Η Αλβανία καλείται να εφαρμόσει 31 μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνουν 141 επιμέρους παρεμβάσεις στους τομείς της επιχειρηματικότητας, της εκπαίδευσης, των υποδομών και της τεχνολογίας έως το 2027, προκειμένου να επωφεληθεί από το Σχέδιο Ανάπτυξης της ΕΕ για τα Δυτικά Βαλκάνια. Στη διάθεση της Αλβανίας βρίσκονται 922 εκατομμύρια ευρώ για τα επόμενα δύο έτη, ωστόσο οι όροι εκταμίευσης των κονδυλίων είναι τόσο απαιτητικοί, ώστε σε ορισμένες περιπτώσεις οι ίδιες οι μεταρρυθμίσεις θεωρούνται σημαντικότερες από την οικονομική ενίσχυση. Ειδικοί επισημαίνουν πως οι στόχοι του σχεδίου σχετίζονται άμεσα με την ενίσχυση της οικονομίας αλλά και τη βελτίωση του κράτους δικαίου.
Η ενίσχυση της ελευθερίας της έκφρασης και η καταπολέμηση της διαφθοράς αποτελούν βασικές επιδιώξεις του Σχεδίου Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα Δυτικά Βαλκάνια, στο πλαίσιο της ευθυγράμμισης με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Παρότι η φιλοδοξία αυτή είναι καλοδεχούμενη, η εφαρμογή της αποδεικνύεται ιδιαίτερα απαιτητική για την περιοχή.
Το νέο Σχέδιο Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις έξι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων (EJL6) αποσκοπεί στην επιτάχυνση της ενταξιακής διαδικασίας, ευθυγραμμίζοντας τις μεταρρυθμίσεις με την προοδευτική ένταξη στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά. Ωστόσο, ένα χρόνο μετά την έναρξή του, έχουν εκφραστεί αρκετές επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα και τη δομή του. Κεντρικό σημείο της κριτικής είναι η απουσία ενός ξεκάθαρου στρατηγικού πλαισίου που να προσδιορίζει σαφώς προτεραιότητες, χρονοδιαγράμματα και τομείς παρέμβασης. Το σχέδιο καλύπτει την περίοδο 2024-2027, αλλά δεν δίνει προτεραιότητα σε συγκεκριμένες πολιτικές ή τομείς, γεγονός που ενδέχεται να δημιουργήσει σύγχυση μεταξύ των βασικών μεταρρυθμίσεων που απαιτεί η ΕΕ και εκείνων που σχετίζονται με την οικονομική σύγκλιση.
Ο μηχανισμός χρηματοδότησης που εισάγει το RGF (Reform and Growth Facility) διαφέρει από τα προηγούμενα εργαλεία, καθώς η εκταμίευση των πόρων συνδέεται άμεσα με την επίτευξη συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων. Σε όλες τις χώρες του σχεδίου, οι πληρωμές εξαρτώνται από την επιτυχή εφαρμογή των δεσμεύσεων. Για την Κοσσυφοπέδιο και τη Σερβία, επιπλέον προϋπόθεση αποτελεί η πρόοδος στην εξομάλυνση των διμερών τους σχέσεων, σύμφωνα με τη Συμφωνία για τον Διάλογο και τις σχετικές υποχρεώσεις που έχουν προκύψει από προηγούμενες συμφωνίες.
Παρά την πολιτική σημασία του σχεδίου και τη συναίνεση σε επίπεδο δηλώσεων, η εφαρμογή του συναντά σημαντικές προκλήσεις. Οι μεταρρυθμιστικές ατζέντες που υποβλήθηκαν από τις χώρες χαρακτηρίζονται από περιορισμένη διαφάνεια και συμμετοχικότητα. Στη Σερβία, οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών δεν είχαν πρόσβαση στο περιεχόμενο των μεταρρυθμίσεων, ενώ στην Αλβανία η κυβέρνηση κατέθεσε το σχέδιο στην ΕΕ πριν ολοκληρωθεί η διαβούλευση με το κοινό. Η παρουσίαση των μεταρρυθμίσεων ήταν ελλιπής, περιοριζόμενη σε τίτλους χωρίς λεπτομέρειες για στόχους, δείκτες ή κόστος. Στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη δεν υπήρξε καθόλου διαθέσιμο σχέδιο λόγω ενδοκυβερνητικών διαφωνιών, ενώ στο Μαυροβούνιο και το Κοσσυφοπέδιο υπήρξε μόνο ελάχιστη συμμετοχή. Στη Βόρεια Μακεδονία, δεν πραγματοποιήθηκε καμία επίσημη διαβούλευση, παρά μόνο περιορισμένες επαφές με συγκεκριμένες οργανώσεις και ακαδημαϊκούς.
Ένα ακόμα σημείο που εγείρει προβληματισμό είναι το περιορισμένο ύψος των κονδυλίων. Το συνολικό ποσό που προβλέπεται είναι 500 εκατομμύρια ευρώ ετησίως για έξι χώρες, δηλαδή μόλις το 0,3 με 0,4% του συνολικού ΑΕΠ της περιοχής. Πολλές οργανώσεις θεωρούν ότι η χρηματοδότηση αυτή δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες ανάπτυξης και σύγκλισης με την ΕΕ. Το Ινστιτούτο για Συνεργασία και Ανάπτυξη (CDI) σημειώνει ότι το επίπεδο στήριξης δεν αντανακλά το εύρος των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η περιοχή, ενώ υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με τα κριτήρια που θα χρησιμοποιήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την αξιολόγηση της προόδου των χωρών. Η Ευρωπαϊκή Ελεγκτική Υπηρεσία έχει προτείνει την υιοθέτηση σαφών οδηγιών για την αξιολόγηση της προόδου και την αποφυγή παραπλανητικών παρουσιάσεων επιτυχιών από πλευράς των κυβερνήσεων.
Ενώ το Σχέδιο Ανάπτυξης προσφέρει ένα θετικό πλαίσιο προώθησης της ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων, οι αδυναμίες στον σχεδιασμό, τη διαφάνεια και την επάρκεια των πόρων θέτουν υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματική εφαρμογή του. Χωρίς ουσιαστική συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, σαφείς κανόνες και ουσιαστική οικονομική στήριξη, υπάρχει κίνδυνος το σχέδιο να αποτύχει στους στόχους του.
Σχόλια