Το θέμα της σημερινής ανάρτησης είναι η ιστορία του αλβανικού ενδωνυμίου Shqiptar = «Αλβανός», του οποίου η χρήση γενικεύθηκε κατά τον 18ο αιώνα.
Στη σημερινή αλβανική ορολογία βρίσκουμε τους εξής όρους:
τοσκ. Shqiptar ~ γκεγκ. Shqyptar = «Αλβανός»
τοσκ. Shqipërí ~ γκεγκ. Shqipní = «Αλβανία»
επίρρημα shqip = «αλβανιστί, στα αλβανικά»
Ένα πολύ ωραίο άρθρο για την ιστορία και ετυμολογία του όρου είναι το παρακάτω του αλβανιστή γλωσσολόγου Bardhyl Demiraj:
‘Shqiptar – The generalization of this ethnic name in the XVIII century‘, σλδ 533-65 σ΄αυτό εδώ το βιβλίο (2010).
Σύμφωνα με τον Robert Elsie, το εθνώνυμο αυτό πρωτοεμφανίζεται στη μορφή shqip σε γραπτά καθολικών Γκέγκηδων λογίων, όπως ο Gjon Buzuku (1555), ο Pjetër Budi (1621) και ο Pjetër Bogdani (1685), σε μια εποχή όπου το σύνηθες γκέγκικο ενδωνύμιο ήταν το Arbën ~ Arbënesh (και Arbëní = «Αλβανία»), το αρρωτάκιστο γκεγκικό ανάλογο του ρωτακισμένου τοσκικού Arbër ~ Arbëresh (και Arbërí). Οι όροι αυτοί ανάγονται στο λατινικό εθνικό Alban-enses (λ.χ. ιταλ. Albanesi) = Ἀλβαν-ῖται/Ἀρβαν-ῖται («κάτοικοι Αλβάνου/Αρβάνου») και ο ρωτακισμός του εθνωνύμου στην Τοσκική, δείχνει ότι το εθνώνυμο αυτό ήταν ήδη γνωστό στους ομιλητές της ύστερης πρωτοαλβανικής πριν το ~700 μ.Χ. (πρβ. το τοπωνύμιο Αὐλών/Αὐλῶνα > τοσκ. Vlorë ~ γκεγκ. Vlonë).
Όπως ήδη ανέφερα, κατά τον πρώτο αιώνα της απάντησης του (1550-1650) σε γραπτά καθολικών Γκέγκηδων λογίων, το ενδωνύμιο shqip δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστό, ακόμα και στους Γκέγκηδες. Αυτό φαίνεται από την απουσία του στο Λατινο-Ηπειρωτικό (= Λατινο-Αλβανικό) λεξικό (1635) του Γκέγκη Frang Bardhi (ιταλιστί Francesco Bianchi), στο οποίο οι λατινικοί όροι Epirus καιEpirote (i.e., Epirotae = Ἠπειρῶται) αποδίδονται γκεγκιστί ως “Arbëní“ και “i Arbëneshë“ (= τουρκιστί Arnautlar) αντίστοιχα. Αυτό είναι το ενδωνύμιο που πήραν μαζί τους οι Γκέγκηδες από την περιοχή της Σκόδρας που το 1726 εγκαταστάθηκαν στο χωριό Borgo Erizzo (σημερινό Arbanasi = «Αλβανοί» σλαβιστί) κοντά στην πόλη Ζαντάρ της Κροατίας. Ωστόσο, από τις αρχές του 18ου αιώνα, το νέο ενδωνύμιο Shqiptar αρχίζει να απαντά ολοένα και πιο συχνά και ,στα τέλη του 18ου αιώνα, είχε γίνει ευρύτατα γνωστό και στους τοσκικούς πληθυσμούς της νότιας Αλβανίας.Αυτό είναι το ενδωνύμιο που έφεραν μαζί τους στην Θράκη οι Αρβανίτες του Έβρου, οι περισσότεροι από τους οποίους έφυγαν από την περιοχή της Κορυτσάς κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Αντίθετα, το εθνώνυμο Shqiptar είναι άγνωστο στους Αρβανίτες του κυρίως ελλαδικού χώρου και στους Αρμπερέσηδες της Ιταλίας, οι οποίοι έφυγαν από την σημερινή νότια Αλβανία κατά την περίοδο 1320-1500.
Αρχίζω παραθέτοντας μια σελίδα του Robert Elsie με τις πρώτες απαντήσεις του όρου shqip:
To Dictionarium Latino-Epiroticum (1635) του Frang Bardhi και ο σχολιασμός του των λημμάτων από τον Bardhyl Demiraj:
1635 δεν κατέγραψε τους όρους Shqyptar, Shqipni, το 1702 ο Mario Da Lecce στην εισαγωγή του λεξικού του Ditionario Italiano-Albanese (1702) απευθύνεται στον Αλβανό αναγνώστη ως «ω αγαπητέ μου Shqipëtar» (oh Shqipetaàr i ddasciun) και περιγράφει την αλβανική γλώσσα ως “gjuhene e schqippetarevet.” O Ιταλο-Αρμπερέσης Nicolò Chetta (Nikollë Keta) κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, εξέδωσε διάφορα λεξικά της Αλβανικής γλώσσας, όπου μας δείχνει ότι εκείνη την εποχή οι Αλβανοί ήταν γνωστοί με πληθώρα ονομάτων όπως «Μακεδόνες» , «Ηπειρώτες», «Σκυπετάροι», «Arnautlari Gauri» (γκιαούρηδες/χριστιανοί Αλβανοί), προσθέτοντας ότι «αυτούς που οι «Γραικοί» ονομάζουν Αρματολούς εμείς τους λέμε Shqiptār gjentaler, δηλαδή Αλβανούς Τουρκοφάγους (Albanese distruggitore de gentili).»
Παραθέτω την περιγραφή του Demiraj για τα λεξικά του Mario Da Lecce και του Nicolò Chetta:
Milan Šufflay[/a>, η παλαιότερη απάντηση του εθνικού Shqiptar είναι το εθνικό επώνυμο Schipudar που απαντά κατά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα (1368-1402) σε μια οικογένεια από το Drisht/Drivastum:
Η κυρίαρχη άποψη των αλβανιστών σήμερα (Orel, Elsie, Demiraj κλπ) είναι αυτή των Johann Georg von Hahn & Gustav Meyer, σύμφωνα με την οποία, το επίρρημα shqip = «αλβανιστί» αρχικά σήμαινε «κατανοητά» και σχετίζεται με το ρήμα shqipoj/shqiponj/shqip(ë)toj που σήμερα σημαίνει «προφέρω, μιλώ ξεκάθαρα/κατανοητά» και παλαιότερα είχε και την σημασία «καταλαβαίνω», η οποία διατηρείται στην γλώσσα της παλιάς αλβανικής διασποράς στην Οκρανία (λ.χ. nuk të shqiptojta = «δεν σε κατάλαβα»). Το ρήμα shqipoj συνήθως ανάγεται στο λατινικό ρήμα excipiō που στην δημώδη λατινική απέκτησε και την σημασία «καταλαβαίνω».
Συνεπώς, ο Shqiptar είναι «αυτός που μιλάει κατανοητά/αλβανικά».
Το εθνώνυμο μπορεί να προέκυψε με την προσθήκη του σπάνιου επιθήματος -tar στο επίρρημα shqip (λ.χ. επίρρημα kundrë με παράγωγο kundër-tar = «αυτός που κινείται αντίθετα, έρχεται κατά πάνω μου»), αλλά είναι πιθανότερο να προέκυψε με την προσθήκη του συχνoύ και παραγωγικότατου επιθήματος -ar (λ.χ. katund-ar = «χωριάτης/κατουν-ίτης», Korç-ar, Tetov-ar κλπ) στο ρηματικό θέμα shqip(ë)t- του ρήματος shqip(ë)toj.
Με την ευκαιρία προσέξτε τι γράφει ο Demiraj στις σλδ 550-1 για τον όρο gjegju με τον οποίο οι ρωμανόφωνοι Σικελοί αποκαλούν ελαφρώς σκωπτικά τους Αρμπερέσηδες συντοπίτες τους. Σύμφωνα με τον Αρμπερέση μελετητή Altimari, ο όρος προέκυψε από το ρήμα gjegj ~ gjegjëni = «ακούω, καταλαβαίνω», επειδή οι Αρμπερέσηδες το χρησιμοποιούσαν συχνά στις πρώιμες συνομιλίες τους με τους ρωμανόφωνους, όταν δεν καταλάβαιναν τι τους έλεγαν. Από το ίδιο αρβανίτικο ρήμα προέρχεται και το δικό μας ερώτημα σε αργκό «γκέγκε;» = «κατάλαβες; τό πιασες; μπήκες στο νόημα;»
Πηγή: Σμερδαλέος
Σχόλια