Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1914, ὁ ἑλληνικός στρατός ἔκανε γιά δεύτερη φορά τήν εἴσοδό του στή Βόρειο Ἤπειρο. Πέρασαν ἑκατό χρόνια ἀπό τότε. Τόν καιρό ἐκεῖνο, τό ἑλληνικό κράτος ἀσχέτως κυβερνήσεων καί ὁ ἑλληνικός λαός καθολικά, ἤθελαν, ἤλπιζαν, ἐπιδίωκαν νά συμπεριλάβουν στά σύνορα τῆς χώρας ὅλα τά ἐθνολογικά καί ἱστορικά ἑλληνικά ἐδάφη.

Φυσικά, στά ἐδάφη αὐτά περιλαμβανόταν καί ἡ Βόρειος Ἤπειρος. Εἷχε ἀπελευθερωθεῖ κατά τή διάρκεια τοῦ Α’ Βαλκανικοῦ Πολέμου. Ὅμως, δύο τότε μεγάλες δυνάμεις ἤθελαν τά σύνορα τοῦ νέου ἀλβανικοῦ κράτους νοτιότερα ἀπ᾽ ὅ,τι θά δικαιολογοῦσε ἡ σύνθεση τοῦ πληθυσμοῦ. Οἱ ἄλλες μεγάλες δυνάμεις δέ θέλησαν νά διαταράξουν τή μεταξύ τους ἀρμονία γιά χάρη κάποιων ἀρχῶν. Ἔθεσαν τήν Ἑλλάδα μπροστά σ᾽ ἕνα δίλημμα: νά διαλέξει ἀνάμεσα στά νησιά τοῦ Αἰγαίου καί τή Βόρειο Ἤπειρο. Ἐπέλεξε τά νησιά τοῦ Αἰγαίου. Ἡ ὠμή πραγματικότητα τῶν διεθνῶν σχέσεων δέν μπορεῖ νά ἀγνοηθεῖ χωρίς συνέπειες. Δέν ὑπῆρχαν περιθώρια γιά ἀναβολές, ἀμφιταλαντεύσεις, ὑπεκφυγές. Καί αὐτά τά ἐγνώριζε ἄριστα ὁ τότε πρωθυπουργός Ἐλευθέριος Βενιζέλος. Τά νησιά μᾶς ἐπιδικάστηκαν, ἀλλά ὁ ἑλληνικός στρατός ἐξεκένωσε τή Βόρειο Ἤπειρο.

Οἱ Βορειοηπειρῶτες ὅμως δέν θέλησαν νά ἀποδεχθοῦν τή μοίρα πού τούς ἐπεφύλαξαν οἱ ἰσχυροί καί τή διοίκηση τοῦ νεοπαγοῦς ἀλβανικοῦ κράτους, τό ὁποῖο οἱ δυνάμεις εἶχαν ἐφοδιάσει μέ διαθέσιμο γερμανό πρίγκηπα ὡς ἡγεμόνα. Κήρυξαν τήν Αὐτόνομη Πολιτεία τῆς Βορείου Ἠπείρου καί ἀγωνίστηκαν γιά ὀκτώ μῆνες ὥστε νά διατηρήσουν τήν ἐθνική τους ταυτότητα. Στή διάρκειά του, ἐπέτυχαν τήν ἐξασφάλιση ἀξιολόγων δικαιωμάτων μέ τό Πρωτόκολλο τῆς Κερκύρας. Ἦλθε ὅμως ὁ Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, δημιουργῶντας νέα κατάσταση. Οἱ μεγάλες δυνάμεις εἶχαν ἄλλες προτεραιότητες, σημαντικότερες ἀπό τήν Ἀλβανία, ὁ ἡγεμόνας ἔκρινε σκόπιμο νά μήν παρατείνει τήν ὄχι ἰδιαίτερα δημοφιλῆ ἡγεμονία του πέρα ἀπό λίγους μῆνες. Τό ἀρτισύστατο κράτος, ἀκυβέρνητο καί ἀναρχούμενο, ἀδυνατοῦσε νά ἀνταποκριθεῖ σέ στοιχειώδη καθήκοντα πρός τούς κατοίκους του. Ἡ θέση τῶν Βορειοηπειρωτῶν γινόταν ἰδιαίτερα ἐπισφαλής.

Μέσα σ᾽ αὐτό τό κλίμα, ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος ἐπέτυχε τή συναίνεση ἤ τήν ἀνοχή τῶν δυνάμεων γιά τήν ἐκ νέου εἴσοδο τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ στή Βόρειο Ἤπειρο. Ἐνδεικτική τῆς σοβαρότητας ἄλλων ἐποχῶν εἶναι ὅτι τονίζεται ἀπό τόν ἕλληνα πρωθυπουργό πώς: «Ἡ ἀνακατάληψις τῆς Βορείου Ἠπείρου ἐκτελεσθήσηται ὅσον ἔνεστιν ἀθόρυβος, ἄνευ πομπῆς, διαδηλώσεων καί ὑποδοχῶν.» Ὁ ἴδιος θέλει κατά τήν ἐπιχείρηση «... νά ἐξαντλήσωμεν πᾶν μέσον περιποιήσεως καί ἐπιδείξεως ἀδελφικῆς ἀγάπης καί ἐνδιαφέροντος πρός τούς Ἀλβανούς ἐν γένει...». Ἡ προέλαση τοῦ στρατοῦ μας ἔγινε χωρίς προβλήματα. Στίς 14 Ὀκτωβρίου 1914 ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος πληροφορεῖ τή Βουλή γιά τά γεγονότα. Τή βεβαιώνει ὅτι ἡ προέλαση «... δέν ἔχει σκοπόν κατακτητικόν...». Προσθέτει ὅτι «... λόγοι δέ φιλανθρωπίας καί ἀσφαλείας τῶν πρός τήν Ἀλβανίαν συνόρων ἡμῶν προεκάλεσαν αὐτήν.» Συγχρόνως, δίνει ἐγγυήσεις γιά τήν ἀσφάλεια τῶν πληθυσμῶν «... ἀνεξαρτήτως φυλῆς καί θρησκεύματος...» καθώς καί γιά «... ἄμεσον παλιννόστησιν τῶν ἐκ τῆς Β. Ἠπείρου καταφυγόντων... προσφύγων...». Ὁ διχασμός, ὅμως, πού περίμενε τόν ἑλληνισμό στή γωνία, θά διαψεύσει τίς ἐλπίδες πού εἶχε δημιουργήσει ἡ δεύτερη εἴσοδος τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ στή γῆ τῶν Βορειοηπειρωτῶν.

Σήμερα, θεωρεῖται ὅτι ἡ ἐνασχόληση μέ τά τῆς Βορείου Ἠπείρου ὑπῆρξε ἔργο περιορισμένου ἀριθμοῦ ἀτόμων, ἀτόμων προσανατολισμένων σ᾽ ἕνα μόνο πολιτικό χῶρο, ἐνδεχομένως δέ κυρίως σέ ὁριακό τμῆμα του. Αὐτό δέν εἶναι ἀκριβές. Παραστατική ἀπόδειξη γελοιογραφία τοῦ Φωκίωνα Δημητριάδη, μεγάλου δασκάλου τοῦ εἴδους, δημοκρατικοῦ στά πολιτικά φρονήματα. Εἶναι Σεπτέμβριος τοῦ 1946. Τό Βορειοηπειρωτικό, ὡς ἐθνική διεκδίκηση, πάει ἄσχημα στή Συνδιάσκεψη τῆς Εἰρήνης. Ὁ Γεώργιος ὁ Β’ ἐπιστρέφει προσεχῶς στήν Ἑλλάδα. Ὁ Δημητριάδης ζωγραφίζει τή Βόρειο Ἤπειρο, νέα μέ τοπική ἐνδυμασία, νά ἀπάγεται ἀπό ἀλβανό ἔνοπλο μέ ἀνάλογη περιβολή. Ἡ νέα φωνάζει: «Βοήθεια! Χάνομαι!...». Ἀπευθύνεται στόν τότε πρωθυπουργό Ντίνο Τσαλδάρη, ὁ ὁποῖος, μέ ἐμπροσθέλλα (κοινῶς ποδιά) καί φτερό, ξεσκονίζει τόν ἀναμένοντα κενό ἀκόμη βασιλικό θρόνο. Αὐτός ἀπαντᾶ: «Ἄσε με ἥσυχο καί ἔχω δουλειά!...». Στό βάθος, στίς καρέκλες τους, μέ τό προσῆκον ὕφος, οἱ ὑπουργοί τῶν Ἐξωτερικῶν τῶν μεγάλων δυνάμεων Μολότωφ, Μπέβιν καί Μπέρνς. Τό θέμα, λοιπόν, τῆς Βορείου Ἠπείρου εὐαισθητοποιοῦσε εὐρύτατο πολιτικό φάσμα.

Ἐκείνη τήν ἐποχή, ἀμέσως μετά τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο καί πρίν ἐμπλακεῖ ἡ χώρα σέ νέες τραγικές περιπέτειες, ἀκόμα καί τό κόμμα τῆς ἄκρας ἀριστερᾶς, παρ᾽ ὅλο πού στήν Ἀλβανία ἐγκαθιστόταν καθεστώς ὁμοϊδεατῶν, δέ δίστασε νά δηλώσει πώς «... θά διατυπώσει τίς ἀντιρρήσεις του, μά θά πειθαρχήσει», ἄν ἡ πλειοψηφία τοῦ «... Δημοκρατικοῦ κόσμου...» «... ἀποφανθεῖ γιά μία ἄμεση κατάληψη τῆς Βόρειας Ἠπείρου ἀπ᾽ τόν ἑλληνικό στρατό...». Κατόπιν, εἶναι ἀλήθεια, ἡ γραμμή ἄλλαξε.

Ἐν πάση περιπτώσει, γιά μακρά σειρά ἐτῶν ὑπῆρχε μιά ἐδαφική διεκδίκηση, καθολικῆς περίπου ἀποδοχῆς. Τό πῶς ἐξαϋλώθηκε χωρίς τό παραμικρό ἀντάλλαγμα, ἀποτελεῖ καί αὐτό ἕνα ἀπό τά θαύματα τοῦ πολιτικοῦ μας συστήματος. Εἶναι ἀδιάλλακτο καί ἀσυμβίβαστο, θεωρητικά καί ἐπιφανειακά, ὅταν θεωρεῖ πώς ἡ ἀντίθετη στάση θά ἔχει κάποιο πολιτικό κόστος, ἔστω καί ἄν ἔτσι θυσιάζεται κάτι τό θετικό καί ἐφικτό. Γίνεται ἐνδοτικό, πρακτικά καί σέ βάθος, γιά πολλά, ἄν οἱ εὐθύνες μποροῦν νά σκεπαστοῦν, νά μετακυλιστοῦν, νά ἐξαφανιστοῦν. Οἱ Βορειοηπειρῶτες δέν εἶχαν τύχη.

Άρθρο τοῦ Χριστόφορου Χ. Ματιάτου στην εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ»