Η μάχη της Αβαρίτσας και ο ατρόμητος Καπετάν Θύμιος Λιώλης

Η μάχη της Αβαρίτσας και ο ατρόμητος Καπετάν Θύμιος Λιώλης

Η αλήθεια για την μάχη της Αβαρίτσας

Είναι λυπηρό όταν η Ελλάδα καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες για την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο γειτονικών κρατών Αλβανίας και Ελλάδας, κάνοντας ακόμα και οπισθοχωρήσεις, όταν βρέθηκε η πρώτη χώρα πλάι στην σεισμόπληκτη γείτονα χώρα, όπου κινητοποιήθηκε όλος ο ελληνικός λαός να προσφέρει και να βοηθήσει, τηλεοπτικοί σταθμοί μεγάλης εμβέλειες που χρηματοδοτούν ανιστόρητους δημοσιογράφους, που το μόνο κίνητρό τους είναι το μίσος που ρέει μέσα τους και όχι η λογική, διαταράσσουν και δηλητηριάζουν την κοινή γνώμη με ανακρίβειες και με βέλη κατά της Ε.Ε. Μειονότητάς και των οργάνων της. Αναφέρθηκε ο δημοσιογράφος και στην μάχη της Αβαρίτσας, βάζοντας όλους εκείνους που σκοτωθήκαν στον αντιφασιστικό αγώνα ως θύματα του Θύμιου Λιώλη.

Ποια είναι η αλήθεια; Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την νουβέλα «Ο αγροφύλακας που έγινε θρύλος»

Εκείνη τη μαύρη μέρα της οπισθοχώρησης των ελληνικών ταγμάτων, ο καπετάν Θύμιος Λιώλης βρισκόταν στο Δερμίσι. Τον ειδοποίησαν πως καμιά τετρακοσαριά ληστοσυμμορίτεςΛιάπηδες, ροβολούσαν από τη Μουζίνα για τα Βουρκοχώρια. Ήταν οπλισμένοι με πιστόλια, όπλα και δίκοπα μαχαίρια. Η άθλια, άγαρμπη και βρώμικη εξωτερική τους εμφάνιση, συνταυτιζόταν με το άγριο και λυσσαλέο πρόσωπό τους, έτοιμοι να κατακρεουργήσουν τη λεία τους.

Χειμωνιάτικος καιρός. Κρύος. Ένας δυνατός αέρας, ούρλιαζε και ξεσήκωνε από το δρόμο σκόνη και χαλίκια. Ο ουρανός σκοτεινιασμένος από τα βαριά σύννεφα, έτοιμα ανά πάσα στιγμή να ξεσπάσουν και να ξεθυμάνουν απάνω στους ανθρώπους και στη φύση. Η μέρα έμοιαζε με νύχτα και μια νότα απαισιοδοξίας και κακού μετέδιδε. Μόνον τα σπιθοβόλα μάτια του καπετάνιου με την παντοτινή χαρούμενη διάθεσή του μετέδιδαν αισιοδοξία στους αντάρτες και τους γύρω χωρικούς.

Άλλοι ογδόντα πέντε άνδρες ενώθηκαν εκείνες τις μέρες με τους αντάρτες του καπετάνιου. Όλοι τους στητοί σαν κυπαρίσσια προχωρού­σαν πίσω του, σαν τα γίδια πίσω από τον περήφανο ταγό με το μεγάλο κυπρί. Προχωρούσαν μέσα στη ρεματιά, δίπλα στο ποτάμι με τα πολλά πλατάνια και τα ορμητικά νερά του. Οι κάννες των όπλων τους γυρισμένες προς τα πάνω, έμοιαζαν στην μελανή μέρα σαν κεριά σβηστά, που σε λίγο θ' άναβαν φως αναστάσιμο. Βιάζονταν για το χωριό της Δρόβιανης, γιατί είχαν πληροφορηθεί πως οι Λιάπηδες θα το καίγανε. Έφθασαν στο χωριό της Αβαρίτσας. Επικρατούσε μια απόλυτη ηρεμία λες και ήταν έρημο. Ανυποψίαστοι οι άντρες του καπετάνιου εισέβαλαν στο χωριό, για να μπουν στη βαθιά ρεματιά που οδηγούσε στο Σταυρό της Δρόβιανης.

Οι αιμοβόροι Τούρκοι, ταμπουρωμένοι από καιρό στα σπίτια, ειδοποιήθηκαν για το σχέδιο του καπετάνιου και τον περίμεναν. Μόλις οι αντάρτες μπήκαν στο χωριό, ανυποψίαστοι όπως ήταν, σε δύσβατο μέρος, άρχισαν να τους πυροβολούν. Με τις πρώτες τουφεκιές έπεσαν νεκροί δύο παλικάρια του Θύμιου. Τότε ο καπετάνιος, εξαγριωμένος, ανταπέδωσε πρώτος τα πυρά κι ενθάρρυνε τους άντρες του να πυροβολήσουν. Άρχισε η μάχη. Οι αντάρτες προφυλαγμένοι πίσω από δέντρα, βράχους και αχούρια χτυπούσαν στα παράθυρα. Ο καπετάνιος είδε το σπίτι από το οποίο βγήκαν οι θανάσιμες σφαίρες όπου αφαίρεσαν τη ζωή δυο δικών του και το 'βαλε στο μάτι. Με μεγάλη σβελτάδα και επιφυλακτικότητα πλησίασε, πήρε κάτι αφάνες, τις σώρια­σε προφυλακτικά κοντά στην πόρτα κι άναψε φωτιά. Η φλόγα άρχισε να τρώει την πόρτα σιγά σιγά και μετά να προχωρεί μέσα. Ο καπετάνιος, ταμπουρωμένος τώρα καλά πίσω από έναν τοίχο, περίμενε σαν το πεινασμένο λιοντάρι το θύμα του. Η φωτιά είχε προχωρήσει μέσα στο σπίτι, το οποίο τυλίχτηκε στις φλόγες. Ο καπνός είχε περιτυλίξει όλο το μέρος. Μύριζε καπνίλα και κάψιμο. Τρεις Τούρκοι με τσουρουφλισμένα μαλλιά, κατάμαυροι στο πρόσωπο από την καπνίλα, πετάχτηκαν από την πόρτα. Ο Θύμιος που περίμενε τη στιγμή εκείνη, βγήκε από τον τοίχο, ετοίμασε το πιστόλι του και σημάδευε. Ακριβώς τη στιγμή εκείνη, ένας άλλος Τούρκος από το απέναντι σπίτι, που είδε τις κινήσεις του, θα τον σκό­τωνε αν ο Διαμαντής δεν προλάβαινε να τον πυροβολήσει. Το κορμί του Τούρκου σφάδασε για λίγο, ενώ το αίμα του κυλούσε στο χώμα. Το πιστόλι του καπετάν Θύμιου ξέρασε τρεις φορές, τους πέταξε κάτω κι έχασαν το φως της ζωής. Τα 'χασαν οι υπόλοιποι Τουρκαλβανοί κι όπου φύγει φύγει. Ο καπετάνιος έδωσε χαρά στους πα­τριώτες αντάρτες του, που πείστηκαν κι άλλη μια φορά πως κανένα βόλι δεν μπορεί να τον πιάσει και κανένας εχθρός, όσο μεγάλος και δυνατός να 'ναι, δεν μπορεί να τον νικήσει.

Αντήχησε ο τόπος από τις επευφημίες των ανταρτών και ο στεγνός τόπος από τη φωτιά των τουφεκιών υγράθηκε με δάκρυα συγκι­νημένης χαράς.

Συνέχισαν το δρόμο τους για τη Δρόβιανη, όπου τους περίμενε μια άλλη μάχη, μια άλλη νίκη στο βάθρο της δόξας.

(από συνεργάτη της ΣΦΕΒΑ στη Β. Ήπειρο)

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου