Απόστολος Αρσάκης: Να αγαπάτε την Ελλάδα από μακριά

Απόστολος Αρσάκης: Να αγαπάτε την Ελλάδα από μακριά

Ο Απόστολος Αρσάκης (1784-1874) γεννήθηκε στη Χοταχόβα της Ηπείρου, κοντά στην Πρεμετή. Οι τόποι ήταν “άγριοι”, δηλαδή άγονοι, φτωχοί. Έτσι, κάποια στιγμή ο πατέρας του Απόστολου, πήρε την απόφαση, μαζί με την οικογένειά του, να μεταναστεύσει στο Βουκουρέστι, πρωτεύουσα της Βλαχίας (και σήμερα της Ρουμανίας).

Γιατί εκεί; Επειδή η οικογένεια Αρσάκη ήταν Βλάχοι, συγκεκριμένα “Ρωμαιόβλαχοι”, το γένος και κατά το είδος “Αρβανιτόβλαχοι”, από εκείνους δηλαδή που, χάρη στην ακτινοβολία της μετονομασμένης σε “Μοσχόπολη” Βοσκόπολης, βρίσκονταν ήδη επικεφαλής της Νεοελληνικής Διανόησης.

Ήταν, με λίγα λόγια, άνθρωποι που μέσα στο σπίτι και το χωριό τους μιλούσαν “αρβανίτικα”, στις ευρύτερες δοσοληψίες τους βλάχικα, αλλά όσον αφορά την Εκκλησία και τις διανοητικές τους ενασχολήσεις χρησιμοποιούσαν τα ελληνικά. Αυτή η πολυγλωσσία ευνόησε το έμφυτο γλωσσικό ταλέντο του νεαρού Απόστολου, με αποτέλεσμα, όταν πια έφτασε σε ηλικία ώριμη, άψογα να μιλάει και γράφει όποια γλώσσα θεωρούσε ως, κατά περίπτωση, προσφορότερη: ελληνικά αρχαία και νέα, λατινικά, αλβανικά, ρουμάνικα, γαλλικά και ακόμη γερμανικά και τουρκικά.

Η μετανάστευση της οικογένειας Αρσάκη στο Βουκουρέστι έγινε περί το 1800. Οι Ρουμανικές Ηγεμονίες, Βλαχία και Μολδαβία, διοικούνταν τότε από Έλληνες της Κωνσταντινούπολης (Φαναριώτες). Ο σουλτάνος είχε σε αυτές απλή “επικυριαρχία”, ενώ τη διοίκηση ασκούσαν Φαναριώτες, που διορίζονταν από την τουρκική κυβέρνηση, αλλά κυβερνούσαν ουσιαστικώς ανεξέλεγκτοι. Γλώσσα της γραφειοκρατίας ήταν τα ελληνικά, των οποίων η μελέτη και καλλιέργεια συστηματικώς επιτελούνταν σε “Ακαδημίες”, ιδρύματα σαν τα τωρινά πανεπιστήμια.

Ο νεαρός Αρσάκης γρήγορα πρόκοψε στη μάθηση. Και με χρηματική ενίσχυση ενός θείου του, πήγε στη Γερμανία, στο πανεπιστήμιο της Χάλλης (Σαξωνία), όπου σπούδασε Ιατρική και το 1812 αναγορεύθηκε διδάκτωρ. Στη γραμμένη, μάλιστα, λατινικά διατριβή του, απέδειξε πως το νευρικό σύστημα των ψαριών συγγενεύει με εκείνο των ανθρώπων (θέση που αργότερα έμελλε να υιοθετηθεί και από τον Φρόυντ).

Στη συνέχεια, πήγε στη Βιέννη, όπου ειδικεύτηκε στην Οφθαλμολογία, και μετά επέστρεψε στο Βουκουρέστι. Εκεί εργάστηκε ως γιατρός, μα τελικώς στράφηκε στην πολιτική και έγινε υπουργός Εξωτερικών και για λίγο πρωθυπουργός της Ρουμανίας (1862). Και αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι, πιστός στην αρχή των Ελλήνων και ελληνοφώνων της Ρουμανίας “να αγαπάτε την Ελλάδα αλλά από μακριά”, ποτέ δεν έστερξε να πατήσει το πόδι του στη δική μας χώρα.

Ο Αρσάκης υπήρξε ο συνεπέστερος συντηρητικός διανοούμενος της εποχής του. Υπήρξε ο πρώτος που απάντησε στους Μαρξ και Ενγκελς, επισημαίνοντας ότι «όπως ακριβώς το κεφάλαιο χρειάζεται τους εργάτες» έτσι ακριβώς και «οι εργάτες χρειάζονται το κεφάλαιο», επειδή χωρίς αυτό οι τελευταίοι θα «μαραθούν στην ανεργία».

Την αρμονική συμβίωση αυτών των δύο παραγόντων, εργασίας και κεφαλαίου, το Κράτος οφείλει να την εξασφαλίσει – και συνεπώς αυτό και μόνο είναι υπεύθυνο για φαινόμενα όπως η ανεργία και η αποβιομηχάνιση. Επιπλέον, διατύπωσε και την καίριας σημασίας αρχή, που διαχρονικώς –πέρα από εθνικισμούς και θρησκεύματα– συνιστά τη μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς διαφορά: Ο άνθρωπος, για να έχει κάτι, πρέπει πρώτα να δείξει ότι είναι άξιος να το έχει!

Η σύζυγος του Αρσάκη, Ελένη και οι κόρες τους

Έτσι, παρατηρώντας ότι στις Ρουμανικές Χώρες, οι ευνοημένες από τη νομοθεσία γυναίκες που αποκτούσαν οικονομική και κοινωνική δύναμη, συχνά εκτραχηλίζονταν, αποφάσισε να διαθέσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του στη "Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία", που μόρφωνε κορίτσια.

Και αυτό, προκειμένου να ιδρυθεί στο τότε νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος, ισχυρός εκπαιδευτικός οργανισμός όπου θα διαπαιδαγωγούνταν κοπέλλες ικανές να γίνουν “σωστές μητέρες και δασκάλες”. Αυτό, επί δεκαετίες πολλές, γινόταν επιτυχώς… έως ότου προσφάτως “το πράγμα στράβωσε”. Αλλά βέβαια η έρευνα του γιατί “στράβωσε” κείται πέρα από τα όρια του παρόντος βραχύτατου άρθρου.

*Ο Δημήτρης Μιχαλόπουλος είναι ο συγγραφέας του βιβλίου “Αρσάκης. Η σκέψη και η πολιτική του δράση”, Αθήνα: Κάκτος, 2005

Σχετικά άρθρα


Σχόλια

Προσθήκη σχολίου