Πως βλέπουν οι Τούρκοι ιστορικοί την Ελληνική Επανάσταση

Πως βλέπουν οι Τούρκοι ιστορικοί την Ελληνική Επανάσταση

Πολλά περιστατικά, σημαντικά για μας, τα αντιπαρέρχονται με λίγες γραμμές ή τα αγνοούν τελείως οι Τούρκοι ιστορικοί γράφοντας για το 1821.

Άλλα πάλι τα αναφέρουν με μειωμένη τη σημασία τους, όπως το θάνατο του Αθανασίου Διάκου. Συμβαίνει όμως να τιμούν και πρόσωπα του επαναστατικού πάνθεον όπως το Ρήγα Βελεστινλή ή Φεραίο.

Για να δικαιολογήσουν την αδυναμία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να καταπνίξει την επανάσταση, παρουσιάζουν την αξιοθρήνητη κατάσταση του μουσουλμανικού στρατού κατά την έναρξή της. Ο Τούρκος πασάς και ιστορικός Αχμέτ Τζεβντέτ στο σύγγραμμά του «Ιστορία της Τουρκίας από της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) μέχρι την καταστροφή των Γενιτσάρων (1826)», γράφει μεταξύ των άλλων και για την επανάσταση του 1821 (τόμος 11ος) για την κατάσταση πρώτα του τουρκικού στρατού: «Η αξιοθρήνητη κατάσταση του μουσουλμανικού στρατού διαπιστώθηκε κατά τις πρόσφατες εκστρατείες που έγιναν. Διαπιστώθηκαν σοβαρότατες ανησυχίες από τους ιθύνοντες άνδρες της αυτοκρατορίας. Επιθυμούσαν να οργανώσουν τακτικό στρατό αλλά οι καιροί δεν ήταν ευνοϊκοί».

Ο τότε σουλτάνος Σελήμ ο Γ' (1789-1807) γράφει σε διάγγελμά του προς τον τοποτηρητή της μεγάλης βεζιρίας: «Είναι γεγονός παγκοσμίως γνωστό ή κακή διοίκηση των οικονομικών μας και η σπατάλη. Αν μου πείτε σήμερα να φάγω ψωμί θα συγκατατεθώ προθύμως….. Για όνομα του θεού ειπείτε μου τι πρέπει να κάμω. Οι στιγμές είναι κρίσιμες. Να μη χάσουμε το κράτος….. Μη λησμονείτε ότι και εσείς επωφελείστε από αυτό το κράτος».

Λίγα χρόνια πριν την Ελληνική Επανάσταση οι Τούρκοι άρχισαν να υποψιάζονται περί προκατασκευαζόμενου ή και επικείμενου επαναστατικού κινήματος των Ελλήνων. Επειδή όμως δεν είχαν πραγματική μυστική αστυνομία δεν μπορούσαν να βρούνε συγκεκριμένα στοιχεία. Όμως, δεν είχαν και γλωσσομαθείς Τούρκους υπαλλήλους, και περίμεναν τα πάντα από τον Μεγάλο Διερμηνέα στον οποίον έστελναν για μετάφραση κάθε έγγραφο που ήταν γραμμένο σε ξένη γλώσσα.

Όμως επειδή υποπτεύονταν και αυτούς, ήλπιζαν να επωφεληθούν μόνον από ενδεχόμενες καταγγελίες και προδοσίες. Παρακολουθούσαν, λοιπόν, με μεγάλη προσοχή καθετί που ερχόταν από το εξωτερικό που θα μπορούσε να τους δώσει κάποιες ενδείξεις για τα γενόμενα. Ευτυχώς, τέτοιες προδοσίες που περίμεναν οι Τούρκοι δεν παρουσιάστηκαν. Τα δε γεγονότα τα οποία θεωρούσαν ως ύποπτες ενδείξεις, εξακολούθησαν να παραμένουν ως επί τον πλείστον μυστηριώδη γι' αυτούς…

Όταν ο Χουρσίτ πασάς αναχώρησε από την Τρίπολή για τα Γιάννινα για να αντιμετωπίσει τον Αλή πασά, παρατηρήθηκαν οι πρώτες επαναστατικές κινήσεις των Ελλήνων. Σχετικά ο Τούρκος ιστορικός Τζεβντέτ γράφει: «Ως εκ τούτου οι Τούρκοι (της Τριπολιτσάς) έστειλαν σε αυτόν (τον Χουρσίτ) έγγραφο, λέγοντας ότι ήταν ανάγκη να στείλει επειγόντως στρατό πέντε έως έξι χιλιάδων». Το έγγραφο αυτό το έλαβε ο Χουρσίτ όταν βρισκόταν ακόμη στη Λάρισα. Έστειλε αμέσως στην Τρίπολη 300 περίπου άνδρες με ολίγους αξιωματικούς…

Μετά από εικοσιπέντε μέρες έστειλαν νέα αίτηση από την Τρίπολη στον Χουρσίτ ζητώντας την αποστολή στρατού. Τότε, ο Χουρσίτ απάντησε ότι αν εκραγεί το ελάχιστο κίνημα των ραγιάδων, θα στείλει στρατό «του οποίου κάθε πετριά θα στοιχίσει έναν άνθρωπο». Αυτό ήταν το πρώτο λάθος του, τονίζει ο Τζεβντέτ. Ο Χουρσίτ, επαναλαμβάνει ο Τζεβντέτ «ο οποίος υποτίμησε τις δυνάμεις του εχθρού, ενόμισε ότι οι Έλληνες της Πελοποννήσου ήταν οι παλαιοί εκείνοι ραγιάδες, οι οποίοι έσκυβαν το κεφάλι σε ένα μόνο νεύμα, ενώ τώρα αυτοί, ετοιμάζοντας μεγάλη επανάσταση, ήθελαν να κερδίσουν καιρό, προσπαθώντας να εξαπατήσουν την κυβέρνηση…»

Ο τούρκος ιστορικός, στη συνέχεια της εξιστόρησής του, ονομάζει τους Έλληνες επαναστάτες «ληστές», ίσως διότι τα πράγματα είχαν πάρει πλέον τη μοιραία εκείνη εξέλιξη, που εστοίχισε τόσα πολλά στην Τουρκική αυτοκρατορία. Τα επαναστατικά γεγονότα ακολουθούν το ένα το άλλο με καταπληκτική ταχύτητα και επιτυχία, ώστε (παρατηρεί ο Τζεβντέτ): «ακόμη και στη Κρήτη, όπου οι Έλληνες ζούσαν ως αρνιά με τους μουσουλμάνους, άρχισαν να δείχνουν τα δόντια τους».

«Η προς επανάστασιν ροπή των ελλήνων είναι υπόθεσις παλαιά. Όταν ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Β', ο Πορθητής, εκυρίευσε την Κωνσταντινούπολη, ήταν φυσικό ότι στις καρδιές των ηττηθέντων και υποταγμένων ελλήνων έμεινε ο προς επανάκτησιν της ανεξαρτησίας και κρατικής εξουσίας πόθος. Διότι κατά τις αντιλήψεις τους νόμιμη κυβέρνηση ήταν μόνον των αυτοκρατόρων της ανατολής (του Βυζαντίου) κι επομένως κάθε άλλη κυβέρνηση τη θεωρούσαν ως δεσποτική…». Κατόπιν διανοήθηκαν να μείνουν ανεξάρτητοι και επαναστάτησαν(….). Καθήκον των τότε κυβερνώντων της Τουρκίας ήταν να διδάξουν στους Έλληνες… την τουρκική γλώσσα και φιλολογία, να συνηθίσουν αυτούς στα ωραία μουσουλμανικά ήθη και έθιμα (…). Οι τουρκικές πολιτικές και στρατιωτικές αρχές καταπίεζαν τους υπηκόους, αλλά τούτο άρχισε από της παρακμής των τουρκικών πολιτικών και στρατιωτικών θεσμών και από τότε, που η τάξη των ουλεμάδων (= Τούρκοι ιερωμένοι), από τους οποίους εστρατολογούντο οι δικαστές, αφέθηκε ανοιχτή στον πρώτο τυχόντα (….). Αίσθημα δυσαρέσκειας εισχώρησε στα πνεύματα των Ελλήνων και η ιδέα του χωρισμού αυτών από της Τουρκίας εκέρδιζε καθημερινά έδαφος.

Επίσης ο Πελοποννήσιος Τούρκος ιστορικός Μώραλη Μελίκ Μπέη γράφει για την ταχεία εξάπλωση της επανάστασης στην Πελοπόννησο: «Ενταύθα τον λαόν υπεκίνησαν οι προεστώντες (κοτζαμπάσηδες), οι έχοντες συμφέροντα και σχέσεις με αυτούς, οι έμποροι, οι πρόκριτοι, και κυρίως οι μητροπολίται και γενικώς οι ανήκοντες εις τον κλήρον, δηλαδή οι πραγματικοί ηγέται του Έθνους», ενώ στη Ρούμελη (Στερεά Ελλάδα) έγινε το αντίθετο. Δηλαδή, πρώτοι εκινήθηκαν οι πλοίαρχοι και ο λαός, εξαναγκάσαντες αυτοί τους αρχηγούς του Έθνους να συμμετάσχουν.

Αυτά για όσους είδαν το 1821 με τα μαύρα ματογυάλια και τους παραμορφωτικούς φακούς του ιστορικού υλισμού. Οι τούρκοι όμως είδαν το 1821 σωστά. Γι' αυτό και εκφράζουν τη λύπη τους, που δεν κατόρθωσαν να μας μυήσουν στα … «ωραία μουσουλμανικά ήθη και έθιμα»!..

Αυτό ήταν το πνεύμα του 1821. Η αποτίναξη του βάρβαρου ζυγού της δουλείας, η ανάκτηση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας και η συνέχιση της ιστορικής πορείας του Έθνους με προσήλωση στα ιδανικά της φυλής που ξεκινάει από τα βάθη των αιώνων.

Αλλά η αξία του 1821 ευρίσκεται ακόμη υψηλότερα. Τοποθετεί το μέγα τούτο κίνημα ακόμα, υπεράνω όλων των επαναστάσεων της Ευρώπης και της Αμερικής, υπεράνω της Γαλλικής επανάστασης. Ο Κολοκοτρώνης γράφει: «Η επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ' όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτο ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος, ήτο με ένα λαόν, όπου ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωριστεί ως τοιούτος, ούτε να ορκισθεί, παρά μόνο ό,τι έκαμνε η βία».

Επομένως η Ελληνική επανάσταση δεν υπήρξε απλώς ο αγώνας για την αποτίναξη ενός ζυγού, ούτε κίνημα τάξης κοινωνικής ή ομάδας, η οποία ζητεί δικαιώματα ισοπολιτείας ή πολιτειακή μεταβολή

Υπήρξε η καθολική εξέγερση και ο καθολικός αγώνας ενός ολόκληρου κόσμου, ο οποίος ενώ είχε δημιουργήσει το πνευματικό φως της ανθρωπότητας και είχε αποτελέσει, επί χιλιάδες χρόνια το υψηλό κέντρο της ιστορικής ζωής, εθεωρείτο για πάντα νεκρός. Ήταν αγώνας αναβίωσης της ελληνικής ιδέας, αγώνας ανάστασης του επί αμέτρητους αιώνες φωτοδότη του κόσμου, για να ξαναπάρει τη θέση του στην ιστορική δημιουργία.

Γι' αυτό και η παγκόσμια ποίηση και διανόηση εχαιρέτησε στο 1821 τη μεγαλοπρεπή αναγέννηση του Ελληνικού κόσμου.

Ο επαναστατημένος ραγιάς θυμόταν πάντα το μαρμαρωμένο βασιλιά, τον τελευταίο αυτοκράτορα του Βυζαντίου και πίσω από αυτόν τη σειρά των αυτοκρατόρων και πίσω από αυτούς ονειρευόταν την αρχαία Ελλάδα όσο λίγο και αν την ήξερε. Ο Χριστιανισμός του έδινε την πίστη και τη δύναμη. Η αρχαία Ελλάδα του έδινε τη φιλοδοξία και το ονειροπόλημα. Και όταν η επανάσταση τελείωσε, ο ραγιάς που δεν ήταν πλέον ραγιάς, αναπνέοντας τον αέρα της ελευθερίας που ήταν «απ' τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά», ένοιωθε την ελευθερία αυτή σαν ελευθερία να είναι χριστιανός και ελευθερία να είναι Έλληνας.

Γι' αυτό και εμείς κάθε φορά που γιορτάζουμε τη μεγάλη αυτή επέτειο της Αναδημιουργίας της Αναγεννήσεως της Ελλάδας πρέπει να μας προβληματίζει η σκέψη: Είμαστε πραγματικά οι φύλακες των ιδανικών για τα οποία αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν οι προπάτορες μας του 1821;

Πρωινός Λόγος

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου