Ο Σπύρος Μήλιος, οι Αθηναίοι και ο Κολοκοτρώνης


Ο στρατηγός Σπύρος Μήλιος ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ του Παρασκευά στην πλατεία Αναβρυτηρίου, περίπου στη συμβολή των οδών Μητροπόλεως και Αιόλου, ήταν πριν από 150 χρόνια ο χώρος όπου αντάλλασσαν απόψεις οι πολίτες των Αθηνών και εκπέμπονταν τα μηνύματα στους κρατούντες. Όπως συνήθιζε, ένα πρωινό του Ιουνίου του 1862, πήγε να πάρει τον καφέ του ο καταγόμενος από τη Χειμάρρα 62χρονος αγωνιστής, στρατηγός και υπουργός Στρατιωτικών Σπύρος Μήλιος.

Οι θαμώνες του καφενείου εξαπέλυαν καταιγιστικά πυρά εναντίον των κυβερνήσεων του Όθωνα, διότι, ενώ δαπανιόταν το ένα τρίτο των εξόδων του προϋπολογισμού του κράτους, "ουδέ εις στρατών ανηγέρθη εν τη πρωτευούση και οι δυστυχείς στρατιώται βράζουσι το καλοκαίρι». Επίσης, ότι, ενώ ο Δήμος Αθηναίων «εισπράτει χιλιάδας δραχμών, οι πολίται δεν ευρίσκουσι το καλοκαίρι νερόν δια να βρέξωσι τας κεφαλάς των».

Σκεπτικός ο στρατηγός άκουγε παράπονα ότι πουθενά στις επαρχίες δεν υπήρχαν γέφυρες, δρόμοι και στρατώνες, ενώ οι υπουργοί φρόντιζαν μόνο να βολέψουν συγγενείς και φίλους. «Ας κάμη τέλος πάντων η κυβέρνησις πράγματα και ημείς αδιαφορούμεν περί των προσώπων» έλεγαν οι θαμώνες του καφενείου, προβληματίζοντας τον Σπύρο Μήλιο. Φεύγοντας αφού έκανε μια βόλτα από τον Παλαιό Στρατώνα, κατευθύνθηκε στο γραφείο του επίσης μπαρουτοκαπνισμένου πρωθυπουργού Γενναίου Κολοκοτρώνη.

«Τι κάνεις, στρατηγέ μου;» τον ρώτησε ο κατά έξι χρόνια νεότερος πρωθυπουργό. «Κάμωνομαι τον υπουργό»  απάντησε ο Σπύριος Μήλιος, ο οποίος έδωσε πραγματική μάχη με τα προβλήματα, ανέλαβε προσωρινά και το υπουργείο Ναυτικών, αλλά ήταν ήδη αργά. Δεν πέρασαν 100 ημέρες και η λαϊκή οργή κατέληξε στην έξωση του Όθωνα.

Ελευθέριος Σκιαδάς