Το δημοτικό κλέφτικο τραγούδι

Το δημοτικό κλέφτικο τραγούδι

Πριν προχωρήσουμε στο θέμα, πρέπει πρώτα να εξηγήσουμε τι σημαίνει κλέφτης. Εδώ δεν είναι ο κλέφτης που διαπράττει την παρανομία της κλοπής και τον τιμωρεί ο νόμος.

Είναι ο νέος Έλληνας της εποχής της τουρκοκρατίας, που δεν αντέχει «τον βαρύν και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της δουλείας» και καταφεύγει στα βουνά να ζήσει σαν ελεύθερο πουλί, χωρίς τον τύραννο πάνω από το κεφάλι του.

Οι Τούρκοι, για να τους απαξιώσουν στα μάτια του λαού, τους ονόμαζαν κλέφτες με την κακή έννοια. Όμως, ο λαός εγνώριζε πολύ καλά ότι οι νέοι αυτοί, τα παιδιά του που έπαιρναν το καριοφίλι και πήγαιναν στα βουνά, όχι μόνον κλέφτες δεν ήτανε αλλά ομηρικοί ήρωες και τους έπλεκε τα εγκώμια ο λαός.

Έτσι, δημιουργήθηκε ο μεγάλος κύκλος δημοτικών τραγουδιών, που ονομάστηκαν ΚΛΕΦΤΙΚΑ.

Την αλήθεια και τον ηρωισμό των κλεφτών βεβαιώνει άριστα ο Γέρος του Μοριά Θεόδωρος Κολοκοτρώνης λέγοντας στον Άγγλο ναύαρχο Χάμιλτον: «Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντεινό πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήταν πάντοτε ανυπότακτα». Ο Χάμιλτον τον ρώτησε: «Ποια είναι η βασιλική φρουρά του, ποια είναι τα φρούρια;». Ο Γέρος απάντησε: «Η φρουρά του βασιλέως μας, είναι οι λεγόμενοι κλέφτες, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά».

Ο Κολοκοτρώνης ο πιο αρμόδιος για το θέμα αυτό έδωσε τον τελειότερο ορισμό για τους κλέφτες. Τους ονόμασε φρουρά του βασιλέως, που προετοίμασε το γλυκοχάραγμα της λευτεριάς δημιουργώντας το έπος της κλεφτουριάς.

Ο Όμηρος στην Ιλιάδα έψαλε μυθικούς, ως επί το πλείστον, ήρωες. Ο δημοτικός ποιητής, ο «Άγνωστος τραγουδιστής» της τουρκοκρατίας, εξύμνησε πραγματικούς ήρωες, τους αετούς των βουνών, τους κλέφτες με την μεγάλη ψυχή, αυτούς που με τους ηρωισμούς τους έγραψαν την πραγματική Ιλιάδα, δηλαδή, την αληθινή ιστορία της Ελλάδας των τετρακοσίων χρόνων της δουλείας. Από το σκοτάδι της δουλείας εξεπήγασε και έλαμψε, όχι μόνον το φως της ελευθερίας, αλλά και η Ιλιάδα της νεότερης Ελλάδας.

Στο κλέφτικο δημοτικό τραγούδι αντικατοπτρίζεται όλη η ζωή των κλεφτών, οι σκληροί αγώνες για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, αλλά κυρίως εκείνο που τονίζεται και προβάλλει ζωντανά είναι η μεγάλη μορφή των νεότερων Ελλήνων ηρώων, που με το αίμα τους εθεμελίωσαν την απελευθέρωση του Έθνους.

Το κλέφτικο τραγούδι έχει κάτι το ιδιαίτερο, διότι γεννήθηκε στα βουνά, τα οποία χάρη στον κλέφτη αποκτούν και αυτά αξία. Ο κλέφτης στολίζει τα βουνά και τα λαγκάδια και όταν αυτά χάσουν τα στολίδια τους θρηνούν. Ο «Άγνωστος Τραγουδιστής», λοιπόν, εξυμνεί όχι μόνον τα ανδραγαθήματα των ηρώων – κλεφτών, αλλά και τα λημέρια τους. Η κατοικία των Δώδεκα Θεών στην αρχαιότητα, ο Όλυμπος, είναι το ιερό βουνό των κλεφτών.

Κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης. Γιατί οι κλέφτες εχρησιμοποιούσαν πολλές και διάφορες ή κάθε ομάδα σημαίες, ώστε ο Όλυμπος έλαμπε.

Ο κλέφτης από την πρώτη στιγμή που αισθάνεται τον εαυτό του δίνει στη ζωή του ένα νόημα βαθύτερο. Ζει με το ιδανικό της ελευθερίας και η ελπίδα της ανάστασης του Έθνους τον αναπτερώνει, θερμαίνει την ψυχή του και τον ωθεί στην εκπλήρωση αυτής της υψηλής και ιερής αποστολής του. Η αγάπη και η προσήλωσή του στο ιδανικό της ελευθερίας, το γνώρισμα αυτό του αρχαίου βίου των Ελλήνων εμφανίζεται καθαρά στο δημοτικό τραγούδι.

Ο κλέφτης είναι γεννημένος για μεγάλα έργα, καθώς φαίνεται καθαρά απ' όλα τα κλέφτικα τραγούδια. Δεν ανέχεται να έχει το όνομα του σκλάβου, θέλει να έχει «αδέλφια τα βράχια, να ζει ανάμεσα στους συγγενείς τα δέντρα και να τον ξυπνάνε τ' αηδόνα». Δεν ικανοποιείται από την καθημερινή ζωή. Θέλει να αναπνέει ελεύθερον αέρα και όχι μολυσμένο. Εκεί ψηλά: «Οι ανδρείοι δεν αρρωσταίνουν και οι άρρωστοι ανδρειώνουν».

Το επόμενο κλέφτικο τραγούδι αποκαλύπτει ότι οι γενναίοι άνδρες προτιμούσαν τη σκληρή αλλά ελεύθερη ζωή στα βουνά παρά να είναι σκλάβοι των Τούρκων. Είναι αποκαλυπτικοί οι στίχοι του κλέφτικου τραγουδιού: «Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γίνεις νοικοκύρης

Μάνα μου, εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης

Και να 'μαι σκλάβος των Τούρκων, Φέρε μου τ' αλαφρό σπαθί και το βαριό ντουφέκι

να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια,

να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνων».

Εδώ μας δίνεται η ευκαιρία να τονίσουμε ότι υπάρχει στους στίχους αυτούς η απάντηση σε κάποιους διαστρεβλωτές (σκόπιμους) της ελληνικής ιστορίας. Ούτε λίγο ούτε πολύ αγωνίζονται να μας πείσουν ότι περνούσαν καλά οι υπόδουλοι στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Την απάντηση δίνει ο Βασίλης του κλέφτικου τραγουδιού. Μάνα μου, εγώ δεν κάθομαι να είμαι σκλάβος των Τούρκων. Ο κλέφτης δεν κάθεται ήσυχος, γιατί η αποστολή του είναι υψηλή και έχει συνείδηση αυτής της αποστολής. Ο Θ. Κολοκοτρώνης την προσδιόρισε: Είναι η φρουρά του βασιλέως (που έπεσε στην πύλη του Αγίου Ρωμανού).

Η ευψυχία, αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα του αρχαίου Έλληνα είναι το πρώτο γνώρισμα του νεότερου ήρωα της Ελλάδας, του κλέφτη. Είναι αξιοθαύμαστος, προκαλεί κατάπληξη η περιφρόνηση των κλεφτών στον θάνατο και τα βασανιστήρια που υποβάλλονταν, όταν συλλαμβάνονταν από τους Τούρκους. Όλα τα κλέφτικα τραγούδια μας περιγράφουν ζωντανά τον ανυπότακτο ήρωα με την αδάμαστη ψυχή.

Υφίσταται τα φοβερότερα μαρτύρια και όμως από τα χείλη του δεν ξεφεύγει ούτε λέξη. Ήταν καθήκον και ζήτημα τιμής για τον κλέφτη να μην εκδηλώσει τον πόνο του. Ατρόμητος αντικρύζει τον θάνατο και τα μαρτύρια. Ένα μόνον τρομάζει τον κλέφτη και το όποιο συνδέεται στενά με την αντίληψη του περί τιμής μετά θάνατον και με το αίσθημα υπερηφάνειας που τον χαρακτηρίζει: το κεφάλι του. Τρέμει μη τυχόν πέσει μετά τον θάνατό του στα χέρια των απίστων:

«Γύρισε πίσω, πάρε με, πάρε μου το κεφάλι να μη το πάρει η Παγανιά και ο Γιουσούφ Αράπης και μου το πάει στα Γιάννενα τ' Αλή Πασά του σκύλου».

Ήταν, λοιπόν, φυσικό η δημοτική Μούσα αντί για στεφάνι να πλέξει τραγούδια και να αποθανατίσει τους ήρωες αυτούς που είχαν συγκεντρώσει τις ελπίδες των πατριωτών. Ο Ρήγας Φεραίος σ' αυτούς υπολόγιζε για την επιτυχία της συνωμοσίας.

Ο Αγώνας του 1821, χάρη στα κατορθώματα των κλεφτών, είχε ως θεμέλιο μία μεγάλη συλλογή κλέφτικων τραγουδιών, που τα τραγουδούσε το Πανελλήνιο. Τυφλοί ραψωδοί περιόδευαν στην Ελλάδα και τραγουδούσαν τα κατορθώματα των νεότερων Ελλήνων. Αυτοί οι τραγουδιστές (ραψωδοί) ήταν, κατά κάποιον τρόπο, οι λαϊκοί ιστορικοί των Ελλήνων.

Τα κλέφτικα τραγούδια, δηλαδή, ήταν για τους κλέφτικους πολέμους ό,τι είναι σήμερα τα δελτία ειδήσεων για τις μάχες των πολέμων. Ο Κολοκοτρώνης, όταν διηγείται τη ζωή των κλεφτών και αρματωλών, γράφει ότι είχαν παιχνίδια (μουσικά όργανα), ταμπουράδες, χορούς, τραγούδια ηρωϊκά, δηλαδή, στρατιωτικές εφημερίδες.

Όλοι οι Καπεταναίοι των κλεφτών είχαν ραψωδούς ιδιαιτέρους, που προέρχονταν συνήθως από τους συμπολεμιστές τους. Αλλά και οι ίδιοι οι Καπεταναίοι έγραφαν νέα τραγούδια ή ετροποποιούσαν παλαιότερα προσαρμόζοντας αυτά σε νεότερες υποθέσεις. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης διηγήθηκε στον Τερτσέτη, ότι κάποτε βρέθηκε στην ανάγκη να ενθουσιάσει τα παλληκάρια του με τραγούδι, το οποίο ο ίδιος συνέθεσε επίτηδες γι' αυτόν το σκοπό.

Το τραγούδι αυτό ήταν μια παρότρυνση προς τα παλικάρια του την ημέρα του Πάσχα να ελευθερώσουν χριστιανούς αιχμαλώτους από τους Τούρκους. Πρώτα, λέει, το εξήγησα μιλητά και κατόπιν το τραγούδησα. Αυτός ο νεότερος Έλληνας αντιλαμβάνονταν καλά τη σαγηνευτική επίδραση της μουσικής και τη δυνατή συγκίνηση που δημιουργούσε με τη μελωδία… το τραγούδι του Κολοκοτρώνη μας θυμίζει το Θούριο του Τυρταίου…

Άγετ' ω Σπάρτας Ευάνδωρ = Εμπρός, παιδιά πατέρων πολιτών της Ευάνδρου Σπάρτης.

Αλλά, και ο Μακρυγιάννης και άλλοι ήταν δημιουργοί (ποιητές) απλοϊκοί και αυτοσχεδιαστές δημοτικών (κλέφτικων) τραγουδιών, όταν τα παλληκάρια εξαντλημένα κατέθεταν τα όπλα, οι καπεταναίοι με τα τραγούδια τους τους ενέπνεαν θάρρος για τη συνέχεια των αγώνων.

Όπως όλα τα δημοτικά μας τραγούδια, έτσι και το κλέφτικο το χαρακτηρίζει η απλότητα, η λιτότητα, η δύναμη και η τόλμη σύλληψης και ειλικρίνειας. Μετά το τέλος της μάχης και ενώ κυριαρχούσε η συγκίνηση, ο δημοτικός ποιητής αρχίζει να συνθέτει το τραγούδι του. Έχει ακόμη εμπρός του τον ήρωα και γι' αυτόν το λόγο το τραγούδι μεταδίδει πολύ μεγάλη συγκίνηση.

Τα κατορθώματα του κλέφτη ερέθιζαν και διέγειραν τη φαντασία του ανώνυμου τραγουδιστή, γιατί είχε άμεση αίσθηση του ηρωϊσμού των κλεφτών. Είναι γνήσια δημιουργήματα της πραγματικής στιγμής. Βέβαια ένα εξαιρετικό γεγονός τα εδημιούργησε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να υπερβεί τα όρια του πιθανού. Γι' αυτόν τον λόγο είναι λιτά το τραγούδι χωρίς να έχει απίστευτες υπερβολές, οι επιτυχίες και οι νίκες δεν ξεπερνούν το ανθρώπινο μέτρο, τις δυνατότητες του ανθρώπου:

«Τι είναι ο αχός που γίνεται και ταραχή μεγάλη;

Μήνα βουβάλια σφάζονται, κι ουδέ θεριά μαλώνουν;

Κι ουδέ βουβάλια σφάζονται, μήνα θεριά μαλώνουν,

ο Μπουκουβάλας πολεμά με χίλιους πεντακόσιους,

στη μέση στο Κεράσοβο και στην καινούρια χώρα.

Κόρη ξανθή εχούγιαξε από το παραθύρι:

«πάψε Γιαννή, τον πόλεμο πάψε και τα ντουφέκια».

Στο τραγούδι, επίσης, του Νικοτσάρα από την αρχή μέχρι το τέλος κυριαρχεί η μορφή του κλέφτη, οι λεπτομέρειες του τόπου και του χρόνου δεν υπολογίζονται καθόλου. Σε όλα τα κλέφτικα, εκείνα, που δεσπόζει είναι η ακατάβλητη ψυχή του ήρωα. Αυτό παρατηρούμε και στο τραγούδι της Σουλιώτισσας Δέσπως:

«Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψε η Κιάφα

η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες, δεν έκαμε, δεν κάνει.

Δαυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει!

«Σκλάβες τουρκών μη ζήσωμε παιδιά μ' μαζί ελάτε».

Και τα φυσέκια άναψε και όλοι φωτιά γενήκαν».

Από τη ζωή των κλεφτών βλέπουμε ότι οι περισσότεροι αρχηγοί πέθαιναν συνήθως στη μάχη σε τραγικές συνθήκες. Το κιβούρι (τάφος) του κλέφτη έχει κάτι το ιδιαίτερο. Ο ιδεώδης θάνατος για τον κλέφτη ήταν να πέσει στη μάχη. Όποιος έπεφτε στον πόλεμο ήταν σφαγάρι, όποιος πέθαινε από φυσικό θάνατο ήταν ψοφίμι.

Ίσως ο θάνατος στο τραγούδι αυτό δεν είναι γεγονός, αλλά τρόπος να φανερώσει ο ποιητής τους πόθους του. Χαρακτηριστικό είναι και εδώ η αρχαία δοξασία ότι η ζωή συνεχίζεται και πέραν του τάφου. Ο καπετάνιος θέλει να διατηρήσει τις αναμνήσεις του πολεμικού βίου και τη σύνδεση με τη ζωή και παραγγέλλει πως να κτιστεί ο τάφος του (κιβουρί).

Σε όλα τα τραγούδια διακρίνουμε χαρακτηριστικά γνωρίσματα της φυλής, πράγμα το οποίο δέχονται καθαρά όλοι οι ξένοι μελετητές του δημοτικού μας τραγουδιού…

«Κάμετε το κιβούρι μου, πλατύ, ψηλόν να γένει.

Να στέκω ορθός να πολεμώ και δίπλα να γεμίζω.

Κι από το μέρος το δεξί αφήστε παραθύρι».

Πρωινός Λόγος

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου