Παρακάτω παραθέτουμε μια έρευνα που αφορά την συμμετοχή Κερκυραίων στις τάξεις του Αντιφασιστικού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου της Αλβανίας, κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Μεταξύ των Κερκυραίων και των Αλβανών υπήρξαν και Έλληνες Βορειοηπειρώτες, οι οποίοι και είχαν συγκροτήσει το δικό τους αντιφασιστικό τάγμα πολεμώντας στο πλευρό των Αλβανών. Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται στην σελίδα μας μέσω αυτού του άρθρου αφορούν καθαρά την ιστορική σκοπιά των γεγονότων.
Μία σχετικά άγνωστη σελίδα του αντιφασιστικού αγώνα κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στα Βαλκάνια αποτελεί και η ύπαρξη μερικών δεκάδων Κερκυραίων εθελοντών που πολέμησαν στις τάξεις του Αντιφασιστικού Εθνικού Απελευθερωτικού Κινήματος [Lëvizja Antifashiste Nacional-Çlirimtare (LANÇ)] στην Αλβανία.
Έναν αναλυτικό κατάλογο με περίπου τριάντα ονόματα Κερκυραίων μαχητών βρήκαμε στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Βαγγέλη Νάστου «Το ΕΑΜ των Ελλήνων της Αλβανίας», μέλους της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας, ο οποίος κάνοντας μια σημαντική έρευνα διέσωσε αυτές τις πληροφορίες που αναδεικνύουν για άλλη μια φορά διεθνιστικές πλευρές του αντιφασιστικού αγώνα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Η πλειοψηφία αυτών των Κερκυραίων βρέθηκε σε αλβανικό έδαφος προσπαθώντας να διαφύγει από τις ιταλικές ή γερμανικές κατοχικές αρχές. Πολλοί απ' αυτούς είχαν ήδη αναπτύξει αντιστασιακή δράση στην Κέρκυρα και γι' αυτό διώκονταν. Η ευκολότερη οδός διαφυγής ήταν η δια θαλάσσης προσέγγιση των αλβανικών ακτών στην ευρύτερη περιοχή των Αγίων Σαράντα, Κονίσπολης και Βουθρωτού όπου από το 1943 υπήρχαν απελευθερωμένες περιοχές, ελεγχόμενες από τις παρτιζάνικες δυνάμεις. Από εκεί συνήθως οι αντάρτες προορίζονταν να περάσουν σε ελληνικό έδαφος και να ενταχθούν στο 15ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ που δρούσε στην ελληνο-αλβανική μεθόριο. Αρκετοί εξ αυτών όμως επέλεξαν να παραμείνουν σε αλβανικό έδαφος και να ενταχθούν στο αντιφασιστικό κίνημα της Αλβανίας. Η τάση αυτή ενισχύθηκε ιδιαίτερα από τη στιγμή που συγκροτήθηκαν ένοπλα τμήματα της ελληνικής μειονότητας στον αλβανικό νότο τα οποία εντάσσονταν οργανικά στον LANÇ. Άλλοι βρέθηκαν σε αλβανικής εθνικής σύνθεσης τάγματα και προσέφεραν από εκεί τις υπηρεσίες τους στον αντιφασιστικό αγώνα κερδίζοντας συχνά διακρίσεις. Κατά κύριο λόγο οι Κερκυραίοι εθελοντές πολέμησαν στα τάγματα «Θανάσης Ζήκος», «Παντελής Μπότσαρης», «Τσαμουργιά – Θωμά Λιούλια», «Μίστο Μάμε» που δρούσαν στον αλβανικό νότο αλλά κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις συναντάμε και σε άλλα παρτιζάνικα τμήματα που δρούσαν σε βορειότερες περιοχές.
Αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι από τα βιογραφικά στοιχεία που παρατίθενται στο βιβλίο του Νάστου, ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό εξ αυτών επέλεξε, μετά το τέλος του πολέμου, όχι να επιστρέψει στην Κέρκυρα ή την Ελλάδα αλλά να παραμείνει σε αλβανικό έδαφος και να φτιάξει τη ζωή του εκεί. Ενδεχομένως ρόλο σε αυτό να έπαιξε το αντι-ΕΑΜικό καθεστώς που επικράτησε στην Ελλάδα μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, όμως σίγουρα η απόφασή τους βασίστηκε και στους δεσμούς που αναπτύχθηκαν με τον τόπο και τους ανθρώπους κατά τη διάρκεια του κοινού αντιφασιστικού αγώνα. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι κάποιοι εξ αυτών ακολούθησαν τα αλβανικά παρτιζάνικα τμήματα κατά την είσοδό τους το 1945 σε γιουγκοσλαβικό έδαφος και πολέμησαν και για την απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας.
Οι 11 Κερκυραίοι πεσόντες επί αλβανικού και γιουγκοσλαβικού εδάφους:
Σπύρος Ρουβάς (σκοτώθηκε στο Βίσεγκραντ της Γιουγκοσλαβίας), Θανάσης Κωστελλέτος ή Κωσταλέτος (σκοτώθηκε στη Γοραντζή της Αλβανίας), Δημήτρης Σωτηριανός (σκοτώθηκε στην Κονίσπολη της Αλβανίας), Γιάννης Χοντρογιάννης (από το χωριό Σωκράκι), Σπύρος Λιάπης (θαμμένος στο Αργυρόκαστρο), Χρήστος Χαλκιάς (σκοτώθηκε στο Βίσεγκραντ της Γιουγκοσλαβίας), Γιάννης Μιλτιάδης (σκοτώθηκε στη Γιουγκοσλαβία), Δημήτρης Διαμαντής (σκοτώθηκε στο Καρδίκι της Αλβανίας), Θεοφάνης Παραμυθιώτης (σκοτώθηκε στη Χιμάρα), … Μιλτιάδης (σκοτώθηκε στη Γιουγκοσλαβία), Θανάσης Κάπης (σκοτώθηκε στη Γόραντζη της Αλβανίας).
Από τους ανωτέρω ο Σπύρος Ρουβάς, γεννημένος το 1924, πέρασε στην Αλβανία στις 18/1/1944 και εντάχθηκε στο μειονοτικό τάγμα «Θανάσης Ζήκος» και στην 8η Ταξιαρχία του LANÇ. Ο Σπύρος Ρουβάς μέχρι τον θάνατό του πήρε μέρος σε 22 μάχες ανάμεσά τους και στη μάχη για την απελευθέρωση των Τιράνων. Έχοντας περάσει σε γιουγκοσλαβικό έδαφος μαζί με την ταξιαρχία του για να συνδράμουν τον εκεί αντιφασιστικό αγώνα πέθανε από ριπή πολυβόλου, στις 5 Φεβρουαρίου 1945, κατά τη διάρκεια της μάχης για την απελευθέρωση του Βίσεγκραντ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Τα οστά του μεταφέρθηκαν πίσω στην Αλβανία όπου θάφτηκε στο νεκροταφείο των ηρώων στα Τίρανα (μπλοκ νο. 7, τάφος νο. 12)
Άτομα που έζησαν και είχαν λάβει μέρος στο πλευρό των Αλβανών και Ελλήνων μειονοτικών:
Σπύρος Σπόντσας (από το χωριό Σφακερά), Σπύρος Μεταλληνός (από το χωριό Σφακερά), Σπύρος Θανάσης Άρσης, Ανδρέας Κροκίδης, Θεόδωρος Πρωτοψάλτης, Κώστας Θωνιάτης (από το χωριό Αυλιώτες), Κώστας Κεφαλλονίτης, Χρήστος Άνθης (ή Ανθής) (από το χωριό Καστελλάνοι Γύρου), Ανδρέας Νικηφόρου Κροκίδης, Ανδρέας Προκόπης, Αρσένης Κουλούρης, Κώστας Πουλημένος ή Πουλιμές, Σπύρος Χαλκιόπουλος, Κώστας Φάκελος, Χρήστος Παπαδάτος, Θανάσης Κάπης, Τριφώβης.
Ο Αλβανός Peci Manti θυμάται ότι ο Σπύρος Σπόντσας στο πηλίκιό του είχε την ελληνική σημαία και το κόκκινο αστέρι θεωρώντας τον αγώνα του στην Αλβανία διεθνιστικό του καθήκον αλλά λέγοντας πάντα πως θεωρεί ότι αγωνίζεται και για την απελευθέρωση της πατρίδας του. Όπως υποστηρίζει ο Manti, ο Σπύρος διακρινόταν για την απλότητά του και ήταν αγαπητός σε όλους τους Παρτιζάνους ενώ ήξερε να ξεπερνά τις δυσκολίες με την ψυχραιμία του και την παληκαριά του.
Ο Σπύρος Μεταλληνός, έζησε στην Αλβανία μεταπολεμικά, αποφοίτησε από τη Σχολή Αξιωματικών και εργάστηκε σε διάφορες υπεύθυνες θέσεις μέχρι τη συνταξιοδότησή του ενώ παρασημοφορήθηκε από την αλβανική Βουλή με έξι μετάλλια για την προσφορά του. Παρασημοφορημένος τέσσερις φορές ήταν και ο Ανδρέας Κροκίδης, ο οποίος επίσης επέλεξε να μείνει και να ζήσει ως το τέλος της ζωής του στην Αλβανία. Στη διάρκεια του πολέμου τραυματίστηκε δύο φορές αλλά επέστρεψε και συνέχισε τον αγώνα ως το τέλος.
Φοβερή είναι κι η ιστορία του Χρήστου Ανθή, ο οποίος από την Κέρκυρα ως ΕΠΟΝίτης εφοδίαζε τους Αλβανούς παρτιζάνους με τρόφιμα και πολεμοφόδια δραστηριότητα για την οποία συνελήφθη από τις γερμανικές κατοχικές αρχές. Μεταφέρθηκε στην Αλβανία μαζί με άλλους 50 αντιστασιακούς Κερκυραίους και στήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα σε ηλικία 19 ετών, μαζί με τους συντοπίτες του και 60-70 Αλβανούς αντιστασιακούς. Σώθηκε από θαύμα επειδή σαν παιδί χώθηκε πίσω από τους υπόλοιπους με αποτέλεσμα να μη δεχτεί σφαίρα στο κορμί του και να πέσει σαν νεκρός κάτω από τα άλλα πτώματα. Ωστόσο, αν και ένας Αλβανός μπαλίστας (εθνικιστής) που έκλεβε αντικείμενα από τα πτώματα ανακάλυψε πως ήταν ζωντανός, επικοινωνώντας μαζί του στα ιταλικά τον παρακάλεσε να του χαρίσει τη ζωή, όπως και έκανε. Τον διέταξε να τρέξει για να σωθεί και πυροβόλησε πίσω του χωρίς να τον πετύχει. Ο μικρός Χρήστος Ανθής χώθηκε σε ένα δάσος και περισυλλέχθηκε νηστικός και κρυωμένος από Αλβανό βοσκό ο οποίος του έδεσε τις πληγές και του έδειξε προς τα που πρέπει να πάει για να βρει τους παρτιζάνους. Μετά από περιπέτειες βρέθηκε τελικά με παρτιζάνικες μονάδες όπου και κατατάχθηκε. Μαζί με την 6η Ταξιαρχία πήρε μέρος σε πολλές μάχες και έφτασε μέχρι τη Γιουγκοσλαβία. Έγινε μέλος του ΚΚ Αλβανίας και έζησε την υπόλοιπη ζωή του εργαζόμενος κυρίως ως σερβιτόρος. Για την προσφορά του έχει παρασημοφορηθεί και αυτός αρκετές φορές.
Εκτός από τους Κερκυραίους, πήραν μέρος στον πόλεμο επί αλβανικού εδάφους πολεμώντας μέσα από τις τάξεις του «αλβανικού ΕΑΜ» και διάφοροι άλλοι Ελλαδίτες, όπως ο Κώστας Ζόιτας από την Πρέβεζα, ο Σπύρος Παπάς από το Σταυροσκιάδι Πωγωνίου, ο Ηλίας Κονόμης από τον Τσαμαντά Φιλιατίου, ο Φώτος Σόλης από τη Θεσπρωτία κ.α.
Με πληροφορίες από το "Our Balkans"
Σχόλια