Το Ευαγγέλιο της Κοκαμιάς (Κακομαίας)

Το Ευαγγέλιο της Κοκαμιάς (Κακομαίας)

Ο Παπαδημήτρης, ή Δημήτρης Στεφάνου της οικογένειας Παπαδημαίων της Νίβιτσας, εφημέριος του χωριού και ηγούμενος της Μονής Κοκαμιάς σε μια ιδιόχειρη σημείωση στο πρώτο φύλλο του θαυματουργού Ευαγγελίου, με ημερομηνία Αυγούστου 1643 μας έδινε την πληροφορία ότι:

«Σήμερα ήρθαν μουσαφιραίοι στο Μοναστήρι Φράγκοι, οι οποίοι βγήκαν στην ξηρά κάτω από το μοναστήρι λόγω του ότι το "λόβερ" η βάρκα με τρία κατάρτια τσακίσθηκε απο τη μεγάλη τραμουντάνα. Οι Φράγκοι εκτός από τα χρήματα, που άφησαν στο μοναστήρι, αφιέρωσαν και μια εικόνα της Παναγίας»

Η ιστορία του Ευαγγελίου δεν είναι γνωστή, η παράδοση αναφέρει ότι είναι ένα απο τα τέσσερα θαυμαστά Ευαγγέλια του κόσμου. Είναι γραμμένο σε περγαμηνή και με εικονογράφηση έγχρωμη. Στην ακτή της Κοκαμιάς το έβγαλαν από την θάλασσα τα φύκια και από κει το πήρε ένας βοσκός που έβοσκε στην παραλία τα πρόβατά του.

Το Ευαγγέλιο της Κοκαμιάς πίστευαν και Τούρκοι. Οι Μουσουλμάνοι του Κουρβελεσίου έστελναν στην Κοκαμιά αφιερώματα πάμπολλα και μάλιστα ζώα χοντρά και λιανά. Έλυναν τις διαφορές τους με όρκο στο Ευαγγέλιο:
- Θα το λύσουμε με όρκο στο Βαγγέλιο της Κοκαμιάς!


Το έπαιρναν συχνά στα χωριά για αγιασμό και μάλιστα, όταν έπεφταν αρρώστιες στα κοπάδια. Στο διάστημα των αιώνων είχε περιπέτειες και γι' αυτό οι Νιβιτσιώτες είχαν λάβει δρακόντια μέτρα για τη διασφάλιση του. Η φύλαξή του ανετίθετο σε οικογένειες με απόφαση των γενικών συνελεύσεων του χωριού, των εφοροεπιτρόπων και της μουχταροδημογεροντίας και η παράδοση γινόταν με πρωτόκολλο για ορισμένο χρονικό διάστημα. Η οικογένεια που είχε την φύλαξη δεν άφηνε ποτέ το σπίτι χωρίς φρουρά ανδρών και το καντήλι έκαιγε μερόνυχτα.

Για να πάνε να το προσκυνήσουν στο σπίτι, που φυλαγόταν έπρεπε να συνοδεύονται από τον ιερέα και τους εφοροεπίτροπους και να ασπασθούν μπροστά τους. Προκειμένου να μεταφερθεί σε άλλο χωριό κατ΄ αίτηση του έπρεπε να συνοδεύεται κατά τη διαδρομή από ένοπλους φρουρούς (συνήθως αγροφύλακες) της Νίβιτσας και του χωριού, που το ζήτησε για αγιασμό κι αυτό ύστερα από απόφαση της δημογεροντίας. Η παραλαβή από την οικογένεια, που το φύλαγε γινόταν με ιεροτελεστία, ενώ οι καμπάνες του χωριού χτυπούσαν και όλοι οι χωρικοί, όπου κι αν βρισκόντουσαν, έκαναν το σταυρό τους. Το ίδιο επαναλαμβάνονταν και στο χωριό που πήγαινε.

Ισχυρές φάρες, που φύλαγαν το Ευαγγέλιο της Κοκαμιάς στη Νίβιτσα οι αδελφοί Κυριάκος, Βαγγέλης και Ανααστάσης Παπαδήμας, Ιωάννης Δούλης, Γεωργάκης και τα παιδιά του, ο Πύλιος και Κώτσο Παπαγκίκας, Γιωργάκη Γκιόκας, Κώτσο Θωμάς, Κώτσο Κουμής κ.α.

Κατά τους δύσκολους καιρούς του βαλκανικού πολέμου οι κάτοικοι της Νίβιτσας κατέφυγαν πρόσφυγες στην Κέρκυρα. Εκεί μετέφερε και το Ευαγγέλιο ο φύλακας του εκείνη την περίοδο Γιωργάκης Γκιόκας. Εκεί υπήρχαν πληροφορίες οτι σπείρα Γερμανών αρχαιοκάπηλων προσπαθούσε να το αγοράσει προσφέροντας στον φύλακα ενάμιση εκατομμύριο μάρκα. Όμως η φρουρά διπλασιάστηκε και το Ευαγγέλιο μετά την λήξη του πολέμου γύρισε στη Νίβιτσα, όπου κινδύνευσε να φύγει απο την αρχαία κοιτίδα του και να μεταφερθεί στο Εθνικό Μουσείο των Τιράνων επί των αλβανικών κυβερνήσεων.

Τρεις φορές επι υπουργίας (εσωτερικών) Μουσά Γιούκα προσπάθησαν οι τζαντερμάδες των Αγίων Σαράντα να το αποσπάσουν απο τη Νίβιτσα, όμως ανένδοτοι και σφοδρή ήταν η αντίσταση της Νίβιτσας, που δεν έστεργε να αποχωρισθεί το φρουρό και φύλακα της Νίβιτσας και της περιοχής της. Οι εφοροεπίτροποι Σπύρος Κυριακού, Βασίλης Μούκας, Κότσο Παπαγκίκας, Χρήστος Παπαγκίκας, Νίνο Δουκσπύρης και ο πρόεδρός της Κοινότητας Στέφανος Κουμής, υπέστησαν φυλακίσεις και εκβιασμούς και το μετέφεραν οι ίδιοι στα Τίρανα. Εκεί με την επέμβαση του Μητροπολίτου Αργυροκάστρου σεβασμιωτάτου Παντελεήμονος, του αρχηγού της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας Χριστ. Κίσση και του βουλευτού του Δελβίνου υπουργού της Δικαιοσύνης Χικμέτ Ντελβίνα ματαιώθηκε η μεταφορά και επέστρεψε στη Νίβιτσα.

Ως το Μάρτη τους 1941 φυλαγόταν στο σπίτι του Χαράλαμπου Παπαδήμα. Από κει το πήραν οι Έλληνες αξιωματικοί της 3ης Μεραρχίας, που είχε έδρα το Κούδεσι της Χιμάρας, κι έκαναν λειτουργία στις κρίσιμες ημέρες των ορμητικών επιθέσεων του Μουσολίνο στο μέτωπο και το μετέφεραν μετά την κατάρρευση στην Αθήνα. Ο αείμνηστος αρχίατρος Γεώργιος Δούλης, αδελφός του Δημήτρη Δούλη υπουργού των Στρατιωτικών της Αυτόνομης Ηπείρου μερίμνησε και απευθύνθηκε στο τμήμα χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης.

Αλεξ.Χ.Μαμμόπουλου, συγγραφέα και ιδρυτή της “Ηπειρωτικής Εταιρείας”
"Ήπειρος: λαογραφικά-ηθογραφικά-εθνογραφικά"
ΑΘΗΝΑΙ 1961
Απ' το αρχείο του κ. Φίλιππου Γιωβάννη

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου