Χειμάρρα πάρε τ'άρματα


Το κύμα, που ξαπλώνεται στου Πελάου την Αγκάλη,
Και καρτερεί ένα φύσημα να στηλωθή, ν' αγριέψη.
Να πνίξει κάθε κάτεργο και κάθε περιγιάλι,
Ποιος άνεμος βουλήθηκε ποτέ να το μερέψη;
Τ' άλογο εκείνο τ' ανήμερο πόμαθε από πουλάρι
Ελεύθερο ανυπότακτο να τρέχη ν' ανεμίζει
τη χαίτη του στην έρημο και δίχως Καβαλλάρη
Ποιός λέγει του βάζει τη θηλιά και σκλάβο το γυρίζει;
Του λόγγου τ' αγριοδάμαλο που τούναι νεροκράτης
το ρέμμα τ' ασπροπόταμου κ' έμαθε να κεντρώνη
τα δ'ενδρα με τα κέρατα, ποιός είπε ζυγολάτης
πώς του φορτώνει το ζυγό και τ' οδηγαέι και οργώνει;
Τον σταυραετό που πέλεται, απ' τα μικρά του χρόνια
Μεσουρανεί στα σύν νεφα και σμίγει με τ' αστέρια
Τα φλογερά τα μάτια του και πίνει από τα χιόνια
Να τον σκλαβώση ποιός μπορεί, μ'όσια κι' αν έχει χέρια;
Και της Ηπείρου το στοιχειό, την ξακουστή Χειμάρρα
Πώχει γονιό τον πόλεμο, πώχει τροφή το αίμα
Και μάτι της την αστραπή και χνώτο την αντάρα
Να την πατήσει ποιός μπορεί, ποιός είπε τέτοιο ψέμμα;
Χειμάρρα πάρε άρματα κατά το Σούλι βάζε
Να παρατήση γρήγορα τον έρμο γερουλάτη
Και να ζωθή τ' αρμάτι του, το γέρο Πίνδο κράξε
Να μην σχολιάζη βάρυπνος ν'αχη άγρυπνο το μάτι.
Βουνά μου, πάρτε τ' άρματα, τα γέρικά σας χιόνια
Και τα πολλά τα κρούσταλλα ν' ανάψη να τα λυώση
Η πύρινη από τα νειάτα σας κι από τα παλιά σας,
Ποιόν καρτεράτε, δύστυχα, νάρθη να σας σγκώση;

Σχόλια

Προσθήκη σχολίου