στρατοπέδου τρέχοντας και ανέτρεπαν ή κατέκοπταν όσους έβρισκαν μπροστά τους με τα σπαθιά. Έτσι δημιουργούσαν σύγχυση στους άλλους, από τους οποίους πολλοί έφευγαν προς τα πίσω για να σωθούν και άλλοι διερωτώνταν τι συμβαίνει, φανταζόμενοι μάλλον ότι πρόκειται για κάποια στάση ενός τμήματος δικού τους από τις συνηθισμένες στα τουρκικά στρατόπεδα.

Κάποιοι από τους Αλβανούς υποπτευόμενοι ότι επρόκειτο περί ταραχής και για να μη προκληθεί αιματοχυσία, φώναζαν: -Χατάς. Δεν είναι γκιαούρηδες. Γυρίστε πίσω.

Χατάς στα αλβανικά σημαίνει λάθος.

Τότε ο Μπότσαρης φώναξε: Δεν είναι χατάς. Είναι ο Μάρκος Μπότσαρης και θα σας σφάξει όλους. Και έδωσε αμέσως εντολή στον σαλπιγκτή του να σαλπίσει επίθεση. Το εχθρικό σάλπισμα μπροστά στις σκηνές του στρατηγείου και το όνομα του Μπότσαρη κυκλοφόρησε αμέσως μεταξύ των τουρκικών τάξεων και προκάλεσε αναστάτωση και ακουγόταν τώρα από παντού η κραυγή των πανικόβλητων: -Έρδε Μάρκο Μπότσαρη!

Άρχισε τότε φονικό πυρ και άγρια χρήση σπαθιών και γιαταγανιών εκ μέρους των Σουλιωτών. Οι Αλβανοί μπροστά στην εχθρική εκείνη επίθεση στο κέντρο του στρατοπέδου τους, άλλοι έφευγαν προς πάσαν κατεύθυνσιν για να σωθούν, άλλοι τουφεκίζονταν μεταξύ τους λόγω της μεγάλης σύγχυσης, επειδή οι Σουλιώτες χρησιμοποιούσαν την αλβανική γλώσσα και αγνοούσαν αν ο απέναντί τους ήταν εχθρός ή φίλος και άλλοι πετούσαν τα όπλα τους προς εκείνους που τους καταδίωκαν για να τους απασχολήσουν με την αποκόμιση των όπλων – λαφύρων και να προφθάσουν να ξεφύγουν.

Οι σκηνές καταπατήθηκαν από τους μαινόμενους Σουλιώτες και οι μόλις εκείνη τη στιγμή αφυπνισθέντες Αλβανοί ή κατασφάζονταν ή μόλις κατόρθωναν να φύγουν τρέχοντας, τραυματισμένοι ή σε κακή κατάσταση και αλλοφρονούντες από τον τρόμο. Λίγοι μόλις κατόρθωσαν να συγκρατηθούν και να πυροβολούν από τις θέσεις τους.

Ένας από αυτούς τους Αλβανούς πλήγωσε θανάσιμα τον Σουλιώτη σαλπιγκτή, ο οποίος είχε εντολή να δώσει το σύνθημα μετά από λίγο και προς τους υπό τον Τζαβέλλα Σουλιώτες, από κατάλληλο σημείο, ώστε να ακουστεί από αυτούς, για να αρχίσει και εκεί η επίθεση. Και άλλος τραυμάτισε τον Μπότσαρη στη βουβωνική χώρα. Παρά το συμβάν αυτό, εκείνος χάρη στην αντοχή του και χωρίς να μιλήσει στους άλλους για τον τραυματισμό του, για να μη τους αποθαρρύνει, δεν ανέκοψε την ορμή του και όρμησε μέσα σε μία σκηνή αξιωματικών που βρέθηκε μπροστά του. Εκεί είδε τον παλιό του γνώριμο Άγο Βασιάρη, τον συνέλαβε και τον παρέδωσε για φύλαξη στους Σουλιώτες που τον ακολουθούσαν. Άρπαξε και έναν άλλο ανώτερο αξιωματικό που βρέθηκε στη σκηνή, τον έσυρε έξω για να τον κρατήσει και αυτόν αιχμάλωτο.

Ολόκληρος ο τουρκικός στρατός μετακινήθηκε με αργή υποχώρηση σε θέσεις που είχαν ανοιχθεί μικροί λάκκοι για να οχυρωθούν εκεί και να πυροβολούν από εκεί. Τότε ο Μπότσαρης για να απαλλαγεί από αυτή την ενόχληση και να μπορέσει να προχωρήσει με το σώμα του χωρίς φθορά συγκέντρωσε διακόσιους άνδρες και όρμησε κατά των οχυρωμένων στη μάντρα. Επικεφαλής πάντοτε των άλλων και θέλοντας να δει πόσοι ήταν μέσα στο οχύρωμα εκείνο ανασηκώθηκε μέχρι το χείλος της μάνδρας υψώνοντας πάνω από τη μάντρα το κεφάλι του. Ένας αράπης, ο σωματοφύλακας του Αλβανού αρχηγού, τον είδε και τον πυροβόλησε αμέσως με την πιστόλα του. Η σφαίρα βρήκε τον Μάρκο Μπότσαρη στο δεξιό μάτι και ο ήρωας έπεσε καταγής.

-Εβαρέθηκα αδελφοί, είπε. Οι γύρω του έτρεξαν και τον υποβάσταξαν. Τον απομάκρυναν και τον κάλυψαν με μία χλαίνη, όταν διαπίστωσαν το θάνατό του. Για εκδίκηση έσφαξαν στο σημείο εκείνο τον αιχμαλωτισθέντα αξιωματικό.

Αμέσως, ανεκηρύχθη αρχηγός του σώματος ο αδελφός του Μάρκου, ο Κώστας Μπότσαρης. Έτσι επέστρεψαν οι άνδρες του στα αρχικά τους σημεία όσοι είχαν αρχίσει την εκπληκτική εκείνη νυκτερινή επίθεση. Ο Μάρκος μεταφέρθηκε επάνω στο άλογό του και τοποθετήθηκε όρθιος, σαν να ίππευε ζωντανός, με το κεφάλι δεμένο και στηριζόμενο επάνω σε φούρκα που τοποθετήθηκε στα οπίσω του εφιππίου. Καταλυπημένοι πίσω από τον νεκρό αρχηγό τους και φέροντες πλείστα λάφυρα, μεταξύ των οποίων τέσσερις σημαίες, χίλια εξακόσια τουφέκια, χίλια οχτακόσια πιστόλια, τριακόσια σπαθιά, χίλια διακόσια άλογα, πολλά μουλάρια και γιδοπρόβατα. Λάφυρα που πήραν κατά τη σκληρή πάλη και αντί πολυτίμου αίματος. Ο νεκρός αρχηγός μεταφέρθηκε στη μονή του Προυσού και από εκεί η συνοδεία κατευθύνθηκε προς το Μεσολόγγι…

Κατά τη μάχη η οποία στοίχισε στους Αλβανούς 1.500 νεκρούς και πολλούς τραυματίες, έπεσαν νεκροί 60 Σουλιώτες και τραυματίστηκαν 42 και μεταφέρθηκαν όλοι από τους άλλους. Αλλά η μεγάλη, η ανυπολόγιστη ζημιά ήταν η απώλεια του ηρωικού αρχηγού, η οποία εκμηδενίζει κάθε ωφέλεια.

Η δε μάχη εκείνη, η μοναδική στην ιστορία του αγώνα για τον ηρωισμό που επέδειξαν, αλλά και για το τολμηρότατο σχέδιο, δεν είχε άλλο αποτέλεσμα παρά μόνον την τριβή του εχθρού και μικρή μόνον ανακοπή της προέλασής του από την προκληθείσα ταραχή.

Ο θάνατος του Μπότσαρη έγινε γνωστός στο Μεσολόγγι το πρωί της επομένης ημέρας της μάχης, της 10 Αυγούστου. Στον έπαρχο Μεταξά ανήγγειλε το θλιβερό γεγονός ο Βασίλης Γούδας. Αμέσως άρχισαν να χτυπούν πένθιμα οι καμπάνες των εκκλησιών της πόλης και οι κάτοικοι βγήκαν έξω στους δρόμους, ο δε έπαρχος Μεταξάς βγήκε έξω από την πόλη και προϋπάντησε τη συνοδεία.

Το Μεσολόγγι ετοιμάζονταν να δεχτεί νεκρό εκείνον που περίμενε να τον υποδεχτεί θριαμβευτή. Όταν η συνοδεία βρισκόταν λίγο έξω από την πόλη, η αδελφή του Μάρκου Μάρω έστειλε τον Γούδα, για να παρακαλέσει εκ μέρους της τον Μεταξά να μεταφερθεί ο νεκρός στο σπίτι της. Ο Μεταξάς έκαμε αυτό που ζήτησε η αδελφή του. Εκεί οι Μεσολογγίτισσες έκλαψαν τον ήρωα μαζί με τη γενναία Σουλιώτισσα Μάρω, η οποία παρά τη συντριβή της κατά τους θρήνους εύρισκε να πει ηρωικούς λόγους. Είχε συνηθίσει να κλαίει τέτοιους νεκρούς.

Κατά το διάστημα αυτό, με διαταγή του έπαρχου Μεταξά, ρίχνονταν κάθε τέταρτο της ώρας από τους προμαχώνες 33 κανονιοβολισμοί όση η ηλικία του Μάρκου…

Η κηδεία από το σπίτι της Μάρως προς την εκκλησία έγινε μετά από λίγες ώρες, τέτοια που θύμιζε με τη σύνθεσή της σελίδες ηρωικών επών. Προπορεύονταν οι αιχμάλωτοι Τούρκοι με τα χέρια δεμένα, ακολουθούσαν τα άλογα των πασάδων που μεταφέρθηκαν από το πεδίο της μάχης, όπως και των μπέηδων με τα πολυτελή σαμάρια τους και ακολουθούσαν οι τουρκικές σημαίες που πάρθηκαν από το πεδίο της μάχης.

Ακολουθούσε ο κλήρος του Μεσολογγίου με τον Αρχιεπίσκοπο. Κατόπιν εφέρετο ο νεκρός σκεπασμένος με μπλε χλαίνη. Ακολουθούσαν η αδελφή και οι συγγενείς του νεκρού και πλήθος γυναικών της πόλης, ο έπαρχος και άλλοι επίσημοι και οι πολίτες. Και τέλος οδηγούνταν πίσω τα λαφυραγωγηθέντα γιδοπρόβατα του εχθρού, πάνω από χίλια άλογα και μουλάρια φορτωμένα με τα αποκομισθέντα από το στρατόπεδο του Μουσταή όπλα και τα άλλα λάφυρα.

Εικόνα θριάμβου του θρυλικού ήρωα. Με τη διαφορά ότι ο θριαμβευτής ήρωας μεταφέρονταν για να ταφεί. Μετά την νεκρώσιμη ακολουθία στη Μητρόπολη του Μεσολογγίου, ο νεκρός μεταφέρθηκε στην τελευταία του κατοικία με την ίδια τάξη της συνοδείας και ετάφη υπό τους πυκνούς κανονιοβολισμούς των πυροβολοστασίων...

Στις 24 Δεκεμβρίου 1823, έφθασε στο Μεσολόγγι ο Λόρδος Βύρων. Ανέλαβε την ηγεσία 500 Σουλιωτών, οι οποίοι μετά τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη περιφέρονταν στο Μεσολόγγι χωρίς αρχηγό και προσπάθησε να τους συνηθίσει στην ευρωπαϊκή πειθαρχία. Με πολύ ζήλο κατέβαλε προσπάθειες να οργανώσει τακτικό στρατό.

Πηγή: proinoslogos.gr

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου